Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ διηγείται με έξοχο τρόπο στο ταξίδι του ως την Καππαδοκία για να βρει ορθόδοξα μοναστήρια (Φωτογραφία: thetimes.co.uk).

Διασχίζοντας την Τουρκία κάποιο καιρό έπειτα απ’ αυτό το ταξίδι στο Τραπ, έμαθα ότι τα απομεινάρια μιας παλιάς μοναστικής κοινότητας του Ουργκούπ βρισκόταν μόλις μερικές ημέρες μακριά. Η τοποθεσία είχε εγκαταλειφθεί για αιώνες, καθώς όμως ανέκαθεν λαχταρούσα να δω ένα απ’ αυτά τα μοναστήρια της ερήμου στο Λεβάντε -που είναι τόσο διαφορετικά από τις μονές της Δυτικής Ευρώπης αλλά απ’ αυτά, εντέλει, πηγάζει όλος ο μοναχισμός-, αποφάσισα να δω πώς ήταν. Ο φίλος με τον οποίο ταξίδευα ήταν εξίσου πρόθυμος για το ταξίδι, έτσι, αναβάλλοντας μια ντουζίνα εναλλακτικά σχέδια, πήραμε το τρένο για εκεί.

Οι τρεις ημέρες του ταξιδιού στη Μικρά Ασία, από την Κωνσταντινούπολη μέσω της Προύσας και της Άγκυρας ως την αρχαία Καισάρεια, ήταν μια διαδρομή προς τα πίσω έως έναν απόμακρο κι άχρονο κόσμο. Τα υψίπεδα της Ανατολίας, που έχουν χρώμα σαν του λέοντος, έδειχναν βιβλικά και έρημα. Κάρα που τα έσερναν βουβάλια και καμιά σειρά από καμήλες, πού και πού, όλα με προορισμό αυτή την παράξενη πόλη στο πλευρό ενός σβησμένου ηφαιστείου, ύψωναν μακριούς κυλίνδρους σκόνης, κι αποκεί το ταξίδι μας μας οδήγησε στην καρδιά της Καππαδοκίας.

Στεκόμασταν κάτω από έναν κεντρικό τρούλο όπου ήταν ζωγραφισμένος ο Χριστός Παντοκράτωρ, με το δεξί χέρι υψωμένο σε ευλογία.

Η πεδιάδα και τα χωριά που είχαν την εύθρυπτη όψη και το χρώμα του μπισκότου, και ξεχώριζαν χάρη στους μιναρέδες τους μονάχα, χάθηκαν πίσω μας. Ο δρόμος ξετυλίχθηκε φιδωτός σε μια πετρώδη οροσειρά κι έπειτα βούλιαξε μέσ’ από ένα τυραννισμένο φαράγγι ως τη μικρή εγκαταλειμμένη πόλη του Ουργκούπ. Η μίση είναι λαξευμένη στη βουνοπλαγιά και μοιάζει έτοιμη να υποχωρήσει ξανά μέσα στην πέτρα που τη γέννησε, παίρνοντας μαζί της και τις μαδημένες ακακίες της αγοράς και τον κύκλο των σιωπηλών γέρων Τούρκων με τους υφασμάτινους σκούφους πάνω από το χόχλασμα των ναργιλέδων τους – τα τελευταία ίχνη ανθρωπότητας προτού ο λαβύρινθος μας καταπιεί.

Το βιβλίο του Πάτρικ Λη Φέρμορ «Στη σιωπή των μοναστηριών» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

[…] Καθώς τα μάτια μας προσαρμόζονταν στο εκτυφλωτικό φως, κοντά στις βάσεις των κώνων φάνηκαν μικρά σκοτεινά ανοίγματα, όπου έφτανες από αδρά λαξεμένα σκαλοπάτια. Κατεβαίνοντας το φαράγγι κι ανεβαίνοντας στην τύχη σε μια από τούτες τις σκάλες, μπήκαμε σκυφτοί από μια σκοτεινή είσοδο. Τα σκαλιά κατέληγαν σε μια αίθουσα που φώτιζε μ’ ένα τρεμοφέγγισμα από πάνω το φρεάτιο ενός φωταγωγού. Σιγά σιγά, μια βυζαντινή εκκλησία, περίπλοκη και σκοτεινή πρόβαλε γύρω μας.

Στεκόμασταν κάτω από έναν κεντρικό τρούλο όπου ήταν ζωγραφισμένος ο Χριστός Παντοκράτωρ, με το δεξί χέρι υψωμένο σε ευλογία και παντού γύρω, στους οκτώ άλλους θόλους, σκιές ήταν μαζεμένες. Χοντρά πεταλοειδή τόξα ξεφύτρωναν από τις κολόνες, οι τοίχοι και τα τόξα ήταν σοβατισμένα και περίτεχνα διακοσμημένα με καφεκόκκινη, κίτρινη, αχνή γαλάζια και σκούρα πράσινη τέμπερα. Στις πλευρές τριγύρω ήταν αγιογραφημένες σκηνές από τον βίο του Χριστού, με τη Βάπτιση στην αρχή να λαμβάνει χώρα μέσα σε καρό νερό, που η αυθαίρετη προοπτική του το ανύψωνε σ’ έναν καταρράκτη όμοιο με αντίσκηνο. Οι πολύχρωμοι Ευαγγελιστές, ο Σολομών με πλήρη ένδυση και στέμμα κι ο Ηλίας μ’ έναν λαμπρό μανδύα αγριοκοίταζαν από τις κολόνες.

 

 

//Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο Καιρόν του Σιγάν/Στη σιωπή των μοναστηριών/Βόρεια Γαλλία – Καππαδοκία του Πάτρικ Λη Φέρμορ που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο με μετάφραση του Μιχάλη Μακρόπουλου.  

 

Διαβάστε ακόμα: Πάτρικ Λη Φέρμορ. Η ευτυχία μιας μέρας στον Ταΰγετο μες στο κατακαλόκαιρο.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top