«Έχω την τύχη να κάνω τη δουλειά που αγαπώ κι έτσι ακόμη κι όταν μπαίνω σε μια ρουτίνα, δεν παύει να είναι κάτι αγαπημένο». Ζακέτα: Falconeri. Φωτογραφίες: Πηνελόπη Μασούρη.

Ενας τόσο απλός τύπος – σαν μικρό παιδί από μακριά και σαν μοναχικός – μιλά πολύ, σταράτα και σταθερά, σαν «σοφό παιδί». Και απόλυτος και δουλεμένος. Και σώφρων ρεαλιστής και οραματιστής. Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος δεν υπεκφεύγει στην κουβέντα αλλά φαίνεται πως δεν κρύβεται και στη ζωή που αντιμετωπίζει κατάματα. Είμαι σίγουρη, χωρίς να ξέρω, ότι πρέπει να έχει ζοριστεί σε κάποιες φάσεις, χωρίς όμως να έχει επιβαρύνει τους γύρω του, αλλά παλεύοντας κάθε εσωτερικό και εξωτερικό δαίμονα με αποφασιστικότητα. Μου αρέσει ο τρόπος του – ο τρόπος που συμπεριφέρεται, ο τρόπος του ως ηθοποιού, ο τρόπος του ως σκηνοθέτη. Το “Masterclass”, ένα αριστούργημα, σε αφήνει άφωνο και οι περιπέτειές του στον «Φάρο» σε παρασύρουν χωρίς να το προλάβεις. Γιατί ο Οδυσσέας μπορεί.

– Πρέπει να αγαπάτε πολύ τη δουλειά σας…

Νομίζω ότι αγαπώ τον εαυτό μου μέσα σ’ αυτήν. Μου επιτρέπει σε μεγάλο βαθμό να με καταλαβαίνω. Δεν έχω καμιά μανία με τη δουλειά –  αν είχα την οικονομική δυνατότητα, θα έκανα πολύ μεγάλες παύσεις. Τουλάχιστον έξι μήνες τον χρόνο θα ήθελα να ταξιδεύω, να διαβάζω, να έχω ελεύθερο χρόνο, μου λείπουν αυτά. Αλλά έχω την τύχη να κάνω τη δουλειά που αγαπώ κι έτσι ακόμη κι όταν μπαίνω σε μια ρουτίνα, δεν παύει να είναι κάτι αγαπημένο. Σαν τα παιδιά που μπορεί να παίζουν ανόρεκτα μπάλα μια μέρα, αλλά μπάλα παίζουν, κάτι που ούτως ή άλλως τους δίνει χαρά.

– Σε μια πρόσφατη συνέντευξή μου με τη Μαρία Ναυπλιώτου, αναφερόμενη σε σας, μου είπε, «το καταπληκτικό με τον Οδυσσέα είναι πως του έχω απόλυτη εμπιστοσύνη ως σκηνοθέτη, ότι θα με προστατέψει». Εσείς νιώθετε ότι προστατεύετε τους ηθοποιούς με τους οποίους συνεργάζεστε;

Δεν είναι εύκολο να πω κάτι τέτοιο, γιατί θα ήταν σαν να μιλάω εξ ονόματός τους. Μπορώ όμως να πω ότι με ενδιαφέρουν πολύ. Αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου κυρίως ως ηθοποιό, άρα η λειτουργία του ηθοποιού και η ύπαρξή του, μου είναι πολύ αγαπημένο πράγμα και πολύ κατανοητό, επίσης. Κάνω είκοσι χρόνια αυτή τη δουλειά και έχω δουλέψει με πολύ ετερόκλητα σχήματα, με πολύ διαφορετικούς ανθρώπους, γι’ αυτό νομίζω ότι καταλαβαίνω πολύ καλά τη λειτουργία του ηθοποιού. Και σίγουρα μέλημά μου, από τη θέση του σκηνοθέτη, είναι να τον βοηθήσω να βρει τον δρόμο για να κάνει αυτό που χρειάζεται σε μια σκηνή. Θέλω οι άνθρωποι να αισθάνονται ήσυχοι, όχι να ησυχάσουν εμένα – εγώ πρέπει να τους απαλλάξω από την αγωνία, να τους κάνω να νιώσουν ότι είμαστε ασφαλείς, ότι είμαστε έτοιμοι. Επίσης, θεωρώ σκηνοθετικό σφάλμα να καλλιεργείς στους ηθοποιούς την επιθυμία να σε ικανοποιήσουν.

«Αγαπώ τον εαυτό μου μέσα στη δουλειά μου. Μου επιτρέπει σε μεγάλο βαθμό να με καταλαβαίνω».

-Πώς αποφασίσατε να σκηνοθετήσετε;

Ήταν κάτι που μου το ζήτησαν. Είχε προκύψει δύο φορές με την Κατερίνα Παπαδάκη να κάνουμε κάποιες παραστάσεις για παιδιά, που για μένα είναι αντίστοιχης, αν όχι μεγαλύτερης, δυσκολίας. Εκεί το κοινό δεν χαρίζεται καθόλου ούτε λειτουργεί με τη φήμη της μιας παράστασης. Αυτά παίζουν πολύ στους ενήλικες, που παραμυθιάζονται πολύ εύκολα, και με την επιτυχία και με την αποτυχία. Αν στα παιδιά αρέσει κάτι, κάθονται ήσυχα και παρακολουθούν, αν δεν τους αρέσει, όμως, αρχίζουν να τρώνε, να μιλάνε, ακόμη και να κοροϊδεύουν. Οι παραστάσεις που έχω κάνει για ενήλικες, με το «Masterclass» να είναι η τρίτη, είναι αναθέσεις – μου ζητήθηκε δηλαδή να τις κάνω.

«Αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου κυρίως ως ηθοποιό, άρα η λειτουργία του ηθοποιού και η ύπαρξή του, μου είναι πολύ αγαπημένο πράγμα και πολύ κατανοητό, επίσης».

– Αντιλαμβάνεστε το μέγεθος της επιτυχίας του «Masterclass»; Θα μου επιτρέψετε να πω πως νιώθω ότι είναι η «στιγμή» σας, αμφοτέρων. Και της Μαρίας, εννοώ…

Είμαι πάντοτε ευγνώμων για την επιτυχία, όπου και όπως κι αν έρχεται. Από την άλλη μεριά, για να πω την αλήθεια, δεν της αφήνω πολύ χώρο, γιατί θα αποπροσανατολιστώ. Η επιτυχία είναι ύπουλος οδηγός, μπορεί να σε κάνει σκλάβο της αν της δώσεις ελάχιστη παραπάνω σημασία από αυτή που χρειάζεται. Και εννοώ για το ουσιαστικό της κομμάτι, το καλλιτεχνικό, που αν αισθανθείς το βάρος της, ενδέχεται μετά να μην ξέρεις πώς να προχωρήσεις. Αυτό είναι το μεγαλύτερο κακό που μπορεί να σου κάνει η επιτυχία. Δεν είναι η έπαρση ή η αλαζονεία που μπορεί να σου προσδώσει – αυτό έχει να κάνει γενικά με τον χαρακτήρα σου και δεν χρειάζεται και μια μεγάλη επιτυχία για να σου συμβεί. Ούτε βέβαια πρέπει να της γυρίσεις την πλάτη γιατί κι αυτό είναι αχαριστία. Εξάλλου η επιτυχία είναι ένα δώρο που σου δίνεται ως αναγνώριση του κόπου σου ή της ιδέας σου.

– Τι είναι αυτό που κάνει το «Masterclass» τόσο επιτυχημένο στο σύνολό του; Πώς γίνεται σε μια παράσταση να λειτουργήσουν όλα στην εντέλεια;

Δεν ξέρω και είναι το τελευταίο πράγμα που με απασχολεί. Εγώ θέλω να είμαι έντιμος απέναντι στον εαυτό μου, να κάνω αυτό που μου αρέσει, να μην κάνω τίποτα για να αρέσει στον άλλο ή για να έχει πέραση. Θέλω να υπηρετήσω το έργο με τον τρόπο που το αντιλαμβάνομαι και να παραμείνω πιστός υπηρέτης αυτού που καταλαβαίνω ότι πρέπει να ειπωθεί. Στο «Masterclass» πέταξα πολλά πράγματα και παρέμεινα στον πυρήνα όσων αντιλήφθηκα διαβάζοντας το έργο. Αυτή η παράσταση έχει ξανανέβει σε όλο τον κόσμο, θα έλεγα με έναν αρκετά διαφορετικό τρόπο από τον δικό μου.

»Έχει μάλιστα παραδοθεί από τον συγγραφέα με σκηνοθετικές οδηγίες σε αρκετά σημεία της, κάτι που στη δική μας παράσταση δεν ακολούθησα. Για μένα δεν υπάρχει τίποτα μυθικό στην προσωπικότητα της Κάλλας, υπάρχει ένας άνθρωπος ο οποίος βρίσκεται σε βαθιά κρίση και παλεύει με τον εφιάλτη του. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει χιούμορ ή δύναμη ή όλα όσα την έκαναν τόσο σημαντική, αλλά στη συγκεκριμένη παράσταση δεν είναι αυτό το θέμα. Η συγκεκριμένη παράσταση δεν μιλάει για τον μύθο της Κάλλας, αλλά για τη Μαρία Κάλλας, τον άνθρωπο. Έναν άνθρωπο που κατάλαβε πολύ βαθιά στο πετσί του ότι η επιτυχία δεν λέει τίποτα για την ευτυχία και τη ζωή. Η Κάλλας ήταν βαθιά ελλιπής και δυστυχής.

«Εγώ θέλω να είμαι έντιμος απέναντι στον εαυτό μου, να κάνω αυτό που μου αρέσει, να μην κάνω τίποτα για να αρέσει στον άλλο ή για να έχει πέραση».

– Τελικά το παρελθόν δεν μας «αφήνει» εύκολα, θέλει μάλλον πολύ μεγάλη μάχη για να το αφήσεις πίσω σου…

Το θέμα δεν είναι να αφήσεις κάτι πίσω σου. Το θέμα είναι να το τοποθετήσεις δίπλα σου, να το κάνεις σύμμαχό σου και όχι αντίπαλό σου. Να το αναγνωρίσεις, να το παραδεχτείς, να το συγχωρέσεις, να το βάλεις δίπλα σου και να αρχίσει να λειτουργεί υπέρ σου και όχι εναντίον σου. Το να αφήνεις κάτι πίσω φανερώνει ξεκάθαρο σύμπλεγμα και ξεκάθαρο πόνο – κάτι άλυτο. Γιατί να θέλεις να αφήσεις κάτι πίσω σου, αν το έχεις συγχωρέσει και μπορείς πλέον να το κοιτάξεις στα μάτια; Δύσκολο, αλλά είναι ο μόνος τρόπος.

»Η έννοια της συγχώρεσης είναι ίσως η πιο βαθιά έννοια που εγώ καταλαβαίνω ως οδηγό για τη ζωή. Συγχώρεση σημαίνει ότι έχω και χώρο για να πορευτώ με τον άλλο ή με τα πράγματα, χωρίς πια να πρέπει να τα βάζω κάπου που να μην τα βλέπω. Αν δεν συμπορευτείς με τα πράγματα, δεν μπορείς στ’ αλήθεια να πας παραπέρα. Θα συναντηθείς με τα ίδια λάθη, θα βρεις άλλους ανθρώπους να προβάλεις όλα όσα σε πληγώνουν, και διαρκώς θα επαναφέρεις έναν φαύλο κύκλο.

– Ο «Φάρος», στον οποίο παίζετε για δεύτερη χρονιά, έχει λάβει πολλά αντιφατικά σχόλια. Πώς το εισπράττετε εσείς αυτό;

Ναι, έτσι είναι και μπορώ να πω ότι το ίδιο συνέβη και με τον «Πουπουλένιο» και με τον «Θεό της Σφαγής». Αυτό που έχω να πω είναι ότι πολύ καλές παραστάσεις δεν μπορεί να συμβούν με έργα που δεν είναι καλά. Ούτε πολύ καλές ερμηνείες μπορεί να συμβούν με αδιάφορους ή κακούς ρόλους. Άρα υπάρχει μάλλον κάτι που τρέχει μέσα στο έργο και συμβαίνει και μέσα στους ανθρώπους που το βλέπουν ώστε τελικά, όταν λένε «μ’ αρέσει η παράσταση αλλά το έργο δεν ξέρω», να έχουν παραδεχτεί, χωρίς να το καταλαβαίνουν, ότι είδαν ένα πολύ ενδιαφέρον έργο. Κατά τη γνώμη μου, είναι ένα εξαιρετικό έργο και πολύ πρωτότυπο: μέσα σε ένα πλαίσιο τόσο ρεαλιστικό με λούμπεν ήρωες που πίνουν, μιλάνε άσχημα, αγαπιούνται, προσβάλλονται, ταυτόχρονα συμβαίνει και κάτι σχεδόν μεταφυσικό, που λειτουργεί αλληγορικά βεβαίως – και είναι αυτό που ξενίζει τους θεατές, γιατί δεν το καταλαβαίνουν ακριβώς.

«Το κοινό είναι μία ενέργεια και ένας οργανισμός, έχει συμπεριφορά ενός και όχι πολλών».

– Πώς είναι η απόλαυση της σκηνοθεσίας σε σχέση με την υποκριτική; Είναι πολύ διαφορετική;

Όχι, δεν είναι καθόλου. Είναι πολλά χρόνια που εγώ δεν υπάρχω στις παραστάσεις με ένα στενό πλαίσιο ηθοποιού, με ενδιαφέρει πάντα η ανάγνωση του έργου και η ματιά τού πώς θα το δούμε και τι σημαίνει, τι θέλει να μας πει, πώς θα αποκαλυφθεί αυτός ο μηχανισμός. Αυτό είναι μια σκηνοθετική λειτουργία, που υπάρχει πολύ έντονα σε μένα. Είναι μια αίσθηση που όταν σκηνοθετώ, απλώς «ανοίγει» παραπάνω, δεν αλλάζει.

– Ναι, αλλά στη θέση του ηθοποιού, ακόμη και σωματικά, αναμετριέσαι συνέχεια ενώ ως σκηνοθέτης παίρνεις μια απόσταση. Ή μήπως και η αγωνία του σκηνοθέτη είναι συνεχής;

Όχι, δεν βάζω τον εαυτό μου σε αυτή τη διαδικασία, γιατί είναι πολύ επώδυνη. Προσπαθείς να ελέγξεις το ανεξέλεγκτο. Εξάλλου στο «Μasterclass» τώρα, η παράσταση έχει οριοθετηθεί, οι άνθρωποι που την υπηρετούν είναι φιλότιμοι και κάνουν κάτι που το πιστεύουν. Το συνδημιουργήσαμε με πλήρη αίσθηση συνεννόησης. Κατάλαβαν γιατί πρέπει να είναι έτσι αυτή η παράσταση και συμφωνούν με αυτό.

– Ο «Πουπουλένιος» αλλά και ο «Φάρος» τώρα παίχτηκαν δύο χρονιές. Ο δεύτερος χρόνος λειτουργεί καλύτερα για τους ηθοποιούς ή μπορεί να βαρεθούν και λίγο κάποια στιγμή;

Όλα μαζί, αλλά και η αντιμετώπιση αυτής της πιθανής κούρασης που μπορεί να επέρχεται μετά από τόσους μήνες ίδιας παράστασης είναι πολύ βοηθητική στη διαδικασία. Δηλαδή το γεγονός ότι κουράστηκες σε αναγκάζει να ενδιαφερθείς να ξαναβρείς τον πυρήνα και να επανασυνδεθείς. Ή να το κοιτάξεις λίγο διαφορετικά και να δεις αν λειτουργεί και κάπως αλλιώς. Επίσης σου επιτρέπει να βαθαίνεις και να απλοποιείς -για μένα αυτό είναι το πιο σημαντικό, να πετάς τα περιττά.

«Οι μεγάλοι δημαγωγοί επιθυμούν οι ομιλίες τους να είναι ζωντανές και να έχουν πολύ κόσμο, για να μπορέσουν να ελέγξουν αυτόν τον έναν οργανισμό που βρίσκεται από κάτω».

– Την ένταση και τα συναισθήματα που κλιμακώνονται, τα οποία έχει ο θεατής μιας παράστασης, τα έχουν και οι ηθοποιοί που παίζουν ή εσείς κάνετε απλώς καλά τη δουλειά σας;

Τείνω προς το όχι. Η καλύτερη παρομοίωση που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω είναι ένα σημαντικό παιχνίδι μπάσκετ, που έχει πολλές εναλλαγές. Στο μπάσκετ λοιπόν οι θεατές μπορεί να βρίσκονται σε ντελίριο σε πολλές στιγμές του αγώνα. Οι παίκτες όμως μέσα στο γήπεδο κάνουν τη δουλειά τους. Ακόμη και αν χάνουν με τριάντα πόντους, οι σοβαροί αθλητές είναι αυτοί που έχουν την ψυχραιμία να μην παρασύρονται από το τι συμβαίνει στην κερκίδα αλλά να οργανώνονται για να φέρουν πάλι το παιχνίδι στα μέτρα τους.

»Με τον ίδιο τρόπο, σε μια παράσταση, ενώ η αίθουσα μπορεί να βρίσκεται σε μια φοβερή ένταση, εγώ οφείλω να παραμένω πάντοτε ο ελεγκτής του πράγματος και με τις σωστές κινήσεις να τους πάω στο παρακάτω. Γιατί αλλιώς θα το χάσεις. Οι ηθοποιοί που παθιάζονται πάρα πολύ, με έναν λάθος τρόπο κατά τη γνώμη μου, δίνοντας μεγαλύτερη σημασία στο προσωπικό τους συναίσθημα από αυτό που πρέπει να δημιουργηθεί στον θεατή, είναι οι ηθοποιοί που πολύ συχνά χάνουν τελικά το παιχνίδι και «καίγονται» οι ίδιοι ενώ πρέπει να «καείς» εσύ που τους βλέπεις.

– Πώς λειτουργεί το κοινό κατά τη γνώμη σας;

Το κοινό είναι μία ενέργεια και ένας οργανισμός, έχει συμπεριφορά ενός και όχι πολλών – αλλιώς, για παράδειγμα, δεν θα λέγαμε εμείς, ενώ μαζεύονται τόσο διαφορετικοί άνθρωποι, ότι «σήμερα ο κόσμος ήταν ψυχρός». Ο κόσμος δεν είναι ένας, είναι πολλοί αλλά αυτό αποκαλούμε η ψυχολογία των μαζών. Οι πολλοί μαζί δημιουργούν έναν οργανισμό, έναν λαό, μια ομάδα, μια παρέα, ένα κοινό. Και φυσικά το νιώθουμε.

– Άρα οι θεατές επηρεαζόμαστε πολύ ο ένας από τον άλλο.

Ακριβώς, μετακινείστε από το προσωπικό σας και γίνεστε ένα πράγμα το οποίο έχει μέσα εσάς αλλά έχει και όλους τους άλλους. Γι’ αυτό τον λόγο οι μεγάλοι δημαγωγοί επιθυμούν οι ομιλίες τους να είναι ζωντανές και να έχουν πολύ κόσμο, για να μπορέσουν να ελέγξουν αυτόν τον έναν οργανισμό που βρίσκεται από κάτω. Άρα και αντιφρονούντες και άνθρωποι οι οποίοι μπορεί να είναι επιφυλακτικοί, αν ο δημαγωγός καταφέρει αυτό τον οργανισμό -που μπορεί να είναι και διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι- να τον κερδίσει, έχει κερδίσει τους πάντες. Έτσι και στο θέατρο. Υπάρχει μια μάχη που πρέπει να δοθεί κάθε μέρα με το κοινό.

»Η μάχη απαιτεί αντίπαλα στρατόπεδα, εδώ όμως δεν ισχύει αυτή η συνθήκη, γιατί δεν έρχεται κάποιος για να μην του αρέσει το έργο, άρα πρόκειται για μια συμμαχική μάχη. Όλοι μαζί θέλουμε το ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή να περάσουμε καλά, αλλά είμαστε δύο πλευρές και πρέπει να συναντηθούμε. Οδηγός γι’ αυτό είναι ο «πάνω», όχι ο «κάτω». Παρ’ όλ’ αυτά υπάρχουν μέρες που ο «κάτω» είναι πιο αμήχανος, λιγότερο συγκεντρωμένος ή δεν περίμενε να δει αυτό που βλέπει. Τότε ο «πάνω» οφείλει να δώσει τη μάχη, να καταλάβει τη διάθεση και να αποκτήσει σύνδεση με την πλατεία – αλλιώς παίζει αυτιστικά και θα το χάσει το παιχνίδι.

«Στο θέατρο υπάρχει μια μάχη που πρέπει να δοθεί κάθε μέρα με το κοινό».

– Πάντως όπως είπατε και πριν για την επιτυχία, δεν πρέπει να μένουμε πολύ σε αυτήν…

Βέβαια, γιατί έρχεται το μετά. Πρέπει κατ’ αρχάς να ετοιμαστώ για την επόμενη ήττα μου, να οπλίσω τον εαυτό μου για την ήττα που έρχεται, γιατί είναι βέβαιο ότι θα έρθει. Δεν το λέω ηττοπαθώς, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Είναι βέβαιο ότι μας αναλογεί συγκεκριμένο ποσοστό νικών και ηττών στη ζωή. Μας αναλογεί συγκεκριμένο ποσοστό μεγάλου έρωτα, μικρότερου έρωτα, αποτυχημένου έρωτα – είναι νομοτελειακό. Την αποτυχία τη διαχειρίζεσαι πιο εύκολα, γιατί υπάρχει και η συμπάθεια των γύρω σου. Αν βρεις τη δύναμη να πας μπροστά, υπάρχει η πιθανότητα να σε περιμένει κάτι καλύτερο από αυτό που σου έχει συμβεί. Ενώ στην επιτυχία έχεις πολλές πιθανότητες να σου συμβεί κάτι όχι τόσο καλό μετά. Γι’ αυτό την επιτυχία πρέπει να τη διαχειριστείς με πολύ μεγάλη σύνεση και να της δώσεις ακριβώς τη σημασία που πρέπει και να πας παρακάτω.

«Δεν φταίει κανένας αν εγώ είμαι δυστυχής και δεν φταίει ούτε το παρελθόν μου, το οποίο οφείλω να το κοιτάξω κατάματα».

– Τι σας βοηθάει συναισθηματικά στη δουλειά σας;

Εμένα με βοηθάει η αυτοπαρατήρηση, κανένας δεν μπορεί να μας βοηθήσει σε τίποτα. Μπορεί να μας συμπαρασταθεί αλλά ως εκεί. Το έχω συνειδητοποιήσει εδώ και πολλά χρόνια αυτό και βοηθήθηκα από τη διαδικασία της ψυχοθεραπείας. Η σωστή ψυχοθεραπεία σε αυτό οφείλει να σε στρέψει, στο να κοιτάξεις μέσα σου καθώς εμείς είμαστε οι οδηγοί της ζωής μας. Πρέπει να μάθεις να υπάρχεις χωρίς να μέμφεις τους άλλους. Δεν λέω να τους δικαιολογείς διαρκώς, γιατί όλοι έχουν ευθύνη για τις πράξεις τους. Αλλά δεν φταίει κανένας αν εγώ είμαι δυστυχής και δεν φταίει ούτε το παρελθόν μου, το οποίο οφείλω να το κοιτάξω κατάματα.

»Μετά τα 25, τα 27, άντε τα 30, οι δικαιολογίες σταματούν. Μετά οφείλεις να συγχωρέσεις τους ανθρώπους που σε έφεραν στον κόσμο, οφείλεις να συγχωρέσεις τα λάθη τους, να βρεις μέσα σου τη δύναμη να το κάνεις. Να καταλάβεις ότι κι αυτοί είναι άνθρωποι και στο μεγαλύτερο ποσοστό τους επιθυμούν το καλό. Αν δεν συμβούν αυτά, οι άνθρωποι μετά τα 40 σκληραίνουν και «ασχημαίνουν». Βαραίνουν, αποκτούν στρυφνότητα και κατήφεια. Εχουμε την ευθύνη της ύπαρξής μας -κι αυτό μπορεί να συμβεί στα 35, στα 40, όχι στα 18 πάντως. Αν όμως δεν γίνουμε ενήλικες, τότε η ζωή δεν είναι ωραία – και είναι ωραία η ενήλικη ζωή, πιο ωραία από την παιδική ζωή. Έχει χτιστεί ένας μύθος ότι η παιδική ηλικία είναι ωραία. Εγώ διαφωνώ, δεν είναι η πιο ωραία στιγμή των ανθρώπων η παιδική ηλικία – ίσως να είναι η πιο αθώα απλώς.

Info:

Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος παίζει στον Φάρο, Θέατρο Αθηνών, Βουκουρεστίου 10, Αθήνα, Τηλ. 210 3312343 και σκηνοθετεί το Μaster Class, Θέατρο Μικρό Χορν, Αμερικής 10, Κολωνάκι, Τηλ.: 2118005141

 

// Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος φοράει ζακέτα Falconeri.

//  Φωτογραφίες: Πηνελόπη Μασούρη.

 

Διαβάστε ακόμα: Γιώργος Χρυσοστόμου, «κάποτε ερωτεύτηκα αλλά ήταν παιχνίδι εξουσίας».

 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top