Μέσα σε αυτή το έτος, σε μια παραγωγή πλέον, τα παιδιά μαθαίνουν να μπορούν να πατάνε στα πόδια τους ως επαγγελματίες.

Συναντήσαμε τον τενόρο Βαγγέλης Χατζησίμος, vocal coach και υπεύθυνο του εκπαιδευτικού προγράμματος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Ο Νέοι της Όπερας και τη σκηνοθέτη Νικολέτα Φιλόσογλου. Μετά από την πολύ επιτυχημένη περσινή παραγωγή των δύο μονόπρακτων του Πουτσίνι (Il Tabarro και Suor Angelica, ΚΠΙΣΝ Ιούλιος 2018), οι δύο καλλιτέχνες και παιδαγωγοί ξανασυνεργάζονται στην όπερα I Capuleti e i Montecchi (Καπουλέτοι και Μοντέκκοι) του Vincenzo Bellini, για δύο παραστάσεις με ελεύθερη είσοδο στο ΚΠΙΣΝ, στις 5 και 13 Ιουλίου 2019 (Ώρα έναρξης 20.00).

– Θα μας πείτε καταρχήν τι είναι «Ο Νέοι της Όπερας»;
Βαγγέλης Χατζησίμος:  Tο πρόγραμμα “οι Νέοι της Όπερας” είναι ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα ενός έτους για έναν νέο τραγουδιστή που ολοκληρώσει τις σπουδές του και είναι στα πρώτα βήματα της επαγγελματικής του πορείας. Αφορά όλα τα προβλήματα που θα συναντήσει στην πρώτη του δουλειά πηγαίνοντας σε έναν θεατρικό οργανισμό. Μέσα σε αυτή το έτος, σε μια παραγωγή πλέον, τα παιδιά – τα λέω παιδιά γιατί είναι λίγο έτσι – μαθαίνουν να μπορούν να πατάνε στα πόδια τους ως επαγγελματίες, έτσι ώστε ό,τι συναντήσουν αργότερα να μην είναι ένα τεράστιο σοκ. Αυτά τα πράγματα τα μαθαίνουμε στο ωδείο ή στη μουσική εκπαίδευση του καθενός, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο, αλλά σίγουρα υπάρχει ένας άλλος κώδικας, μία άλλη κλίμακα όταν κανείς πάει στη σκηνή να υλοποιήσει ένα έργο σε συγκεκριμένο χρόνο και με συγκεκριμένες προδιαγραφές.

– Οπότε δεν μιλάμε πια για μαθητές, αλλά για καλλιτέχνες.
Βαγγέλης Χατζησίμος : Ακριβώς, μιλάμε για ολοκληρωμένους καλλιτέχνες στην αρχή της καριέρας τους, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα μέσα από το πρόγραμμα αυτό να έρθουν σε επαφή με τις πραγματικές συνθήκες δουλειάς.

– Πείτε μας κάποια από τα πράγματα που μαθαίνουν.
Βαγγέλης Χατζησίμος:  Kάποια είναι από τα πιο απλά και αυτονόητα, δηλαδή από το πώς μαθαίνουμε έναν ρόλο, όχι όπως στο Ώδείο που έχουμε όλο τον χρόνο στη διάθεσή μας να μάθουμε πέντε σελίδες, αλλά πως μαθαίνουμε όταν πρέπει ολόκληρο έναν καινούργιο ρόλο σε συγκεκριμένο χρόνο. Μελετώντας τον ρόλο “φωνητικά” να εντοπίζουν τα πιθανά προβλήματα ή τα εύκολα σημεία, με βάση αυτά που διαβάζουν στη μουσική. Επίσης ποιά είναι τα δομικά στοιχεία του χαρακτήρα που θα πλάσουν, ώστε αυτό το κατασκεύασμα που θα πάμε στη σκηνή και που λέγεται ρόλος να είναι αληθοφανές. Γιατί έτσι κι αλλιώς οτιδήποτε πάει στη σκηνή είναι απόλυτη αλήθεια ως προς την πράξη του, είναι μίμηση ενός πράγματος, που σημαίνει ότι ο καλλιτέχνης, αφού αναλύσει την παρτιτούρα, η οποία είναι απλώς ένα σύνολο σημάτων και πληροφοριών, πρέπει να βρει κομμάτια από τον εαυτό του και να τα ανασυνθέσει σε εκείνα τα οποία είναι απολύτως αναγκαία για το ρόλο που θα πάει πάνω στη σκηνή.

Μέσα από το πρόγραμμα αυτό οι νέοι θα έρθουν σε επαφή με τις πραγματικές συνθήκες δουλειάς.

– Ακούγεστε σαν ψυχολόγος και όχι σαν κάποιος που θα διδάξει τρίλιες και ρουλάδες.
Βαγγέλης Χατζησίμος: Μαθαίνουμε στα παιδιά μία αν θέλετε (μπορεί να ακουστεί λίγο βαριά η κουβέντα) τη συνθήκη προσέγγισης του μουσικού γεγονότος, μαθαίνουμε στα παιδιά αν θέλετε τη φιλοσοφική πλευρά που έχει η τέχνη. Γιατί τέχνη και φιλοσοφία έχουν το ίδιο αντικείμενο, απλώς ο τρόπος που το προσεγγίζουν είναι διαφορετικός. Η φιλοσοφία χρησιμοποιεί την νόηση, η τέχνη χρησιμοποιεί το θυμικό, αλλά ο στόχος είναι ο ίδιος: να απαντήσει στα μεγάλα ερωτήματα “ποιος είμαι, γιατί είμαι έτσι και πού πάω”. Κάθε φορά που το απαντάω, το ερώτημα επαναδιατυπώνεται.

»Γιατί γίνεται όλη αυτή η δουλειά, θα μου πείτε, γιατί ταλαιπωρούμε τα παιδιά να μπαίνουν σε μία τέτοια διαδικασία; Διότι δεν πιστεύω ότι σήμερα μπορείς να βγεις σε μια απαιτητική αγορά εργασίας με το να είναι απλώς ένας εκπαιδευμένος παραγωγός ήχου. Αυτό που θέλουμε να γίνει πάνω στη σκηνή είναι να υπάρχει ένας ενδιαφέρων καλλιτέχνης. Ιδίως από τη στιγμή που υπάρχει η ηχογράφηση, οποιοδήποτε ρόλο αναλάβουμε να τραγουδήσουμε, τον έχουν πει καλύτερα από μας. Ο κόσμος στην ουσία δεν έχει ανάγκη να έρθει να ακούσει από μας, έχει ανάγκη να έρθει να δει την ανασύνθεση αυτού του γεγονότος, που θα είναι και το ακουστικό και το οπτικό και η δράση του και το εικαστικό του κομμάτι, όλο αυτό το πράγμα, αυτή την μίμηση πράξεως.

Νικολέτα Φιλόσογλου: «Ο ρόλος του σκηνοθέτη στην όπερα είναι να αφηγηθεί μία ιστορία με αφετηρία το λιμπρέτο,  παντρεύοντάς  την με το εκάστοτε μουσικό έργο και την εποχή του».

– Μπορείτε να μας δώσετε και ένα παράδειγμα από το έργο που θα παιχτεί;
Βαγγέλης Χατζησίμος: Το έργο που κάνουμε τώρα “Οι Καπουλέτοι και οι Μοντέγοι” (Μπελίνι) είναι ένα από τα εμβληματικά έργα του belcanto, που είναι ο πρώιμος ρομαντισμός στην ιταλική όπερα. Έχει συγκεκριμένους κανόνες και λέγεται μπελκάντο (= όμορφο τραγούδι) επειδή οτιδήποτε συμβαίνει σαν δράση, σαν χαρακτήρας, σαν καταστάσεις πάνω στη σκηνή, περνάνε όλα και διευθύνονται μέσα από μία μελωδική γραμμή, η οποία μπορεί να είναι ατομική, μπορεί να είναι ομαδική, μπορεί να είναι στην ορχήστρα αλλά είναι πάντα το πιο πρωτογενές στοιχείο. Οπότε πρέπει  να αποκρυπτογραφήσουμε αυτό το στοιχείο ώστε να αποκτήσει μία ενότητα από μέρος σε μέρος και στο τέλος αυτό το πράγμα να ανθίσει και να έχει την λειτουργικότητα ενός ρόλου στη σκηνή.

– Ποιος είναι ο ρόλος του σκηνοθέτη στην όπερα;
Νικολέτα Φιλόσογλου: Ο ρόλος του σκηνοθέτη στην όπερα είναι να αφηγηθεί μία ιστορία με αφετηρία το λιμπρέτο,  παντρεύοντάς  την με το εκάστοτε μουσικό έργο και την εποχή του. Αυτό που πρέπει να επισημάνω όμως είναι πως στο συγκεκριμένο πρόγραμμα έχουμε να κάνουμε κάθε φορά με μία ομάδα νέων ερμηνευτών που τους λείπει η σκηνική εμπειρία, άρα ο ρόλος του σκηνοθέτη διαφοροποιείται δραστικά ως προς την κατεύθυνση της ερμηνευτικής διδασκαλίας και της υποκριτικής.

»Και στην  πρώτη αλλά και στη δεύτερη συνεργασία μου με το πρόγραμμα “Οι Νέοι της όπερας” συνάντησα και γνώρισα στο τελευταίο μέρος του εκπαιδευτικού προγράμματος τους μαθητές – μαζί τους διανύω περίπου 1,5 μήνα προετοιμασίας για την παράσταση, αυτός είναι ο χρόνος που θα συναντήσουν και στην επαγγελματική τους ζωή για τις σκηνικές δοκιμές,  γι’ αυτό το τονίζω. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του καθενός που μπορούν να ανθίσουν, τα αντανακλαστικά, η ευαισθησία, η αντίδραση στα ερεθίσματα που παίρνουν μέσα σε αυτό το διάστημα, με βάση πάντοτε το συγκεκριμένο μουσικό έργο που υπηρετούμε κάθε φορά, είναι παράγοντες καθοριστικοί για το αποτέλεσμα του συνόλου της δουλειάς μας. Βέβαια εδώ πρέπει να επισημάνω ότι η συνεργασία μου με τον Βαγγέλη ξεκινάει πολύ πριν συναντηθώ με τους ερμηνευτές, καθώς έχουμε αποφασίσει από κοινού με όρους δραματουργίας και αισθητικής τον στόχο της παράστασης.

Βαγγέλης Χατζησίμος:  Σε αυτό να προσθέσω ότι δεν είναι αισθητική επιλογή ότι θέλουμε να κάνουμε κάτι παραδοσιακό ή συντηρητικό, αλλά ότι οι στόχοι του προγράμματος είναι εκπαιδευτικοί. Δηλαδή δεν κατεβάζουμε αισθητική άποψη, αλλά φροντίζουμε όπως είπα πριν να δώσουμε εργαλεία με τα οποία θα μπορέσουν να πραγματοποιήσουν πάνω σε μία σκηνή ένα οποιοδήποτε έργο. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει σε μία παραγωγή μέσα να μάθω να τοποθετούμαι πάνω στη σκηνή σε σχέση με το μαέστρο, γιατί πρέπει να τον βλέπω, ή ας πούμε, πώς περιγράφω μία κατάσταση με μία κίνηση ή πως κάτι δεν δηλώνεται ευθέως αλλά δηλώνεται με μία μεταφορά.  Άρα είναι ένα μικτό πράγμα γιατί ακριβώς έχει σκοπό εκπαιδευτικό.

«Μαθαίνουμε στα παιδιά αν θέλετε τη φιλοσοφική πλευρά που έχει η τέχνη», αναφέρει ο Βαγγέλης Χατζησίμος.

– Οπότε φτάνουμε στο κρίσιμο ερώτημα. Σε μία παραγωγή τι κάνει ο σκηνοθέτης και τι κάνει ο μαέστρος· ποιος ερμηνεύει το έργο;
Βαγγέλης Χατζησίμος: Σε μια παραγωγή επαγγελματική, πρώτον, δεν υπάρχει vocal coach, δεύτερον, το αισθητικό αποτέλεσμα είναι σύμπραξη του μαέστρου και του σκηνοθέτη. Εδώ είναι τριαδικό, δηλαδή βγαίνει μία κοινή συνισταμένη από τον συντονιστή του προγράμματος και από τον μαέστρο και από τον σκηνοθέτη που συμπράττει. Βέβαια και με τον σκηνογράφο, και γενικά υπάρχει μία ομαδικότητα στο όλο επί του αποτελέσματος

Νικολέτα Φιλόσογλου: Υπάρχει ένας πυρήνας ανθρώπων. Ο Βαγγέλης ξεκινάει από την ερμηνευτική προετοιμασία,  μουσικά άρα και τεχνικά. Ακολουθώ εγώ με την σκηνική ερμηνεία. Υποκριτική, άρα και τεχνική. Προστίθεται  στο κομμάτι το αισθητικό αυτό που λέμε στην όψη της παράστασης και η Αλεξία Θεοδωράκη, που της δυσκολεύω τη ζωή καθώς αλλάζω ιδέες κατά τη διάρκεια των δοκιμών… Φέτος στην συγκεκριμένη παράσταση έχουμε στην κίνηση και την χαρισματική  Σταυρούλα Σιάμου. Eίναι μία συνεργασία, είναι μία ομαδική δουλειά όπου εκεί μέσα καθένας με το μικρό του μέρος υπηρετεί το σύνολο της παράστασης. Και άρα κάτι σπάνιο και πανάκριβο στις μέρες μας.

Βαγγέλης Χατζησίμος:  Ένας  καλλιτέχνης που πάει σε ένα θέατρο ως επαγγελματίας θα μάθει το ρόλο του,  θα αναλύσει το ρόλο του κατά κύριο λόγο μόνος του και θα συνεργαστεί με το σκηνοθέτη μετά.  Σε μας εδώ από την πρώτη ημέρα που ανοίγουμε το βιβλίο και διαβάζουμε το πρώτο μέρος της μουσικής είναι κοντά και ο vocal coach και ο μαέστρος ώστε όλο αυτό το πράγμα να πάρει από την αρχή τη κατεύθυνση που έχουν αποφασίσει και με το σκηνοθέτη, που μπορεί να μην είναι από την αρχή στις μουσικές πρόβες, αλλά το έχουμε αποφασίσει από πριν το πώς θα το οδηγήσουμε το κάθε πράγμα Οπότε υπάρχει μία ενότητα, η οποία αν θέλεις είναι και το ζητούμενο.

– Περιγράφετε μία ιδανική κατάσταση ή μία κοινή πρακτική; Υπάρχουν περιπτώσεις σύγκρουσης ανάμεσα στην βούληση ενός πολύ μεγάλου σκηνοθέτη ή τραγουδιστή ή μαέστρου;
Βαγγέλης Χατζησίμος:  Ως επαγγελματίας έχω ζήσει τέτοιες καταστάσεις, αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε στους συντελεστές, τους εκπαιδευτές να το πω έτσι του προγράμματος, είναι να αφαιρέσουμε κατά κάποιο τρόπο το υπερβάλλον κομμάτι του εγώ που θα οδηγούσε σε συγκρούσεις και να κάνουμε μία σύνθεση Αν θέλεις αυτό έχει και έναν πειραματικό χαρακτήρα, δηλαδή είναι και μία πρόταση.

Ο συνθέτης Γιώργος Κουβαράς διδάσκει στους μαθητές μουσική ρητορική.

Για κάποιον που προέρχεται από το χώρο του πεζού θεάτρου, όπου ο σκηνοθέτης είναι κύριος, αυτός ο συλλογικός τρόπος εργασίας  αποτελεί μια πρόκληση;
Νικολέτα Φιλόσογλου:  Ανήκω στην κατηγορία των δημιουργών που πάντοτε είναι με το μέρος αυτών που θα εκτεθούν στη σκηνή, σε αυτό που στο θέατρο το ονομάζουμε “η τέχνη του τώρα”.  Εμάς εκτίθεται το σύνολο της δουλειάς μας, αλλά δεν είμαστε εμείς με τη φυσική μας παρουσία αυτοί που είμαστε εκεί επάνω. Άρα ξεκινώ να δημιουργώ πάντοτε  από τη θέση και τη σκοπιά αυτού που θα είναι πάνω στη σκηνή.

»Με όρους όχι ηθικής, αλλά υπεράσπισης της καλλιτεχνικής τους ύπαρξης, γιατί αυτοί είναι πάνω στο σκηνικό, αυτοί είναι που θα υπηρετήσουν ενδεχομένως μία δυσκολία σε σχέση με την ορχήστρα, μία δυσκολία σε σχέση με τις θέσεις που θα τοποθετηθούν,  αν θέλεις σε σχέση με το μόνιτορ, με πρακτικά, πεζά πράγματα, όμως αναγκαία για τη λήψη αποφάσεων. Επίσης αν το κοστούμι που θα διαλέξουμε τους δυσκολεύει σε κάποια στιγμή να κινηθούν, ή μία χορογραφία τους ζορίζει να τραγουδήσουν, εκεί λοιπόν  ο ρόλος του σκηνοθέτη είναι καθοριστικός, ώστε όλοι οι συνεργάτες να συμπράξουν. Δίνει έναν τόνο. Πόσο μάλλον όταν συζητάμε για νέους.

Βαγγέλης Χατζησίμος:  Συνεχίζοντας αυτό που είπε η Νικολέτα, όλες αυτές οι δυσκολίες είναι πράγματα που ένας νέος καλλιτέχνης πρέπει να αποκτήσει τον τρόπο να τα αντιμετωπίζει. Γιατί όλα αυτά την πρώτη φορά που θα τα αντιμετωπίσει μπορεί να είναι τραυματικό. Αυτό θέλουμε να το αποφύγουν τα παιδιά, να μάθουν από πριν πού είναι οι παγίδες, πού είναι τα αγκάθια, πού είναι οι δυσκολίες.

Βαγγέλης Χατζησίμος: «ξεκινάμε δηλαδή την ανάλυση στα παιδιά από το πώς δομείται ο λόγος από τη συλλαβή, από τη λέξη, από την πρόταση, από το νόημα, από τη φράση,ως μια ενότητα πάντα. ».

– Σε αυτή τη συνεργασία υπάρχει κάποια μεταφορά εμπειρίας από το θέατρο λόγου στην όπερα, και αντίστροφα;
Νικολέτα Φιλόσογλου: Και τα δύο, γιατί αυτό που συμβαίνει τουλάχιστον με μένα είναι ότι κουβαλάω από την πρόζα στην όπερα την λειτουργία της  ανάγνωσης. Γιατί εμείς στην πρόζα κάνουμε μία ανάγνωση. Στο εδώ και τώρα. Μιλώντας το 2019 μπορείς να συνομιλείς είτε με τον 5ο αιώνα  είτε με τον 18ο είτε  με το 19ο αιώνα. Αυτό έχει τεράστιο ενδιαφέρον σ’ αυτήν τη δουλειά γιατί  ως  σύγχρονοι συνδιαλεγόμαστε κάθε φορά κυρίως με  μακαρίτες που επιλέγουμε να ανοίξουμε έναν  διάλογο με το έργο τους. Εμείς λοιπόν πρέπει  να δημιουργούμε τις προϋποθέσεις ώστε να ενταχθούν και οι νέοι ερμηνευτές σε αυτήν την διαδικασία.

Βαγγέλης Χατζησίμος: Σε αυτό έχουμε την βοήθεια ενός εξαιρετικού συνεργάτη, που είναι ο συνθέτης Γιώργος Κουβαράς,  ο οποίος διδάσκει στα παιδιά ένα αντικείμενο το οποίο θα ακουστεί λίγο περίεργο, τους διδάσκει μουσική ρητορική, δηλαδή πως δομείται η ερμηνεία ενός ρόλου μέσα από συγκεκριμένους κανόνες που ξεκινάνε από τη ρητορική όπως την περιγράφει ο Αριστοτέλης στο βιβλίο του για τη ρητορική.

»Και εγώ και ο μαέστρος και ο Γιώργος Κουβαράς συνειδητά μεταφέρουμε πράγματα της πρόζας στη δόμηση του μουσικού αποτελέσματος, με την έννοια όχι μόνο της ερμηνείας αλλά και της κατασκευής, ξεκινάμε δηλαδή την ανάλυση στα παιδιά από το πώς δομείται ο λόγος από τη συλλαβή, από τη λέξη, από την πρόταση, από το νόημα, από τη φράση,ως μια ενότητα πάντα. Η Νικολέτα το έχει ακούσει πολλές φορές ότι το τραγούδι δεν είναι τίποτε άλλο παρά λόγος με συγκεκριμένο ρυθμό και συγκεκριμένη τονικότητα. Αν αναλογιστούμε τις τονικότητες που χρησιμοποιούμε όταν μιλάμε, το τραγούδι είναι πάρα πολύ πιο απλό στην κατανόηση. Αυτό είναι ένα από τα βασικά στοιχεία που προσπαθούμε να περάσουμε στα παιδιά.

«Οι Καπουλέτοι και οι Μοντέγοι του Μπελίνι είναι ένα από τα εμβληματικά έργα του belcanto, που είναι ο πρώιμος ρομαντισμός στην ιταλική όπερα», καταλήγει ο Βαγγέλης Χατζησίμος.

– Να πούμε τέλος ποια είναι η ταυτότητα της παράστασης;
Βαγγέλης Χατζησίμος: Καταρχάς είναι η όπερα I Capuleti e i Montecchi (Καπουλέτοι και Μοντέκκοι) του Μπελίνι σε λιμπρέτο του Φελίτσε Ρομάνι. Δεν έχει πάρα πολύ σχέση το έργο με τον “Ρωμαίο και Ιουλιέτα του Σαίξπηρ”, η δράση είναι περισσότερο επικεντρωμένη στην μεσαιωνική Ιταλία και στην διαμάχη Γουέλφων και Γιβελίνων, ο Ρωμαίος είναι πρόμαχος των “κακών¨ , δηλαδή όχι αυτών που υποστηρίζουν την ανεξαρτησία των ιταλικών πόλεων, γιατί στο συγκεκριμένο περιβάλλον που το έχει τοποθετήσει ο συνθέτης και την εποχή που το έγραψε, το 1830, το μεγάλο ζήτημα στην Ιταλία ήταν η ανεξαρτησία. Ρωμαίος είναι η Ιουλία Σπανού, είναι ρόλος για μέτζο σοπράνο, Ιουλιέτα είναι η Λιάνα Κοκόση, και μας κάνει την μεγάλη χάρη και τιμή ο πρωταγωνιστής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής ο Γιάννης Χριστόπουλος να ερμηνεύσει τον Τεμπάλντο, ρόλο που τον είχε ερμηνεύσει και πάρα πολύ καλά στο Μέγαρο Μουσικής (παραγωγή ΕΛΣ 2015).  Καπέλλιο είναι ο Γιώργος Παπαδημητρίου, είναι περσινό μας παιδί στις δύο παραγωγές που κάναμε. Λορέντζο κάνει ο Μαρίνος Ταρνανάς, ο οποίος είναι ένας εξαιρετικός νέος βαρύτονος, και τα υπόλοιπα μέλη του προγράμματος συμμετέχουν στο χορωδιακό σύνολο που πλαισιώνει την παράσταση. Τη διεύθυνση της ορχήστρας και της χορωδίας έχει ο Μιχάλης Παπαπέτρου και τη σκηνοθεσία η Νικολέτα Φιλόσογλου φυσικά, η οποία είναι εξαιρετική φίλη και συνεργάτης, και την  σκηνογραφία, το οπτικό μέρος της παραγωγής έχει η Αλεξία Θεοδωράκη, που μέχρι στιγμής ήταν σε όλες τις παραγωγές του προγράμματος, διότι πέρα από την πολύ ωραία αισθητική που δίνει συνήθως στις παραγωγές της είναι και ένας εξαιρετικά πρακτικός συνεργάτης, δηλαδή είναι ο άνθρωπος ο οποίος δίνει πρακτικές λύσεις.

Νικολέτα Φιλόσογλου: Φέτος  έχουμε να κάνουμε με έναν εμφύλιο. Όσον αφορά την όψη της παράστασης, προτείνουμε μία αναγνωρίσιμη αναπαράσταση της εποχής, χωρίς να επιδιώκουμε κάποια ιστορικιστική λεπτομέρεια. Αντίστοιχα κινηθήκαμε και στην περυσινή παραγωγή, το δίπτυχο Πουτσίνι. Αλλά αυτό που ευελπιστούμε είναι να βάλουμε κάποια ερωτήματα στον θεατή,- στον Έλληνα θεατή  -σε σχέση με το ζήτημα μιας εμφύλιας σύγκρουσης. Ποιο είναι το διακύβευμα ; Και ποιο το τίμημα; Το συγκρουσιακό εμείς οι Έλληνες κιόλας το έχουμε στο DNA μας και το γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά, το έχουμε πληρώσει. Ματώσαμε. Αλλά έπειτα έρχεται ο θάνατος που σαρώνει. Και σου λέει ότι υπάρχει ένα όριο κι εκεί νομίζω ότι μπορούμε να σιωπήσουμε.

 

Διαβάστε ακόμα: Ξεχάστε τον Ολυμπιακό, ο Πειραιάς θα γεμίσει σε λίγες μέρες από μουσικές και πιάνα.

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top