Mε βρετανικό φλέγμα και ελληνικό στυλ.

Ο Oscar Wilde ήξερε από σκάνδαλα. Ήταν οικογενειακή παράδοση. Είχε δει τη μητέρα του, την αστραφτερή «Σπεράντζα», περισσότερο ηρωίδα παρά μητέρα, πασιονάρια του Σιν Φέιν, ποιήτρια διαπρεπής, κοσμική και καλλιεργημένη, να σέρνεται στη λάσπη από μια φοιτήτρια που καυχιόταν ότι βιάστηκε από τον σύζυγό της, τον αξιότιμο Σερ Ουίλιαμ Ουάιλντ, θεράποντα ιατρό της Αυτού Μεγαλειότητας βασίλισσας Βικτώρια, άνθρωπο φασαριόζο και βρόμικο. «Γιατί τα νύχια του Sir William είναι μαύρα;» ρωτούσαν στο Δουβλίνο. «Γιατί ξύνεται» ήταν η απάντηση.

Ωστόσο, φημισμένος χειρουργός καθώς ήταν, πρέπει να διέθετε και κάποια γοητεία, αφού δεν του έλειπαν οι κατακτήσεις. Εξάλλου είχαν κάνει 3 παιδιά με την Τζέιν «Σπεράντζα» Έλτζι, η οποία επαίρετο πως καταγόταν από τον Δάντη. Μυθομανής πρώτης τάξης. Το κοράκι αφήνει ασμένως να συρθεί σε δίκη για συκοφαντική δυσφήμιση. Με αποτέλεσμα τα άπλυτα της οικογένειας Ουάιλντ να βγουν στα φόρα. Δεν θα μπορούσε κάποιος να κατανοήσει τη διφορούμενη στάση του Όσκαρ κατά τη διάρκεια της δικής του δίκης του το 1895, αν δεν αναλογιστεί την οδύνη του ως παιδιού μπροστά σε μια ταπεινωμένη μητέρα κι έναν πατέρα φερόμενο ως διαβολικό.

H μητέρα του ήθελε κόρη. Δεν πειράζει. Ο Όσκαρ θα είναι κορίτσι.

Μετά τη γέννηση του πρωτότοκου Ουίλι, η Σπεράντζα ήθελε μια κόρη. Αντ’ αυτού, θα προκύψει στις 16 Οκτωβρίου 1854 ο Όσκαρ Φίνγκαλ Ο’ Φλάχερτι Ουίλς Ουάιλντ. Δεν πειράζει. Ο Όσκαρ θα είναι κορίτσι. Για τη Σπεράντζα, η πραγματικότητα δεν υπάρχει. Δεν είναι παρά ένα απόβλητο του ονείρου της. Ο Όσκαρ θα περάσει τη ζωή του προσπαθώντας να το επιβεβαιώσει, να φέρει βόλτα την παραδοξότητα, ν’ ανακατέψει την τράπουλα, ν’ απλώσει ένα φλου αρτιστίκ επί παντός επιστητού.

«Αν θες να πεις στους ανθρώπους την αλήθεια, κάν’ τους να γελάσουν, αλλιώς θα σε σκοτώσουν», έλεγε ο Wilde (Φωτογραφία: guardian.co.uk).

Σπαράγματα

Έτσι, ο μικρός Όσκαρ ντύνεται με γυναικεία ρούχα. Δεν τρέχει, δεν σκαρφαλώνει σε δέντρα. Είναι 5 χρόνων όταν γεννιέται η μικρή του αδελφή, αληθινό κορίτσι τούτη τη φορά, η Ίζολα, που θα γίνει το άλλο του μισό, ο παιδικός του έρωτας. Αλλά δεν αλλάζει ρούχα. Είναι 13 όταν η Ίζολα πεθαίνει. «Όλη μου η ζωή θάφτηκε μαζί της», θα πει. Αυτό το θέμα του «διπλού» είναι που θα στοιχειώσει το έργο του και θα του προσδώσει όλο του το στοχαστικό βάθος.

Την αλήθεια αμφισβητούσε πάντα ο Ουάιλντ. Της αρνείται το προνόμιο να είναι ανώτερη του ψεύδους. Η σωστή κουβέντα δεν είναι σωστή επειδή είναι αληθής, αλλά επειδή είναι αστεία, και κυρίως επειδή εμποδίζει τη σοβαρή συζήτηση, το ειλικρινές ερώτημα, διότι πνίγει την αγωνία με το γέλιο. «Αν θες να πεις στους ανθρώπους την αλήθεια, κάν’ τους να γελάσουν, αλλιώς θα σε σκοτώσουν».

Το έργο του Ουάιλντ μπορεί να παραβληθεί μ’ ένα σκηνικό οφθαλμαπάτης (Φωτογραφία: nyt.com).

Το ερώτημα δεν είναι «Τι είναι η αλήθεια για τον Όσκαρ Ουάιλντ», αλλά «Ποιο είναι το νόημα αυτής της αλήθειας». Ο μισογυνισμός του Ουάιλντ, για παράδειγμα, έχει μείνει ιστορικός. Η περιφρόνηση που επιδεικνύει για το γυναικείο φύλο μπορεί να συγκριθεί με τη διασκεδασμένη απανθρωπιά των επισκεπτών του ζωολογικού κήπου. «Οι γυναίκες μάς αγαπούν για τα ελαττώματά μας. Αν έχουμε ελαττώματα, θα μας συγχωρέσουν τα πάντα, ακόμα και την ευφυΐα μας». Αλλά τα νερά είναι πιο θολά απ’ ό,τι φαίνονται. Μπορεί να μισεί (ή να φοβάται) τις γυναίκες, αλλά κατατρύχεται από τη θηλυκότητα, περιτριγυρισμένος από μπιμπελό και μπουκαλάκια. Το φάντασμα της Σπεράντζας δεν το ξορκίζεις, όπως και του Κάντερβιλ, βάφοντας τους τοίχους.

Ενας τζέντλεμαν δεν επιτρέπεται να ελπίζει. Κουβαλάει τους προσωπικούς του δαίμονες και μετατρέπει τον ντουνιά σε κόλαση.

Πώς να ξεχωρίσεις την αλήθεια από το ψέμα όταν σου έχουν αρνηθεί, εμπαίξει τη διαφορά των φύλων; Το έργο του Ουάιλντ μπορεί να παραβληθεί μ’ ένα σκηνικό οφθαλμαπάτης. «Ο άνθρωπος είναι λιγότερο ο εαυτός του όταν μιλάει ως ο εαυτός του. Δώσ’ του μια μάσκα και θα σου πει την αλήθεια». Ο Ουάιλντ δεν σταματά να «ομολογεί», αλλά ομολογώντας αφαιρεί από τις λέξεις το βάρος τους –αυτή είναι η λειτουργία του ευφυολογήματος. Δεν πρόκειται για το χιούμορ του μπουφόνου που λέει πως ο βασιλιάς είναι γυμνός. Ο Ουάιλντ βρίσκει τον βασιλιά μάλλον κακοντυμένο.

Λύτρωση δεν προβλέπεται: ένας τζέντλεμαν δεν επιτρέπεται να ελπίζει. Κουβαλάει τους προσωπικούς του δαίμονες και μετατρέπει τον ντουνιά σε κόλαση. Κόλαση, σύμφωνοι, αλλά πίνοντας σαμπάνια, μ’ ένα πράσινο γαρύφαλλο στην μπουτονιέρα κι ένα πελώριο δαχτυλίδι σε σχήμα σκαραβαίου στο χέρι, πορφυρό σακάκι φοδραρισμένο με σατέν στο χρώμα της λεβάντας, δαντελένιους φιόγκους, σκαρπίνια με αγκράφα, γούνες. «Μόνο οι ρηχοί άνθρωποι δεν κρίνουν από την εξωτερική εμφάνιση. Το πραγματικό μυστήριο του κόσμου είναι το ορατό». Δανδής, προβοκάτορας, εστέτ και πομπώδης, ο Ουάιλντ μεγάλυνε κάθε στιγμή της ύπαρξής μέχρι την ώρα της καταστροφής. Η ζωή και το έργο του είναι μια αλχημεία του μπρίο και της σύγχυσης, του θράσους και του βάθους, της ματαιότητας και της πολυμάθειας.

Η ζωή και το έργο του είναι μια αλχημεία του μπρίο και της σύγχυσης, του θράσους και του βάθους, της ματαιότητας και της πολυμάθειας (Φωτογραφία: tcd.ie).

Ο συγγραφέας-εστέτ

Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90, βασιλεύει στο Παρίσι, όπως είχε κάνει πιο πριν στη Νέα Υόρκη. Μόλις έχει εκδοθεί το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι και θα ακολουθήσει η Σαλώμη, γραμμένη σε άψογα γαλλικά, φόρος τιμής στη Σάρα Μπερνάρ. Ο Μαλαρμέ τον θαυμάζει, ο Ζαν Μορεάς τον θέλει στους συμβολιστές, ο Μαρσέλ Σβομπ κι ο Πιέρ Λουίς του αφιερώνουν τα βιβλία τους, η πριγκίπισσα του Μονακό τον δεξιώνεται. Οι εκκεντρικότητές του είναι διαβόητες, αλλά χαίρει σεβασμού από τους ομολόγους του και το έργο του δίνει το έναυσμα για ένα ρεύμα σκέψης που τέρπει τα λογοτεχνικά περιοδικά.

Στα σαλόνια, οι πάντες εκστασιάζονται. Τα ευφυολογήματά του θεωρούνται επικά.

Στα σαλόνια, οι πάντες εκστασιάζονται. Τα ευφυολογήματά του, όπως εκείνα ενός Αλφόνς Αλέ, θεωρούνται επικά, σε σημείο που η περίφημη τραγουδίστρια Υβέτ Γκιλμπέρ, επίσης γνωστή για τις ατάκες της, θέλει να τον δοκιμάσει όταν τον συναντά στο σαλόνι του Ρώσου πρίγκιπα Τρουμπετσκόι. «Αληθεύει, κύριε Ουάιλντ, ότι είμαι η πιο άσκημη γυναίκα της Γαλλίας;» Κι εκείνος, σκύβοντας να φιλήσει το χέρι που του τείνει, απαντά με τη συνήθη του αβρότητα: «Του κόσμου, Κυρία μου, του κόσμου!»

Τον Ιανουάριο του 1895 –λίγο πριν από το σκάνδαλο που θα τον μετατρέψει σε παρία και θα τον διαλύσει ψυχικά- ο Ουάιλντ περνάει τον καιρό του στην Μπλιντά, στην Αλγερία, παρέα με τον λόρδο Άλφρεντ Ντάγκλας. Ο Αντρέ Ζιντ που «πέρναγε από κει» δειπνεί μαζί τους, μαγεμένος και έντρομος. Λίγες μέρες αργότερα, ξαναβρίσκονται στο Αλγέρι. Ο Ζιντ ακολουθεί τον υψηλόκορμο Ουάιλντ στα σοκάκια της κάσμπα ώσπου να φτάσουν σ’ ένα μικρό διαμέρισμα. «Δύο έφηβοι ερχόντουσαν στο κατόπι, καθένας τους τυλιγμένος σ’ ένα μπουρνούζι που του έκρυβε το πρόσωπο. Ο οδηγός μάς αφήνει. Ο Ουάιλντ με πάει στο δωμάτιο στο βάθος μαζί με τον μικρό Μοχάμεντ κι εκείνος κλείνεται με κείνον που έπαιζε τουμπελέκι στο πρώτο. Από τότε, κάθε φορά που αναζητούσα την ηδονή, ανέσυρα την ανάμνηση εκείνης της νύχτας», θα γράψει.

Βγαίνοντας από την κόλαση της φυλακής, έχοντας χάσει την περιουσία του και με τη γυναίκα του να έχει καταφύγει στην Ελβετία, θα επιζήσει για μερικά χρόνια ακόμα, κυρίως στη Γαλλία (Φωτογραφία: britannica.com).

Ο Ουάιλντ επιδίωξε την τιμωρία. Το γράφει. Τα γεγονότα το αποδεικνύουν.

Σεβαστιανός Μέλμοθ

Αυτό που στον Ουάιλντ μετατρέπει το προσωπικό δράμα σε θεαματικό πεπρωμένο είναι η σφοδρή σύγκρουση μεταξύ της μικρότητας του πραγματικού – των δικαστηρίων, της αγγλικής πολιτικής- και του δικού του μαζοχισμού. Το δράμα των ομοφυλόφιλων δεν είναι μόνον ο κοινωνικός αποκλεισμός, του οποίου υπήρξε μάρτυρας, αλλά η ασύνειδη εσωτερίκευση αυτής της αδικίας, όπως έγινε και με το AIDS. Το αίσθημα του αμαρτωλού δεν είναι απόδειξη της αμαρτίας, όπως και η βεβαιότητα δεν είναι απόδειξη της αλήθειας. Ωστόσο, ο Ουάιλντ επιδίωξε την τιμωρία. Το γράφει. Τα γεγονότα το αποδεικνύουν.

Ο μαρκήσιος του Κουίνσμπερι, πατέρας του εραστή του Άλφρεντ Ντάγκλας, δεν σταματά να τον καταδιώκει. Στάζει τη χολή του σ’ όλο το Λονδίνο. Μια μέρα, του αφήνει ένα μπιλιετάκι σπίτι του όπου τον αποκαλεί «σοδομιστή». Η προσβολή δεν γίνεται δημόσια. Ο Ουάιλντ θα μπορούσε να το αφήσει να πέσει κάτω. Όμως, είναι εκείνος που θα επιτεθεί στον Κουίνσμπερι κατηγορώντας τον για συκοφαντία, βάζοντας έτσι σε λειτουργία έναν ελεεινό μηχανισμό που θα τον τσακίσει. Νόμιζε πως η ευφράδειά του θα νικήσει. Άραγε, πόσα εξαίσια κείμενα μας στέρησε η τρέλα του;

Πριν από τη δίκη, ο Ουάιλντ ήταν ακόμα ο πρωτοψάλτης της ντιστενγκέ παρακμής του τέλους του αιώνα. Το 1884, παντρεύτηκε την Κονστάνς Λόιντ, μια νεαρή κοπέλα «λευκή και ευλύγιστη σαν κρίνος», τρελά ερωτευμένη μαζί του, με την οποία κατάφερε να κάνει δυο παιδιά, τον Κύριλλο και τον Βίβιαν. Για κάποιο διάστημα, βάζει τα δυνατά του να πιστέψει σ’ αυτήν την μπουρζουά μυθοπλασία. Δυστυχώς, το κορμάκι της Κοστάνς «παραμορφώνεται φρικτά» από τις εγκυμοσύνες. Προσπαθεί να φερθεί σωστά απέναντί της, να την αγγίξει, να την αγκαλιάσει… Χαμένος κόπος: «Ο έρωτας είναι δυνατός για τον καλλιτέχνη μόνον αν είναι στείρος».

Με τον Lord Alfred Douglas (Φωτογραφία: Hulton Archive).

Επιχειρεί να συμβιβαστεί. Εγκαταστημένος στο πολυτελές του σπίτι της Tite Street, συλλέγει μπιμπελό, βιβλία, πίνακες. «Κάθε μέρα γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ανταγωνιστώ τις γαλάζιες πορσελάνες μου», παραδέχεται με ναρκισσισμό. Και διευθύνει ένα περιοδικό μόδας, το The Woman’s World. Στο τέλος, αποφεύγει την Κονστάνς, λείπει από το σπίτι, της λέει ψέματα, της επιβάλλει την παρουσία του νεαρού Ρόμπερτ Ρος, ο οποίος θα καυχηθεί αργότερα πως ήταν «το πρώτο αγόρι που είχε ο Ουάιλντ». Κατσαρώνει και βάφει τα μαλλιά του τακτικά, πουδράρει το πρόσωπό του. «Ζω με τον τρόμο να μην είμαι ακατανόητος». Κάτω από τη γυαλισμένη επιφάνεια του χιούμορ, η απελπισία αποκτά την όψη του δανδισμού.

Στην Ελβετία συνθέτει το τελευταίο του έργο, την Μπαλάντα της φυλακής του Ρέντινγκ. Μετά, σταματάει να γράφει.

Βγαίνοντας από την κόλαση της φυλακής, έχοντας χάσει την περιουσία του και με τη γυναίκα του να έχει καταφύγει στην Ελβετία, θα επιζήσει για μερικά χρόνια ακόμα, κυρίως στη Γαλλία. Εκεί συνθέτει το τελευταίο του έργο, την Μπαλάντα της φυλακής του Ρέντινγκ. Μετά, σταματάει να γράφει. Είναι πλέον πλάνητας, επαίτης, κυνηγημένος, αγνώριστος, ποτισμένος στο αψέντι.

Αλλάζει το όνομά του σε «Σεβαστιανός Μέλμοθ» (Sebastian Melmoth), εμπνευσμένος από τον αγαπημένο του Άγιο Σεβαστιανό του Guido Reni, καθώς και τον ομώνυμο πρωταγωνιστή της γοτθικής νουβέλας Μέλμοθ ο περιπλανώμενος του μακρινού του θείου εξ αγχιστείας Τσάρλς Ματούριν. Έχει πια παχύνει και φέρνει στο νου γερασμένη κοκότα.

Θα πεθάνει στις 30 Νοεμβρίου του 1900 από μηνιγγίτιδα στο hôtel d’Alsace, rue des Beaux-Arts. Στα λιγοστά του υπάρχοντα, ένα συνταρακτικό εύρημα: ένας φάκελλος με μια μπούκλα από τα μαλλιά της νεκρής αδελφής του. Εννιά χρόνια αργότερα, η σωρός του θα μεταφερθεί στο περίφημο κοιμητήριο Père-Lachaise. Στην αυγή του 20ου αι., ο Ουάιλντ θ’ αποτελεί το λυχνάρι για μια ολόκληρη σειρά Ιρλανδών καλλιτεχνών: Τζέιμς Τζόις, Σάμουελ Μπέκετ, Φράνσις Μπέικον…

Ο ελληνικός πολιτισμός είναι ένα νήμα που διατρέχει τα περισσότερα γραπτά του, με τη μορφή αναφοράς ή υπαινιγμού (Σχέδιο: newyorker.com).

Φιλελληνισμός

Από το κελί του στη φυλακή του Ρέντινγκ, ο Ουάιλντ εξομολογείται στον φίλο του Φρανκ Χάρις που έχει έρθει να το επισκεφτεί: «Είμαι ένας Έλληνας σε λάθος εποχή». Ξέρουμε ότι ήταν ένας από τους καλύτερους ελληνιστές της γενιάς του. Στο κάτω-κάτω, είχε γεννηθεί στον αρ. 21 της Westland Row, ακριβώς απέναντι από ένα από τα ωραιότερα ελληνικά αναγεννησιακά κτίρια του Δουβλίνου, τη δωρική εκκλησία του Αγίου Ανδρέα. Επιπλέον, η μητέρα του διάβαζε μεγαλοφώνως Αισχύλο στα Αρχαία Ελληνικά, κι ο πατέρας του ήταν ελληνολάτρης, έχοντας μάλιστα επισκεφθεί τον τόπο.

Στα 12 του, απαγγέλλει ολόκληρα αποσπάσματα από τα έπη του Ομήρου.

Για τον Όσκαρ, πέρα από το σνομπισμό, η ελληνική γλώσσα «έτρεχε στις φλέβες του». Στα 12 του, απαγγέλλει ολόκληρα αποσπάσματα από τα έπη του Ομήρου. Οι επιδόσεις του ως μαθητής στο Βασιλικό Σχολείο Portora είναι εξαιρετικές και οι μεταφράσεις του σε κείμενα του Θουκυδίδη και του Πλάτωνα θα μείνουν αξέχαστες. Κερδίζει το ένα βραβείο μετά το άλλο και γράφει κωμικά ποιήματα στην αττική διάλεκτο. Για κάποιο μυστήριο λόγο, το δοκίμιό του Ελληνισμός παραμένει ανέκδοτο, ενώ οι Γυναίκες του Ομήρου μόλις πρόσφατα κυκλοφόρησαν στο Λονδίνο.

Από κει και μετά, ο ελληνικός πολιτισμός είναι ένα νήμα που διατρέχει τα περισσότερα γραπτά του, με τη μορφή αναφοράς ή υπαινιγμού. Είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομείται η ταυτότητά του ως αισθητιστή, κριτικού και συγγραφέα. «Σε τελική ανάλυση, θα πει, ποιο είναι το κυριότερο χρέος μας στους Έλληνες; Το κριτικό πνεύμα, απλούστατα. Και το πνεύμα αυτό, που το άσκησαν επίσης και σε ζητήματα επιστήμης και θρησκείας, ηθικής και μεταφυσικής, πολιτικής και παιδείας, το άσκησαν επίσης και σε ζητήματα τέχνης. Μας άφησαν το τελειότερο, ως τώρα, σύστημα κριτικής πάνω σε δύο υπέρτατες και ευγενέστατες τέχνες: τη Ζωή και τη Λογοτεχνία».

Το άγαλμά του στην Merrion Square στο Δουβλίνο (Φωτογραφία: irishegyptology.com).

«Ήμουν σχεδόν δεκαέξι χρόνων, όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι το θαύμα και την ομορφιά της αρχαίας ελληνικής ζωής», θα πει.

Το ταξίδι

«Ήμουν σχεδόν δεκαέξι χρόνων, όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι το θαύμα και την ομορφιά της αρχαίας ελληνικής ζωής. Ξαφνικά, μου φάνηκε πως έβλεπα λευκές φιγούρες να ρίχνουν πορφυρές σκιές πάνω στις ηλιόλουστες παλαίστρες, ομάδες γυμνών νέων και νεαρών παρθένων να κινούνται μέσα σ’ ένα βαθύ γαλάζιο φόντο, σα να ήταν πάνω στη ζωφόρο του Παρθενώνα… Από αγάπη σε όλα αυτά, άρχισα να μελετώ ελληνικά με ενθουσιασμό και όσο πιο πολύ τα μελετούσα, τόσο περισσότερο μαγευόμουν».

Αυτά ήταν τα λόγια του Όσκαρ Ουάιλντ όταν επισκέφθηκε την Ελλάδα, τον Απρίλιο του 1877, σε ηλικία 22 ετών, με τον καθηγητή Αρχαίας Ιστορίας και μέντορά του Τζον Μαχάφι, τον οποίο είχε βοηθήσει στη συγγραφή του βιβλίου του Η κοινωνική ζωή στην Ελλάδα από τον Όμηρο μέχρι τον Μένανδρο.

Έτσι, ο σεβασμιότατος Μαχάφι του προτείνει να τον συνοδέψει κατά τη διάρκεια των γιορτών του Πάσχα μαζί με άλλους δυο συμφοιτητές του από το Trinity College (εκ των οποίων ο Τζορτζ ΜακΜίλαν, που δυο χρόνια αργότερα θα ιδρύσει στο Λονδίνο την «Ελληνική Εταιρεία») σ’ ένα από εκείνα τα ταξίδια στην Ιταλία που δεν ήταν μόνο για τον Γκαίτε απαραίτητο συμπλήρωμα, αλλά το επιστέγασμα κάθε κλασικής μόρφωσης.

Από τη Γένοβα όπου αποβιβάζονται, κατευθύνονται προς τη Ραβέννα. Εκεί, ο κύριος καθηγητής αποφασίζει ξαφνικά, αντί να κατεβούν προς Ρώμη, να πάρουν το πλοίο στο Μπρίντιζι με προορισμό την Ελλάδα και να επισκεφτούν τη χώρα. Ήλπιζε ότι το ταξίδι θα βοηθούσε τον προστατευόμενό του να «γλιτώσει» από τον παπισμό και να ασπαστεί παγανιστικές απόψεις. Αρχικά, ο Όσκαρ απογοητεύτηκε, γιατί ήθελε πολύ να βρεθεί στην Αιώνια Πόλη για να θαυμάσει τα μεγαλεία της Καθολικής Εκκλησίας και τον Ποντίφηκα, τον οποίο αργότερα θα περιέγραφε ως «μια λευκή ψυχή σε λευκό φόρεμα». Ωστόσο, δεν αργεί να τον καταλάβει ο ενθουσιασμός.

Η ιστορική φωτογραφία του με τη φουστανέλα τραβήχτηκε στο στούντιο του Πέτρου Μωραΐτη, φωτογράφου της βασιλικής οικογένειας, στην οδό Αιόλου 82.

Η παρέα φτάνει στην Κέρκυρα και ο Ουάιλντ βυθίζεται αμέσως στο πνεύμα του αρχαίου κόσμου, όπως αποδεικνύεται στο ποίημα που έγραψε στο Νησί των Φαιάκων, με τίτλο Santa Decca (Άγιοι Δέκα) –ένα θρήνο για το θάνατο των παλαιών θεών.

Στη συνέχεια, μετά από ένα σύντομο πέρασμα από τη Ζάκυνθο, καταπλέουν στο Κατάκολο, όπου ο Wilde γράφει το ποίημα Impression de Voyage. Από κει, θα κατευθυνθούν προς την Αρχαία Ολυμπία, την οποία ανέσκαπταν εκείνη την εποχή οι αρχαιολόγοι του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου.

Φτάνουν στην Ανδρίτσαινα και περιηγούνται στο ναό του Επικούρειου Απόλλωνα στις Βάσσες. Συνεχίζουν για το Άργος, τις Μυκήνες και την Τίρυνθα, όπου είχε αναλάβει δράση ο Ερρίκος Σλήμαν. Τότε ο Ουάιλντ γράφει Το Θέατρο του Άργους, όπου εμφανίζεται ακόμη πιο θρηνητικός για την περασμένη δόξα της ελληνικής αρχαιότητας.

Με πάντα προσεγμένο ντύσιμο.

Από το Ναύπλιο, πηγαίνουν στο λιμάνι της Επιδαύρου και επισκέπτονται την Αίγινα καθ’ οδόν προς την Αθήνα, όπου η παρέα γίνεται δεκτή από τον βασιλιά Γεώργιο Α΄. Για την Αθήνα γράφει: «Η πόλη των πρώτων πρωινών ωρών, η οποία αναδύεται στο ψυχρό, αγνό, σταθερό φως της αυγής, μια νέα Αφροδίτη που βγαίνει μέσα από τον παφλασμό των κυμάτων». Ο Παρθενώνας ήταν «ο μόνος από τους ναούς, που ήταν τόσο πλήρης, τόσο προσωπικός, τόσο σαν άγαλμα».

Ο Όσκαρ Ουάιλντ έμεινε έξι μήνες στην Ελλάδα. Μάλιστα η αργοπορημένη επιστροφή του είχε ως αποτέλεσμα να αποβληθεί για ένα εξάμηνο από το Κολέγιο Madgalen της Οξφόρδης. Η ιστορική φωτογραφία του με τη φουστανέλα τραβήχτηκε στην πραγματικότητα στο στούντιο του Πέτρου Μωραΐτη (1832- περ. 1888), φωτογράφου της βασιλικής οικογένειας, στην οδό Αιόλου 82.

Χορός

Ο Όσκαρ Ουάιλντ έγινε ο εισηγητής των ρευμάτων του «Αισθητισμού» και του «Παρακμιακού κινήματος». Πίστευε στη «Θεραπευτική Τέχνη» κι όχι στην Τέχνη για την Τέχνη. Εκείνο που ταράζει και συναρπάζει στο έργο όπως και στη ζωή του είναι αυτή η μοιραία εγγύτητα, η μυστική συνενοχή ανάμεσα στα στολίδια και τα σκουπίδια, την ηδονή και την ντροπή, τον άγγελο και τον αλήτη, τη δόξα και το σκάνδαλο. Ένα παιχνίδι αντικατοπτρισμών, λες και δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Λες και το πέρασμα από τη μέρα στη νύχτα γινόταν ακαριαία. Λες και δεν υπήρχαν αποχρώσεις, ούτε μελωδία.

Στο σύμπαν του, μια έξυπνη κουβέντα μπορεί να δικαιολογήσει όλα τα εγκλήματα, μια ταπείνωση μπορεί να σβήσει μια ολόκληρη ζωή.

Στο σύμπαν αυτό, μια έξυπνη κουβέντα μπορεί να δικαιολογήσει όλα τα εγκλήματα, μια ταπείνωση μπορεί να σβήσει μια ολόκληρη ζωή. Οι άνθρωποι δεν είναι παρά ανεμοδείκτες, στριφογυρίζουν ανάλογα με το κατά πού φυσάει ο άνεμος του πάθους. Έτσι, βρίσκεται να επινοεί ξανά και ξανά αυτό το ενώπιος ενωπίω μεταξύ του άσπιλου προσώπου του Ντόριαν Γκρέι και την τρομακτική εικόνα των οικογενειακών μυστικών.

Ο Όσκαρ Ουάιλντ έγινε ο εισηγητής των ρευμάτων του «Αισθητισμού» και του «Παρακμιακού κινήματος».

«Τίποτα δεν επιζεί του γεγονότος ότι λογίστηκε». Αν, παρ’ όλα αυτά, ο Όσκαρ Ουάιλντ είναι μέγιστος, οφείλεται στο ότι το τέχνασμα είναι γι’ αυτόν ο δρόμος της τέχνης, έσχατη πραγματικότητα που υπερβαίνει μέσω του Κάλλους τη διάκριση ανάμεσα στο αληθές και το ψευδές. Αν δεν βρίσκονται στην υπηρεσία της τέχνης, η ευφυΐα και η συγκίνηση δεν έχουν καμιά αξία: ο 19ος αι. είναι μια επινόηση του Μπαλζάκ, η λονδρέζικη ομίχλη υπάρχει χάρη στο πινέλο του Τέρνερ και, στο κάτω-κάτω, τα ηλιοβασιλέματα είναι ντεμοντέ.

Θα ήταν επιπόλαιο να δει κάποιος στον Ουάιλντ μόνον ένα εγκώμιο του φαίνεσθαι, του προσχήματος, της επιφάνειας. Η επιφάνεια για κείνον δεν είναι παρά ένα σημάδι, μια ένδειξη, τα βοτσαλάκια του Κοντορεβυθούλη: ο έφηβος είναι απόδειξη της ομορφιάς, η μουσική απόδειξη του έρωτα, το χιούμορ απόδειξη της ευφυΐας, ο δανδισμός απόδειξη της απελπισίας. Και ούτω καθεξής… Η τέχνη δεσπόζει του πραγματικού και συνάμα το κυοφορεί. Και μεις; Σάμπως δεν είμαστε τα είρωνα αποπαίδια αυτού του «στείρου» καλλιτέχνη;

 

Διαβάστε ακόμα: 170 χρόνια «Μόμπι Ντικ». Ο άνθρωπος μπροστά στο φόβο, τη φύση και το πεπρωμένο του.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top