Κάνω σήμα στο τρένο για να έρθει σιγανά, όπως λέω / Διπλώνω τα χέρια, γέρνω το κεφάλι μου και κλαίω.
– Chester Himes, Χαμός στο Χάρλεμ
Κάποτε ήταν μια απ’ τις αγαπημένες μου διαδρομές, και οδηγούσε πάντα στον ίδιο τόπο.
Βασιλίσσης Σοφίας – Ηρώδου Αττικού – Βασιλέως Κωνσταντίνου – Πλατεία Προσκόπων, καφές, και τανάπαλιν, αλλά με στροφή πριν το Καλλιμάρμαρο, στα στενά σκαλιά, και περιφορά, ή λιτανεία, στα στενά, ως την Πλατεία Βαρνάβα, στο ταβερνάκι «Μικρή Βουλή».
Τα τελευταία χρόνια, μετά που μετακομίσαμε με την Έλσα, είχα αραιώσει πολύ αυτή τη ρουτίνα. Γι’ αυτό μου έκανε εντύπωση όταν, στις αρχές του Δεκέμβρη, τηλεφώνησε ο Γαλανομάτης, και ζήτησε να συναντηθούμε στην Πλατεία Βαρνάβα.
Στη «Μικρή Βουλή».
Ήμουν έτοιμος να τον ρωτήσω αν με παρακολουθούσε, αν είχε συλλέξει πληροφορίες για μένα σε ένα φάκελο που θα έπρεπε να έχει τον όγκο της Αγίας Γραφής.
Και το περιεχόμενό της.
Επειδή, όμως, ο Γαλανομάτης ήταν ξύπνιος τύπος, και πιθανότατα θα μου απαντούσε ότι ο φάκελός μου ήταν ένα κίτρινο χαρτάκι στο ψυγείο, το άφησα να πέσει στο κενό.
Κλείδωσα το γραφείο, για τυπικούς λόγους, και τσακίστηκα να τον συναντήσω, πολύ πιο νωρίς απ’ το ραντεβού μας, που ήταν γύρω στις οχτώ, βραδάκι.
Έκανε κρύο. Κούμπωσα το παλτό, έφτιαξα όπως-όπως ένα ξεφτισμένο κασκόλ, και κατέβασα το γείσο του καπέλου, για να μην ξεχαστώ να χαζεύω άσχετα πράγματα. Όχι ότι υπήρχε τίποτα άσχετο σ’ αυτή την Υπόθεση, αλλά ήταν και θέμα στιλ.
Στο τέρμα του Εθνικού Κήπου, έπιασα μια κίνηση στους θάμνους, στο πεζούλι κάτω από τα κάγκελα, και πλησίασα για να κοιτάξω καλύτερα, στο φως του δρόμου. Ήταν περίεργο θέαμα.
Μια χελώνα. Μια μεγάλη, πράσινη, γριά χελώνα, που έσερνε το καύκαλό της, χλευάζοντας την κίνηση της λεωφόρου. Μου ήρθε να την αγκαλιάσω, αλλά σιχαινόμουν. Αντί γι’ αυτό, την παρατήρησα, και σκέφτηκα τα εξής, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.
Τα μάτια του λαγού και της κουκουβάγιας, μια κούρσα, ένα στοίχημα, τον Μπαγκς Μπάνι, καρότα και μαρούλια, τα ραδίκια (όχι ανάποδα), τον Απόλλωνα και τον Ερμή, ένα λυράρη, τον Ψαραντώνη, τον Ψηλορείτη, τον Δία παιδί, άντερα, ξύλα, ένα ταξίμι, και τρεις χορδές στο μπουζούκι του Μάρκου.
Ναι.
Σχεδόν τρέχοντας, έφτασα στο «Αερόστατο», στην Πλατεία Προσκόπων, περιφρονώντας τον προσκοπισμό, και κοιτώντας υποτιμητικά διάφορους επίδοξους σταρ του θεάτρου που συνωστίζονταν στην καφετέρια.
Βρήκα αδειανή την παλιά μου γωνιά, χάρηκα που το γκαρσόνι με θυμόταν, πήρα ζεστό καφέ, και βάλθηκα να βγάλω ένα νόημα από την προφητεία της χελώνας.
Δεν τα κατάφερα –και, έτσι, δεν ανησύχησα για τη διανοητική μου κατάσταση. Σκάρωσα διάφορες σημειώσεις, και ξεκουμπίστηκα λίγο πριν από τις οχτώ.
Διέσχισα την πλατεία, σκέφτηκα τον Χατζιδάκι στο «Μαγικό Αυλό», ή στο «Μαύρο Γάτο», ή οπουδήποτε, και βγήκα πάλι στη Βασιλέως Κωνσταντίνου, γιατί ήθελα να τηρήσω την παράδοση, και γιατί δεν μου αρέσουν οι σύντομοι δρόμοι.
Στις οχτώ και κάτι, καθόμουν με τον Γαλανομάτη στην ταβέρνα, τσουγκρίζαμε με τσίπουρο, και μασουλούσαμε ελιές, ντομάτες, γαύρο ψητό, και πατατούλες τηγανητές. Πρώτο πράγμα.
«Ωραία δεν είναι εδώ; Ερχόμουν συχνά, κάποτε», είπε ο Γαλανομάτης.
Η αλήθεια είναι ότι ήμουν έτοιμος να πω το ίδιο, αλλά υπολόγισα ότι εκείνος το δικαιούνταν περισσότερο. Ήταν θέμα ιεραρχίας. Έτσι, είπα: «Απ’ όσο έχω καταλάβει, πήγαινες σχεδόν παντού, κάποτε».
«Ναι».
«Και τι έγινε;»
«Έγινε ο χρόνος αλλιώς, ντετέκτιβ. Επιταχύνθηκε. Το ίδιο και οι άνθρωποι. Εκβιάστηκαν, έγιναν βιαστικοί. Και βίαιοι». Ήπιε μια γουλιά, και εξακολούθησε: «Θυμάσαι εκείνο το τραγούδι, του Χατζιδάκι;».
Έγνεψα καταφατικά. Πάμε πάλι στο Παγκράτι / που είν’ οι δρόμοι του γεμάτοι / με χαρούμενες φωνές την Κυριακή. Του Γκάτσου.
«Τώρα αγρίεψε ο κόσμος. Τις προάλλες έριξαν βόμβες λίγο πιο πάνω, δεν ξέρω τι και πώς, δεν με νοιάζει. Απλώς…»
«Καταλαβαίνω», είπα, αν και δεν ήμουν σίγουρος.
«Τέλος πάντων. Δεν με νοιάζει ο παλιός καλός καιρός. Ούτε η νοσταλγία. Αυτό που ψάχνω… Δηλαδή, αυτό που σ’ έχω βάλει να ψάξεις, δεν είναι μια ανάμνηση, ή ένα κειμήλιο».
«Αλλά;»
«Είναι ένας τρόπος ζωής. Πάνω απ’ τους καιρούς, και τους συρμούς, και τις μόδες. Ένας άλλος τρόπος. Ο δικός μας».
Ήπια μονορούφι το τσίπουρο, γέμισα πάλι τα ποτήρια μας, και άφησα να περάσει λίγη ώρα. Τελικά, είπα: «Και πώς πάει; Η έρευνα… Πώς σου φαίνεται;»
Ο Γαλανομάτης με κοίταξε σκεφτικός, μετά γέλασε, και με χτύπησε στον ώμο. «Είναι σε καλό δρόμο», είπε.
Μείναμε εκεί για δυο ώρες, να μιλάμε για τα περασμένα, και για τα μελλούμενα, δηλαδή για τα συστατικά του κοινού μας χρόνου, του τωρινού. Κάποτε, ο Γαλανομάτης κοίταξε το ρολόι του, και είπε: «Πάμε;»
«Από τώρα;» είπα, μιας και δεν ήμουν καν μεθυσμένος, και το ‘χω για κακό να φεύγω νηφάλιος από μια ταβέρνα.
«Εννοώ να πάμε παρακάτω, σε ένα μαγαζί με ρεμπέτικα, στην Ωραία Ελλάδα».
«Μέσα».
Σηκώθηκα, πλήρωσα με τα λεφτά του, και ανηφορίσαμε για την άλλη ταβέρνα. Στο δρόμο, κοίταξα μια καφετέρια, που κάποτε ήταν το μαγαζί της κυρά-Νότας, όταν το είχαμε τιμήσει με ένα δωδεκάωρο τσιμπούσι, να ακούμε μουσική, και να μας στέλνουν φαγιά κάτι πενηντάρες, γιατί δεν ήθελαν να γίνουμε τελείως στουπί –που γίναμε, έτσι κι αλλιώς.
Στην «Ωραία Ελλάδα» τα πράγματα ήταν ήσυχα, και όμορφα, όπως έπρεπε. Λίγος κόσμος, μια υποτυπώδης ορχήστρα με μπουζούκι και κιθάρα, και μια ωραία γυναίκα στο ντέφι, χωρίς μικρόφωνα.
Πήραμε κι άλλο τσίπουρο, και μεζέ, και ο Γαλανομάτης ζήτησε ένα τραγούδι.
Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει / η κάθε σκέψη μου κοντά σου τριγυρίζει / δεν ησυχάζω και στον ύπνο που κοιμάμαι / εσένα πάντα αρχοντοπούλα μου θυμάμαι.
Τσουγκρίσαμε, θυμήθηκα την Έλσα, μετά τον πατέρα μου να τραγουδά μαζί με τον Ξανθόπουλο στην τηλεόραση, είδα τον Γαλανομάτη να τραγουδά τώρα, μπροστά μου, βούρκωσα καμουφλαρισμένα, και είπα, αλλά νοερά: Κοίτα να δεις.
Πώς σμίγουν οι μύθοι, πώς σμίγουν οι χρόνοι. Πώς γίνονται όλα πάλι Παρόν. Όλα εδώ. Όλα τώρα.
Η προφητεία της χελώνας είχε εκπληρωθεί. Με το καύκαλο να σέρνεται περήφανα πίσω μας, και το τρίχορδο να ανοίγει δρόμους ίδιους, κι αλλιώτικους.