O Bong Joon-ho κρατώντας ένα από τα βαρύτιμα αγαλματίδια της βραδιάς (Getty Images/Idealimage).

Ο πιο κοντινός παραλληλισμός που μπορείς να κάνεις: ο Bong Joon-ho είναι ο Μπομπ Ντίλαν των κινηματογραφιστών. Προφανώς και όχι επί τη βάσει της κοινής θεματολογίας, του εύρους της θωριάς τους και της καλλιτεχνικής τους επιρροής. Όμως, για να σκεφτούμε λίγο βαθύτερα το θέμα.

Όταν το 2016 ο διάσημος τραγουδοποιός έλαβε το Νόμπελ Λογοτεχνίας, οι «πούροι» της τέχνης αντέδρασαν, καθώς δεν πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις για να θεωρηθεί ποιητής με την τρέχουσα έννοια. Οι περισσότερο ρηξικέλευθοι, όμως, για τους ίδιους ακριβώς λόγους (αλλά με διαφορετικό τρόπο ερμηνευμένους), θεωρούσαν πως ο Μπομπ ήταν ακριβώς αυτή η επιλογή που χρειαζόταν η Επιτροπή για να συνδεθεί -επιτέλους- με τον έξω κόσμο.

Τα ξημερώματα της Δευτέρας (10/2), ο Νοτιοκορεάτης σκηνοθέτης πήρε το βαρύτιμο αγαλματίδιο των Όσκαρ για την ταινία του «Παράσιτα». Για να είμαστε σωστοί: σάρωσε τα βραβεία, καθώς πήρε το βραβείο για την καλύτερη ταινία, αλλά κι αυτό της σκηνοθεσίας. Αυτό το ιδιότυπο «νταμπλ» δεν μπορεί -και δεν είναι- αμελητέο ή τυχαίο. Συνολικά, η ταινία πήρε τέσσερα βραβεία για να συνθέσει ένα κουαρτέτο έκπληξης.

Ήταν όντως; Αναμφίβολα ναι. Οι περισσότεροι θεωρούσαν πως το «1917» του Μέντες θα έκοβε το νήμα σε κάποια από τις βασικές κατηγορίες. Είχε υμνηθεί πολλάκις, είχε πάρει αρκετά βραβεία και διακρίσεις ως τώρα, επομένως, βάσιμα περίμενε να έρθει το επιστέγασμα με κάποιο Οσκαρ.

Κι όμως, έγινε η απόλυτη ανατροπή με αποτέλεσμα τα «Παράσιτα» να γίνουν η πρώτη ξενόγλωσση ταινία στην ιστορία των βραβείων που υποσκελίζει τις μεγάλες παραγωγές του Χόλιγουντ. Μοιάζει να είναι ο τέλειος πολιορκητικός κριός που σπάει τη βαριά θύρα της βιομηχανίας. Ή, αν θέλετε, βάζει κάποια περίεργα παράσιτα στην μέχρι προσφάτως clean cut εικόνα που είχε η Μέκκα του κινηματογράφου για τον εαυτό της.

Οι… υπότιτλοι δεν περιόρισαν τα «Παράσιτα».

Ως προσφάτως, τα Όσκαρ ήταν η αποθέωση του mainstream. Ο Άνταμ Σάντλερ, μια ημέρα πριν από τα Όσκαρ, βραβεύτηκε για την παρουσία του στο «Uncut Gems» στα Ανεξάρτητα Βραβεία Spirit, και στον λόγο του κατακεραύνωσε την comme-il-faut λογική της Επιτροπής. Οτιδήποτε προεξέχει από τη λογική του Χόλιγουντ θεωρείται εξοβελιστέο. Ο κομφορμισμός ήταν πάντα η βασική γλώσσα του εμπορικού κινηματογράφου.

Τα «Παράσιτα» δεν είναι η τυπική ταινία που θα κατανοήσει ο μέσος Αμερικανός. Άλλοι ρυθμοί, ξένες αναφορές, εντελώς διαφορετικές κοινωνικές και καλλιτεχνικές προσλαμβάνουσες. Μπορεί η υπόγεια σάτιρα και οι εμπνευσμένες αλλαγές στην πλοκή να τσιγκλίσουν κάποιους, όμως, όχι, δεν είναι μια ταινία κομμένη και ραμμένη για το μεγάλο κοινό που θα τινάξει το box office στον αέρα.

Για να γίνει ακόμη πιο ευκρινής η διαφορετικότητα της ταινίας: περιέχει υπότιτλους. Οτιδήποτε, λοιπόν, μη αμερικανικό ως τώρα έπεφτε πάνω σε τοίχο. Ήταν το όριο για το αν μια ταινία -όσο καλή κι αν ήταν- θα μπορούσε να μπει στην κεντρική «σάλα». Αυτή είναι η πρώτη φορά που η Επιτροπή σηκώνει τη μπάρα, σβήνει τις διαχωριστικές γραμμές και δεν ασχολείται με το αν μια ταινία μιλάει μια άλλη γλώσσα (κυριολεκτικά και μεταφορικά).

Η Επιτροπή είδε το δάσος κι όχι το δέντρο. Ανοίχτηκε στην μεγάλη κοινωνία που δεν είναι απαραίτητα (μόνο) αγγλόφωνη..

Η ταινία του Bong Joon-ho έχει να κάνει άμεσα με την ανισότητα, την τοξική αδικία που δημιουργεί πόνο στους απλούς ανθρώπους. Την εποχή του γνωστού ως «ασιατικό οικονομικό θαύμα», η τετραμελής οικογένεια Κιμ ζει σε ένα μικρό υπόγειο που πλημμυρίζει με την πρώτη ευκαιρία κι επιβιώνει με μικροδουλειές, σχεδιάζοντας φτηνο-κομπίνες και ελπίζει πως με κάποιο τρόπο θα τα κουτσοκαταφέρει στο μέλλον. Όντως, κάπως έτσι συμβαίνει.

Οταν ο μικρός γιος Κι-γου προσλαμβάνεται ως καθηγητής αγγλικών της μικρής κόρης του κ. Παρκ, τότε αρχίζει να ξεδιπλώνεται ο πυρήνας της ταινίας. Ο Παρκ είναι ένας εύπορο πατριάρχη μιας –επίσης τετραμελούς– οικογένειας, η οποία γρήγορα θα χρειαστεί κι έναν «art therapy» καθηγητή για τον γιο της.

Την ίδια στιγμή, η αδερφή του Κι-γου είναι μαστόρισσα στις πλαστογραφίες και θα παρουσιαστεί στο μοντέρνο κι ευρύχωρο σπίτι των Παρκ ως γνωστή του από το κολέγιο, θα πιάσει δουλειά και θα οργανώσει με τους υπόλοιπους Κιμ την πλήρη «εισβολή» της φτωχής τετράδας στη ζωή της πλούσιας. Η παράδοξη συμβίωση θα ανασύρει στην επιφάνεια τις κοινωνικές αντιθέσεις και τα καλά κρυμμένα μυστικά ενός εκάστου.

Η Επιτροπή είδε το δάσος κι όχι το δέντρο. Ανοίχτηκε στην μεγάλη κοινωνία που δεν είναι απαραίτητα (μόνο) αγγλόφωνη. Ακόμη και κυνικά να το δει κανείς, η επικυριαρχία του Χόλιγουντ δεν πρόκειται να σκιαστεί με μια ταινία που ξεφεύγει από τη νόρμα. Τέτοιου είδους άλλοθι τα χρειάζεται μια βιομηχανία για την έξωθεν καλή μαρτυρία της. Είναι προφανές πως δεν πρόκειται να βλέπουμε κάθε χρόνο ταινίες που βρίσκονται εκτός τωβν τειχών να παίρνουν Όσκαρ. Ενδέχεται αυτή τη στιγμή να περιπτωσιολογούμε.

Ακόμη κι έτσι, όμως, οι αρνητές των Όσκαρ, αυτοί που θεωρούν -και δικαίως- ότι δεν βραβεύονται οι καλύτερες ταινίες, αλλά ένα σύστημα που ανακυκλώνει τον εαυτό του, αυτή τη φορά μάλλον στέκονται αμήχανα σκεπτικοί. Βρε λες να αλλάξουν τα πράγματα; Πιθανότατα όχι, όμως αυτά τα παράσιτα που έριξε στο διάβα του ο Bong Joon-ho δεν θα μείνουν ανενεργά.

 

Διαβάστε ακόμα: Τζούλια Φοξ,  η νέα «αφέντρα» του Χόλιγουντ.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top