Μία «χορωδιακή όπερα» σε πέντε ενότητες και δέκα σκηνές, στην οποία οι περιπέτειες, οι ελπίδες και η αγωνία των προσφύγων διαδρούν με την ιστορία ενός καλλιτεχνικού διευθυντή, ενός συνθέτη και μιας λιμπρετίστας που επιδιώκουν να γράψουν μια επίκαιρη όπερα με θέμα το προσφυγικό. (Φωτογραφίες: staatstheater-wiesbaden.de)

Kein schöner Land… «Δεν υπάρχει τόπος πιο όμορφος από τον δικό μας» λέει ένα τραγούδι που συνέθεσε το 1838 ο Άντον Βίλεμ φον Τσουκαλμάλιο. Το λαϊκότροπο τραγουδάκι έγινε τόσο δημοφιλές που σύντομα καθιερώθηκε ως δημώδες και συνώνυμο μιας βαθιά παραδοσιακής Γερμανίας. Υπήρχε έτσι μια σαφής ειρωνεία όταν από τους στίχους του αποσπάστηκε ο τίτλος για το Schönerland, την «Ομορφοχώρα», την νέα όπερα του Γερμανοδανού συνθέτη Σαίρεν Νιλς Άιχμπεργκ (γεν. 1973 Στουτγάρδη) με θέμα το προσφυγικό ζήτημα. Πρόκειται για παραγγελία του Κρατικού Θεάτρου της Έσσης στο Βισμπάντεν, όπου έκανε πρεμιέρα στις 16 Σεπτεμβρίου 2017, με πρωταγωνίστρια την Ελληνίδα σοπράνο Ελένη Καλένος, και τελευταία παράσταση το Σάββατο 25 Νοεμβρίου. Στις 27 του Σεπτεμβρίου βρεθήκαμε και εμείς εκεί για να το παρακολουθήσουμε.

Ο συνθέτης, απόγονος ο ίδιος προσφύγων της Σιλεσίας, την οποία οι Γερμανοί κάτοικοι εκκένωσαν στο τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, και η λιμπρετίστα Τερέσε Σμιτ, δημιούργησαν μία «χορωδιακή όπερα» σε πέντε ενότητες και δέκα σκηνές, στην οποία οι περιπέτειες, οι ελπίδες και η αγωνία των προσφύγων διαδρούν με την ιστορία ενός καλλιτεχνικού διευθυντή, ενός συνθέτη και μιας λιμπρετίστας που επιδιώκουν να γράψουν μια επίκαιρη όπερα με θέμα το προσφυγικό. Η αυτοαναφορικότητα είναι προφανής, όπως και ο αναστοχασμός πάνω στο καλλιτεχνικό είδος «όπερα» και τον ρόλο της τέχνης στην κοινωνία.

Η Ελένη Καλένος ερμηνεύει την πρόσφυγα Ζαϊδα της παράστασης με εξαιρετική φωνή που επιτυγχάνει την συναισθηματική συμπάθεια.

Η αυλαία ανοίγει με ανθρώπους να εισβάλλουν κάτω από αγωνιώδεις ήχους σειρήνας. Η μουσική είναι έντονη, μοντέρνα, πλούσια σε κρουστά. Οι υφολογικές αναφορές του συνθέτη είναι πολλές και διαφορετικές, όμως το σύνολο αποδεικνύεται συνεκτικό επειδή όλη η σύλληψη είναι προσανατολισμένη στη δραματική αποτελεσματικότητα. Μερικές φορές νομίζει κανείς ότι παρακολουθεί ορατόριο, άλλοτε μουσικό θέατρο. Δεν είναι μια παραδοσιακή όπερα, με την έννοια της πλοκής που οδηγεί σε δραματικές συγκρούσεις, αλλά ένα έργο διαρκούς αναστοχασμού, όπου η δράση μπορεί να είναι μόνο μια σκέψη, ένας αναστεναγμός, ή μια εκμυστήρευση.

Η σκηνή έχει χωριστεί σε δύο επίπεδα: μία χοάνη από κεκλιμένα επίπεδα που ρουφά προς τα κάτω όποιον προσπαθήσει να διαφύγει, και επάνω κοντέινερ, από τα οποία το μεσαίο φιλοξενεί το γραφείο του καλλιτεχνικού διευθυντή. Οι ενδυμασίες των γυναικών προσφύγων θυμίζουν εργατικά φορέματα αλλά είναι ραμμένα στραβά, σαν την ψυχική τους διάθεση. Σαν χορός αρχαίας τραγωδίας, η χορωδία έχει κεντρικό ρόλο. Η σκηνοθέτης Γιοχάννα Βένερ έχει δώσει έμφαση στην εξατομίκευση των μελών της, με τα οποία συνεχώς αναμειγνύονται οι πρωταγωνιστές, ενώ δύο ομάδες τριών ανδρών και τριών γυναικών δρουν ως ενδιάμεσοι.

Δεν είναι μια παραδοσιακή όπερα, με την έννοια της πλοκής που οδηγεί σε δραματικές συγκρούσεις, αλλά ένα έργο διαρκούς αναστοχασμού, όπου η δράση μπορεί να είναι μόνο μια σκέψη, ένας αναστεναγμός, ή μια εκμυστήρευση.

Η εικόνα μιας γης της επαγγελίας οπτικοποιείται στην 8η σκηνή με την αναπαράσταση μιας γκροτέσκα τουριστικής Γερμανίας βγαλμένης από επιστολικό δελτάριο του Οκτόμπερφεστ, την οποία διαδέχεται η σπαρακτική σκηνή όπου διακινητές χωρίζουν τους τυχερούς πρόσφυγες από αγαπημένους που θα μείνουν πίσω. Ο Σύρος πρόσφυγας ηθοποιός Φεράς Ζαρκά, σαν εξάρχων διθυράμβου, απαγγέλλει το ποίημα του Μπρεχτ «Για τους επιγιγνόμενους» ενώ στο τέλος του έργου η χορωδία τραγουδά αυτούσιο το τραγούδι «Δεν υπάρχει τόπος πιο όμορφος από τον δικό μας».

Η διεθνής διανομή είναι εξαιρετικά διαλεγμένη και κανείς δεν απογοητεύει σε αυτή την όπερα συνόλου: Thomas de Vries (Καλλ. Διευθυντής), Erik Biegel (Συνθέτης), Aaron Cawley (Δαρείος), Romina Boscolo (Αλίγια), Andrea Baker (Καντέρ), κ.α. Χορωδία και ορχήστρα υπερασπίζονται εξαιρετικά το έργο, ενώ ο αρχιμουσικός Άλμπερτ Χόρνε δεν επιτρέπει στιγμές χαλάρωσης. Πρωταγωνιστούν de facto δύο ρόλοι σοπράνο: μία η πρόσφυγας Ζαϊδα – μακρινή απόγονος εκείνης του Μότσαρτ; Η Ελένη Καλένος την ερμηνεύει με εξαιρετική φωνή που επιτυγχάνει την συναισθηματική συμπάθεια. Δεύτερη η λιμπρετίστα, τον αμήχανο συναισθηματικό διχασμό της οποίας αποδίδει εξαιρετικά η Britta Stallmeister.

Η αμηχανία της τελευταίας θα μπορούσε να θεωρηθεί και ενσάρκωση μιας αίσθησης αδιεξόδου τυπικά γερμανικού: υπάρχει μια ηθική επιταγή, στο όνομα του ανθρωπισμού, ο πολίτης της ασφαλούς Ευρώπης να προσεγγίσει και να νιώσει τον πρόσφυγα και τα δεινά του. Οι δημιουργοί μάλλον αποφαίνονται ότι πρόκειται για ψευδαίσθηση.

 

Διαβάστε ακόμα: Νάσος Ευσταθιάδης – «Η κλασική μουσική δεν είναι παλαιομοδίτικη»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top