Στη σκηνή της κρεβατοκάμαρας, το ζευγάρι μοιράζεται μια πιτζάμα (Α. Χριστοφιλόπουλος).

Με μια τολμηρή, αλλά επιτυχημένη, μεταφορά στο σήμερα προσάρμοσε ο σκηνοθέτης Θωμάς Μοσχόπουλος την Μανόν του Ζιλ Μασνέ, την παραγωγή με την οποία η Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ) αποχαιρέτησε το 2018. Είναι, μετά τη μετεγκατάσταση στο ΚΠΙΣΝ και τον περσινό Ρωμαίο και Ιουλιέττα του Σαρλ Γκουνώ, η δεύτερη επίσκεψη της ΕΛΣ στον γαλλικό ρομαντισμό του ύστερου 19ου αιώνα.

Μια εποχή στην οποία άρεσε να βλέπει στη σκηνή σε λαμπερές λυρικές μεταπλάσεις τις πιο τραγικές ιστορίες από την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, εν προκειμένω από το μυθιστόρημα Μανόν Λεσκώ του αββά Πρεβώ, που πρωτοεκδόθηκε το 1731.

Η ιστορία του πιο εξωφρενικού ζευγαριού στην ιστορία της λογοτεχνίας, κατόπιν και της όπερας, δεν θα μπορούσε φυσικά παρά να έχει κακό τέλος. Ο ιππότης Ντε Γκριέ συναντά στον σταθμό των αμαξών την αθώα Μανόν, η οποία πολύ ειλικρινά δεν έχει καμία πρόθεση να κλειστεί στο μοναστήρι όπου τη στέλνουν οι δικοί της. Οι δυο νέοι ερωτεύονται, κλέβονται, και, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του και του (εξ)αδέλφου της, απολαμβάνουν τον έρωτά τους στο Παρίσι.

Η ιστορία του πιο εξωφρενικού ζευγαριού στην ιστορία της λογοτεχνίας, κατόπιν και της όπερας, δεν θα μπορούσε φυσικά παρά να έχει κακό τέλος.

Όμως η Μανόν, εκτός από τον έρωτα, αγαπά και την πολυτέλεια, και εναλλάσσει τον ιππότη της με διάφορους εύπορους εραστές, οδηγώντας τον αγαπημένο της στην απόγνωση και την… ιεροσύνη, από την οποία όμως σπεύδει και πάλι να τον διεκδικήσει επιτυχώς. Τελικά την νεαρά συλλαμβάνει το… τμήμα ηθών και την εξορίζει στην Αμερική. Ο ιππότης τρέχει και πάλι να τη βρει για να τη φυγαδεύσει, αλλά εκείνη πεθαίνει καθ΄ οδόν από εξάντληση.

Η αυλαία του έργου ανοίγει τη στιγμή που όλα είναι χρωματισμένα με ένα εύγλωττο ροζ που παραπέμπει σε πορνό (Α. Σιμόπουλος).

Αν και θεωρείται λογοτεχνικά πρόδρομος και οπερατικά επίγονος της Τραβιάτα, η Μανόν δεν μοιράζεται με την  βερντιανή της ομόλογο τον έλεγχο της συνείδησης και τα ηθικά διλήμματα που την οδηγούν εθελούσια στη θυσία. Βέβαια, στην τελική σκηνή της όπερας του Μασνέ η εκπνέουσα ηρωίδα σπένδει στην αστική ηθική του ύστερου 19ου αιώνα, ομολογώντας πως η ακόρεστη φιληδονία της δεν θα μπορούσε παρά να οδηγήσει στον θάνατο, αλλά η πρωτότυπη, μυθιστορηματική Μανόν του 1731 δεν έχει αντίστοιχες αναστολές.

Και από αυτή την άποψη, δεν ήταν διόλου αταίριαστη η σκηνοθετική μεταφορά στον κόσμο της εμπορευματοποιημένης σεξουαλικότητας που άμεσα ή έμμεσα κατακλύζει τα σύγχρονα καταναλωτικά ήθη, πόσο μάλλον εφόσον επιχειρήθηκε διατηρώντας αναγνωρίσιμη τόσο την πλοκή όσο και τους χαρακτήρες του έργου.

Έτσι, τη βραδιά της πρεμιέρας στις 12 Δεκεμβρίου του 2018 η αυλαία άνοιξε σε ένα πολύβουο αεροδρόμιο, όπου βιαστικοί ταξιδιώτες της buisness class πηγαινοέρχονταν και παρελάμβαναν τις αποσκευές τους από τον κυλιόμενο ιμάντα, υπό τα βλέμματα της χορωδίας διεσπαρμένης και στριμωγμένης σε μικρά καταστήματα του αεροδρομίου, όλα χρωματισμένα σε αποχρώσεις του ροζ πορνό.

Εκεί θα συναντηθούν ο Ντε Γκριέ και η Μανόν για να μεταφερθούν, στην επόμενη πράξη, στην κρεβατοκάμαρα, ακολουθώντας το λαμπρό παράδειγμα της Anna Netrebko και της απαράμιλλης (όχι μόνο φωνητικά) ερμηνείας που προσέφερε το 2007 στο πλάι του Roberto Alagna στη Βιέννη (με μαύρα εσώρουχα) και του Rolando Villazon στο Βερολίνο (με λευκά εσώρουχα). Στη σκηνή του Φαλήρου, το πρωταγωνιστικό ζεύγος μοιράστηκε μια πυτζάμα: ο Ντε Γκριέ το παντελόνι, η Μανόν το πουκάμισο.

Η Μυρτώ Παπαθανασίου εμφανίστηκε ως Μανόν εξαιρετικά καλά μελετημένη φωνητικά όσο και υποκριτικά (Α. Χριστοφιλόπουλος).

Στην πρώτη σκηνή της τρίτης πράξης ο ιμάντας μετατρέπεται σε catwalk για μια επίδειξη μόδας από την οποία δεν λείπουν οι διεμφυλικές υπόνοιες, ενώ στη δεύτερη σκηνή, το σεμνό εκκλησίασμα του Ντε Γκριέ αποτελούν αιθέριες μαυροφορούσες με καυτά μίνι. Η τέταρτη πράξη εκτυλίσσεται σε ένα club όπου τιμώνται όλες οι σεξουαλικές επιλογές, με προεξάρχοντα τον αντεραστή Γκιγιό, ο οποίος είχε ξυρισμένο κρανίο, φανταχτερό κουστούμι και συνοδευόταν από τις τρεις… guillettes, ενθαρρύνοντας διάφορους συνειρμούς. Στην πέμπτη πράξη επιστρέφουμε στον κυλιόμενο ιμάντα που την τελευταία στιγμή ενεργοποιείται για να αποσύρει τη σορό της πρωταγωνίστριας – μια συμβολική απόσυρση των ανθρωπίνων “απορριμάτων”,  αλλά και μια ταυτόχρονη μετάσταση σε έναν άλλο, άυλο κόσμο.

Στη σκηνή του Φαλήρου, το πρωταγωνιστικό ζεύγος μοιράστηκε μια πυτζάμα: ο Ντε Γκριέ το παντελόνι, η Μανόν το πουκάμισο.

Τον επώνυμο ρόλο ερμήνευσε η υψίφωνος Μυρτώ Παπαθανασίου. Η σημαντική ελληνίδα τραγουδίστρια με τη διεθνή σταδιοδρομία εμφανίστηκε εξαιρετικά καλά μελετημένη φωνητικά όσο και υποκριτικά, προσφέροντας μια πολύ πειστική ερμηνεία. Η υψηλή της περιοχή παραμένει καθαρή και υγιής, το πιο δυνατό σημείο της όμως ήταν η εκφραστική μεσαία περιοχή, ενώ υποδειγματική ήταν και η σκηνική της παρουσία.

Ο Ρουμάνος τενόρος Ιοάν Χοτέα (Ντε Γκριέ) έχει ωραιότατη φωνή διεθνούς κλάσεως, και ήταν από μόνος του ένας επαρκής λόγος για να παρακολουθήσει κανείς την παράσταση. Συναρπαστική η απόδοση του ντουέτου των δύο πρωταγωνιστών στην τρίτη πράξη· μια ηλεκτρικά φορτισμένη ερμηνεία.

Υγιής και αρρενωπή η φωνή του Διονύση Σούρμπη (Λεσκώ) και όπως πάντα επιβλητικός, εδώ και με μια δόση σκληρότητας, ο Πέτρος Μαγουλάς (Ντε Γκριέ πατήρ). Καλές ερμηνείες είχαμε και από τους μικρότερους ρόλους: Νίκος Στεφάνου (Γκυγιό ντε Μορφονταίν), Χάρης Ανδριανός (Ντε Μπρετινύ),  Βιολέττα Λούστα (Πουσσέτ),  Ρόζα Πουλημένου-Καπόν (Ζαβότ), Έλενα Μαραγκού (Ροζέτ). Στη σύντομη εμφάνιση της Βάγιας Κωφού (υπηρέτρια στην Β΄ πράξη), είχαμε την ευχαρίστηση να δούμε  να αξιοποιείται μέλος της χορωδίας. Η χορωδία πάντως μπορούσε να είναι πιο συντονισμένη, ειδικά στο άνοιγμα, όπου βέβαια οι κινησεις που απαιτούσε ο σκηνοθέτης δεν φαίνονταν να τη διευκολύνουν.

Ο Ρουμάνος τενόρος Ιοάν Χοτέα (Ντε Γκριέ) έχει ωραιότατη φωνή διεθνούς κλάσεως (Α. Χριστοφιλόπουλος).

Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την απόδοση της προφοράς και προσωδίας της γαλλικής γλώσσας, ο ορίζοντας προσδοκιών γενικά δεν είναι πολύ υψηλός όταν κινούμαστε εκτός γαλλόφωνου χώρου – καμιά φορά και εντός· στην παράσταση της ΕΛΣ οφείλουμε δυστυχώς να αναγνωρισουμε γενικό φαινόμενο γαλλοφονίας. Σε ό,τι επίσης αφορά στην γενικότερη απόδοση του ύφους, δηλαδή την λαμπερή και εύχαρι ζωηράδα που χαρακτηρίζει τον Μασνέ, αυτό είναι πάντα ένα ζητούμενο, τόσο για τους τραγουδιστές όσο και για την ορχήστρα, για την οποία άλλωστε ο συνθέτης έγραφε τόσο φροντισμένα, με προσεγμένη φραστική και λαμπερή ενορχήστρωση. Οπωσδήποτε η πρακτική θα οδηγήσει και σε αυτή την κατάκτηση. Η ωραία διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού έδειξε ότι η κατεύθυνση ήδη υπάρχει, ενώ η δραματική του αντίληψη της μουσικής υπήρξε καίρια παράμετρος επιτυχίας.

ΥΓ : Το πρόγραμμα της παράστασης περιγράφει την Μανόν ως “κωμική όπερα” σε πέντε πράξεις. Πρόκειται για προβληματικό εξελληνισμό του όρου “οπερά-κομίκ”, ο οποίος ετυμολογικώς πράγματι προέρχεται από τον συνδυασμό των λέξεων “όπερα” και “κωμικός”, νοηματικά όμως δεν σημαίνει την κωμική όπερα, δηλαδή την όπερα με αστείο περιεχόμενο και λύση, αλλά τον συνδυασμό όπερας και θεάτρου, δηλαδή όπερα με διαλογικά μέρη ανάμεσα στις άριες και τα άλλα μουσικά κομμάτια, αντίστοιχο του γερμανικού singspiel.

Tο επίθετο comique αναφέρεται στο ουσιαστικό comédie, το οποίο στη γαλλική γλώσσα ιστορικά σήμαινε κάθε είδους θέατρο, και μόνο μεταγενέστερα σήμανε ειδικότερα το κωμικό είδος. Για αυτό άλλωστε η Comédie Française είναι το εθνικό θέατρο της Γαλλίας, όπου ερμηνεύονται μεταξύ άλλων οι κλασικές τραγωδίες του Ζαν Ρασίν και του Πιερ Κορνέιγ. Για να (ξε)μπερδέψουμε το πράγμα λίγο περισσότερο, να επισημάνουμε ότι ενώ η Comédie Française ανεβάζει γαλλικό θέατρο, το Théatre Italien έπαιζε ιταλική όπερα.

 

Διαβάστε ακόμα: Η Αθήνα απέκτησε δεύτερο Λυρικό θέατρο και το γιορτάζει.

 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top