«Μου αρέσει το όμορφο, είτε αυτό είναι στη ζωγραφική, είτε στη λογοτεχνία, είτε οπουδήποτε. Ασχολούμαι με πολλά πράγματα».

Ο Πάνος Δημάκης στο βιβλίο «Δεκαεπτά Κλωστές» (σ.σ.: το κάνει σενάριο η Μιρέλλα Παπαοικονόμου) καταπιάνεται με ένα πρωτοφανές έγκλημα που συνέβη στο βαθύ παρελθόν στα Κύθηρα. Το θέμα αφορά περισσότερο στην ψυχολογία του δολοφόνου παρά στα εγκλήματα αυτά καθαυτά, καθώς μιλάμε για έναν άνθρωπο που είχε υποστεί βία με κάθε τρόπο.

Ετσι, ο Πάνος ξετυλίγει ένα θρίλερ με εξαιρετική ευαισθησία και ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και η δική του προσωπικότητα: ένας άνθρωπος με δυνατή γλωσσική ευφυΐα, με ικανότητες μοναδικές, με περιέργεια για την ιστορία. Ένας άνθρωπος που, εικάζω, πως όλα τα βλέπει με μια ματιά ερευνητική και πάντα σε δεύτερο επίπεδο. Είναι απόλαυση να τον ακούς και να τον διαβάζεις.

– Θα μας συστήσετε στον εαυτό σας;

Μεγάλωσα στο Άστρος Κυνουρίας, στην Αρκαδία. Ερχόμενος στα 18 μου στην Αθήνα για να σπουδάσω Αγγλική Φιλολογία, σκεφτόμουν ότι κάποιοι θα ξέρουν από πού είμαι λόγω της Εθνοσυνέλευσης που διδασκόμασταν στο σχολείο και κάποιοι άλλοι επειδή ήμουν από ένα μέρος παραθεριστικό. Αλλά μέχρι εκεί. Θέλω να πω πως δεν είναι εύκολο να είσαι από κάπου τόσο εκτός… πραγμάτων. Και ευτυχώς που οι γονείς μου, παρότι του Δημοτικού, υπήρξαν πάντα υποστηρικτικοί σε ό,τι κι αν ήθελα να κάνω. Πήγα στην Αγγλική Φιλολογία γιατί έχω τρέλα με τις γλώσσες -μιλάω άπταιστα πέντε και πολύ καλά άλλες τρεις. Στην κωμόπολη που ζούσα, υπήρχε η δυνατότητα να μάθω μόνο αγγλικά, αλλά είχα έναν Άγγλο δάσκαλο, ο οποίος ήταν σοφός. Ηταν αγγλικανός παπάς, o αιδεσιμότατος Τζον Λεγκ – ωστόσο και εξαιρετικά κοσμικός. Σίγουρα με επηρέασε πολύ. Δεν θα ξεχάσω ποτέ που μια μέρα μου είπε, παπάς ων!, 11 διαφορετικές λέξεις για την πόρνη, εξηγώντας μου και το ακριβές περιεχόμενο της καθεμίας – θέλω να πω ότι δεν είχε κανένα ταμπού. Μου έχει κάνει δώρο το ωραιότερο βιβλίο που έχω, το Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας των Liddell & Scott στα αγγλικά του 1871, το οποίο ήταν του πατέρα του, ενός ανθρώπου που κάποτε ήταν γραμματέας του Λόρενς της Αραβίας. Όταν πέθανε αυτός ο δάσκαλός μου, αισθάνθηκα ότι πέθανε ο πιο σοφός άνθρωπος στον κόσμο μου -ήταν ο πνευματικός μου πατέρας. Όλες τις υπόλοιπες γλώσσες τις έμαθα μετά τα 19 μου. Στα 32 μου, μέσα σε ενάμιση χρόνο, έδωσα εξετάσεις για πτυχία σε τρεις.

«Από τα 16 μου, έχω φτιάξει τη δική μου γλώσσα, η οποία βασίζεται σε άλλες γλώσσες αλλά έχει τους δικούς της κανόνες».

– Τι είναι αυτό που σας «τραβάει» να μαθαίνετε άλλες γλώσσες; Μια ανάγκη να «ταξιδέψετε» μέσα από αυτές ή ίσως μια ιδιαίτερη ευχέρεια που έχετε;

Προφανώς έχω αυτή την ευχέρεια και το βλέπω και ως καθηγητής στα παιδιά. Θεωρώ ότι υπάρχουν διάφορα είδη ευφυίας. Εγώ δεν έχω ιδιαίτερη μαθηματική νοημοσύνη και δεν τα πάω καλά με τις διαδικασίες – από το πώς να φτιάξεις ένα κέικ για παράδειγμα ή πώς να αλλάξεις μια ασφάλεια. Είμαι οπτικός τύπος, πρέπει να δω κάτι και μετά θα το κάνω. Έχω όμως γλωσσική νοημοσύνη. Μάλιστα από τα 16 μου, έχω φτιάξει τη δική μου γλώσσα, η οποία βασίζεται σε άλλες γλώσσες αλλά έχει τους δικούς της κανόνες. Ίσως γράψω κάποτε μια νουβέλα, με κάποιον σε μια καφετερία που θα ακούει στο διπλανό τραπέζι να μιλάνε τη γλώσσα που έχει δημιουργήσει εκείνος. Δεν έχω σκεφτεί πού θα το πάω μετά αλλά μου αρέσει ως ιδέα. Θεωρώ ότι η γλώσσα είναι ένα υπέροχο φαινόμενο, το οποίο μπορεί να σε βοηθήσει να καταλάβεις μια άλλη κουλτούρα, να καταλάβεις το παρελθόν, να εκφραστείς με διαφορετικούς τρόπους – η κάθε γλώσσα έχει τον δικό της πλούτο. Με ενδιαφέρει πολύ το πώς προκύπτει ένας ιδιωματισμός ή ποια είναι η ετυμολογία μιας λέξης… Έχω γράψει δύο λεξικά: το ένα είναι το «Βερβενιώτικο Ιδίωμα», που αφορά το ιδίωμα του χωριού μου. Έκανα έρευνα πολλά χρόνια, μαζεύοντας λέξεις από παππούδες και γιαγιάδες, βοήθησε και η μητέρα μου πολύ, και το έκανα δώρο στην κοινότητά μας. Με αυτό το βιβλίο μπήκα στη διαδικασία να ανακαλύψω υπέροχες λέξεις, τις οποίες συχνά τις κοροϊδεύουν στην Αθήνα -μια κλασική τάση που έχουν παγκοσμίως οι άνθρωποι, οι «επίσημοι» να θεωρούν τις διαλέκτους ως φτωχούς συγγενείς. Πολλές φορές όμως αυτές οι διάλεκτοι είναι και πιο παλιές και πιο πλούσιες, απλά είχαν την ατυχία να μην καθιερωθούν. Το δεύτερο βιβλίο μου το είχα ξεκινήσει πέρυσι τον Γενάρη και το εξέδωσα στην περίοδο της καραντίνας. Λέγεται «etymo lex-icon» και είναι για μαθητές και καθηγητές αγγλικών. Σε βοηθάει να μάθεις λέξεις μέσα από την ετυμολογία τους, με πιο εύκολο τρόπο, χωρίς να τις αποστηθίζεις.

– Μετά την αποφοίτηση από την Αγγλική Φιλολογία πώς συνεχίστηκε η πορεία σας;

Έκτοτε, ό,τι κι αν έχω κάνει στη ζωή μου, έχει σχέση με τις γλώσσες. Έχω δουλέψει ως μεταφραστής και συνεχίζω, όπως και ως φιλόλογος, επί δύο χρόνια στις Εκδόσεις Καζαντζάκη. Μετέφρασα και τον «Καπετάν Μιχάλη», το οποίο μου πήρε οκτώ μήνες. Ήταν μια πάρα πολύ δύσκολη δουλειά αλλά και ένα απίστευτο ταξίδι, γιατί ο Καζαντζάκης είναι ο αγαπημένος μου συγγραφέας. Επίσης έχω δουλέψει ως καθηγητής σε ΙΕΚ και εξειδικεύτηκα στο Business, κάνοντας μαθήματα αγγλικών σε πάρα πολλές εταιρείες -οι περισσότεροι μαθητές μου είναι στελέχη επιχειρήσεων. Συνεργάζομαι και με τράπεζες, για τη μετάφραση οικονομικών, κυρίως, κειμένων. Μου αρέσει και η επιμέλεια των κειμένων. Μπορεί να μην είναι τόσο δημιουργική όσο η μετάφραση αλλά είναι ωραίο να πάρεις ένα κείμενο που έχει γράψει κάποιος και να το φτιάξεις. Πολλές φορές συνειδητοποιώ ότι όλα ξεκίνησαν από την αγάπη μου για τη γλώσσα και αυτό εξελίχθηκε σε διάφορα επίπεδα.

Το βιβλίο του Πάνου Δημάκη «Δεκαεπτά κλωστές» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κάπα.

«Δεν θα φωτογράφιζα ποτέ ένα μοχίτο με φόντο ειδυλλιακή θέα. Δώσε μου κάστρα, βυζαντινές εκκλησίες και αρχαιολογικούς τόπους».

– Καταλαβαίνω πάντως ότι, γενικώς, είστε ένας άνθρωπος της έρευνας…

Θα έλεγα της εξερεύνησης, γιατί μου αρέσει πολύ να εξερευνώ την Ελλάδα, ας πούμε, να ταξιδεύω. Όχι όμως ως τουρίστας -δεν θα φωτογράφιζα ποτέ ένα μοχίτο με φόντο ειδυλλιακή θέα. Δώσε μου κάστρα, βυζαντινές εκκλησίες και αρχαιολογικούς τόπους και δεν θέλω τίποτε άλλο. Λατρεύω επίσης να εξερευνώ χωριουδάκια, παραλίες, φαράγγια, δηλαδή και στις διακοπές μου αυτό κάνω.

– «Γεννιέται κάποιος ή… γίνεται στην πορεία;». Τι πιστεύετε εσείς;

Δεν ξέρω ακριβώς. Θεωρώ ότι σίγουρα προϋπάρχουν κάποιες επιδράσεις, που δεν μπορώ όμως να πω αν είναι γονίδια. Υπάρχουν ίσως κάποιες ευαισθησίες, οι οποίες αν τους δώσεις τον κατάλληλο χώρο, θα αναπτυχθούν. Γενικά εμένα μου αρέσει το όμορφο, είτε αυτό είναι στη ζωγραφική, είτε στη λογοτεχνία, είτε οπουδήποτε. Ασχολούμαι με πολλά πράγματα, χωρίς βέβαια να θεωρώ ότι εμβαθύνω σε όλα. Είμαι ανυπόμονος στο να τελειώσω κάτι που κάνω, ποτέ όμως δεν θα το κάνω τσαπατσούλικα για να τελειώνω μ’ αυτό. Η εξερεύνηση, όσο κοπιαστική κι αν είναι, ακολουθείται από την ανακάλυψη, που σου δίνει μια υπέροχη αίσθηση. Όταν έκανα την έρευνα για το βιβλίο μου, τις «Δεκαεπτά κλωστές», που αφορά στο πιο ειδεχθές έγκλημα που έγινε ποτέ στην Ελλάδα σε καιρό ειρήνης και συγκεκριμένα στα Κύθηρα, αποφάσισα να μην πάω στο νησί, γιατί φοβόμουν ότι μπορεί να ήταν ακόμη ζωντανές κάποιες μνήμες. Όταν όμως στην παρουσίαση του βιβλίου είχαν έρθει και κάποιοι συγγενείς των θυμάτων, δεν υπήρξε καμιά αντίδραση, μάλιστα τους άρεσε το βιβλίο, αν και μιλάει για τον δολοφόνο.

«Υπάρχουν άνθρωποι που λένε ότι δεν μπορούν να ζήσουν με το μίσος και συγχωρούν».

– Αυτό τον καιρό γράφετε κάτι;

Ναι, γράφω μια ιστορία πάλι από το παρελθόν -εξελίσσεται μετά τον Εμφύλιο-, όπου πάλι συμβαίνει ένα έγκλημα, αλλά δεν έχει καμία σχέση με πραγματικά γεγονότα. Δεν ξέρω πόσο επιτυχημένη θα είναι η συγγραφική μου καριέρα, όμως εγώ θέλω να γράφω και αυτά που έχω στο μυαλό μου ως ιδέες, τουλάχιστον μέχρι τώρα, εξελίσσονται σε ιστορικούς χρόνους. Δεν με ιντριγκάρει ιδιαίτερα το σήμερα. Μου αρέσει το παρελθόν, αλλά μέσα από αυτό θέλω να μιλάω για πράγματα που ισχύουν ακόμα, όπως για το μίσος και τη ζήλια που ενυπάρχει στους ανθρώπους, για τη φιλαρχία και για τη δημαγωγία.

– Ας πάμε πάλι στο τελευταίο βιβλίο σας, τις «Δεκαεπτά κλωστές». Πώς σκεφτήκατε να γράψετε γι’ αυτή την ιστορία;

Κατ’ αρχάς αγαπώ πολύ τα Κύθηρα. Πρωτοπήγα εκεί πριν από οκτώ χρόνια και έκτοτε τα επισκέπτομαι συχνά. Την τρίτη φορά που ήμουν εκεί, έτυχε να πάω καλεσμένος σε ένα σπίτι, όπου πάνω στην κουβέντα, έλεγα πόσο μου αρέσουν οι ιστορίες από τα παλιά. Τότε μου διηγήθηκαν αυτό το φοβερό γεγονός που είχε εκτυλιχτεί σε εκείνο το χωριό. Έμεινα άφωνος και γυρίζοντας στην Αθήνα μετέφερα την ιστορία σε φίλους και γνωστούς που εντυπωσιάστηκαν εξίσου. Μια συνάδελφος μού έβαλε την ιδέα να τη γράψω και να την κάνω βιβλίο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν είχα γράψει ποτέ κάποιο μυθιστόρημα, ήταν όμως σαν να μου φύτεψε τον σπόρο. Έτσι άρχισα την έρευνα για να μαζέψω το υλικό μου. Όπως είπα προηγουμένως δεν πήγα στο νησί, αλλά έμαθα τα γεγονότα ψάχνοντας στο Ίντερνετ, από κάποιους φίλους που είχαν παππούδες και γιαγιάδες που τα γνώριζαν και βασίστηκα πολύ σε αυτά που μου είπε μια φιλόλογος από τα Κύθηρα, μια γλυκύτατη κυρία, η οποία όταν πρωτοδιορίστηκε εκεί, πριν από 50 χρόνια, έκανε μια έρευνα για το νησί, την οποία είχε δημοσιεύσει μάλιστα στην τοπική εφημερίδα. Έτσι μπόρεσα να επαληθεύσω τα γεγονότα και να μάθω και ότι ο πρωταγωνιστής δεν ήταν το «τέρας» που πολλοί φαντάζονταν αλλά ένας άνθρωπος που είχε αδικηθεί κατάφωρα. Μπήκα και στο αρχείο της Βουλής για να διαβάσω εφημερίδες της εποχής και βρήκα ένα συγκλονιστικό στοιχείο για την ιστορία. Από αυτό το πρώτο μου βιβλίο, κατάλαβα ότι χρησιμοποιώ πάρα πολύ το ανθρώπινο σώμα και τα καιρικά φαινόμενα ως εξωτερίκευση ή εσωτερίκευση των αντιδράσεων -μάλιστα το παρατήρησα αφού το έγραψα, και μ’ άρεσε αυτό.

«Θεωρώ πάντως ότι δεν έχω καθόλου εγκληματικά ένστικτα, με τρομάζει ακόμη και η θέα του αίματος».

– Η ιστορία του βιβλίου σας μου φέρνει στο μυαλό μια ερώτηση να σας κάνω. «Συγχωρούνται τα πάντα;»

Όχι, δεν συγχωρούνται. Τον πόνεσα σαν χαρακτήρα αυτόν τον άνθρωπο αλλά δεν τον συγχωρώ. Τον κατανοώ αλλά ταυτόχρονα φρίττω με τις πράξεις του. Του δίνω ελαφρυντικά αλλά θεωρώ ότι πήρε τη λάθος απόφαση. Σίγουρα δεν μου αρέσουν οι ηθικοπλαστικές ιστορίες και τα διδάγματα. Επίσης άλλο η μυθοπλασία, άλλο η πραγματική ζωή. Όμως μπορεί να συναντήσεις τα πάντα. Υπάρχουν άνθρωποι που λένε ότι δεν μπορούν να ζήσουν με το μίσος και συγχωρούν. Άλλες φορές, ο χρόνος αμβλύνει τα δυσάρεστα συναισθήματα.

– Τελικά μπορεί όλοι μέσα μας να κρύβουμε έναν εν δυνάμει εγκληματία όπως λένε;

Ναι και μάλιστα το έχω συζητήσει αυτό και με ψυχίατρο, ο οποίος μου το επιβεβαίωσε. Αν βρεθούμε στις κατάλληλες δυσμενείς συνθήκες, μπορεί να διαπράξουμε ακόμη και φόνο, ασχέτως του χαρακτήρα μας.

«Οι γυναίκες κάνουν συνήθως εγκλήματα πάθους ή εξουσίας. Υπάρχουν στην ιστορία και πολλά ζευγάρια που δρούσαν μαζί στο έγκλημα».

– Γιατί, πιστεύετε, οι περισσότεροι δολοφόνοι είναι άντρες και όχι γυναίκες;

Σίγουρα η σωματική δύναμη παίζει έναν ρόλο. Επίσης οι γυναίκες κάνουν συνήθως εγκλήματα πάθους ή εξουσίας. Υπάρχουν στην ιστορία και πολλά ζευγάρια που δρούσαν μαζί στο έγκλημα.

– Γιατί σας συγκινεί τόσο το έγκλημα;

Το έχω σκεφτεί κι εγώ. Είναι κάτι που με τρομάζει και ταυτόχρονα μου προκαλεί το ενδιαφέρον. Θεωρώ πάντως ότι δεν έχω καθόλου εγκληματικά ένστικτα, με τρομάζει ακόμη και η θέα του αίματος. Νομίζω ότι αυτό που με ιντριγκάρει -και ιντριγκάρει τον περισσότερο κόσμο- είναι ο ψυχισμός των ανθρώπων, το τι οδηγεί κάποιον στο έγκλημα. Δεν με ενδιαφέρει να μάθω τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, αλλά το πώς κάποιος μπαίνει σε αυτό το μονοπάτι χωρίς επιστροφή.

 

Διαβάστε ακόμα: Χάρης Βλαβιανός – «Ο αυριανισμός ζει και βασιλεύει».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top