«Η Μάνη που περιγράφεται εδώ είναι η Μάνη του 1952 – όταν έκανα αυτό το ταξίδι – που βρίσκεται ακόμα πολύ κοντά στα αισθήματα και τις συνήθειες του ιστορικού της παρελθόντος», σημειώνει στον Πρόλογο της ελληνικής έκδοσης ο Πάτρικ Λη Φέρμορ – εδώ στην αυλή του σπιτιού του στην Καρδαμύλη. (Φωτογραφία: Joan Leigh Fermor, Courtesy The New York Review of Books).

[…] Στα χείλια του γκρεμού, πάνω απ’ αυτό το χάος, βρήκαμε μια θαυματουργή πηγή: ένα ρυάκι με κρύο, γάργαρο και λαμπερό νερό που έσμιγε στην κουφάλα του κορμού ενός δέντρου με γυαλιστερά πράσινα βρύα. Μια αγριοσυκιά χειρονομούσε από πάνω μας. Εδώ, αφού ξεδιψάσαμε, ξαπλώσαμε ακουμπώντας τα πόδια μας πάνω στα λιθάρια. Την ώρα που ο ιδρώτας ξεραινόταν σχηματίζοντας αλατένιους κρατήρες κ’ οι σφυγμοί μας γινόντουσαν όλο και πιο αργοί, βλέπαμε τις αδύνατες γαλάζιες τουλύπες απ’ τον καπνό των τσιγάρων μας να διαλύονται στον ουρανό ενώ η κουβέντα ξανάρχιζε σιγά σιγά. Αυτές τις άδειες κορφές, όπως γράφει ο Όμηρος, είχε για λημέρι της η Άρτεμη μαζί με τρεις κατσικοπόδαρες νύμφες. Αυτές παρασέρνανε τους μοναχικούς ταξιδιώτες σ’ έναν λαϊκό χορό και τους οδηγούσαν, ανυποψίαστους, σ’ έναν γκρεμό απ’ όπου τους έσπρωχναν, στέλνοντάς τους κουτρουβαλιαστά κάτω στον κόλπο…

Ξαφνικά, ένα θαύμα ακόμα ήρθε να προστεθεί στην ευτυχία μας· μια κρύα πνοή αγέρα. Αυτή είναι μια από τις ευλογίες που σπάνια λείπει απ’ το κατακαλόκαιρο της Πελοποννήσου. Έπειτα από ατέλειωτα πρωινά που ψήνεσαι, σαν έρθει τ’ απόγεμα, που θαρρείς πως το τρομερό αυτό μαρτύριο θα δυναμώσει ακόμα πιο πολύ, υψώνεται ξαφνικά αυτός ο ακίνητος αέρας που ζεσταίνεται παραπάνω απ’ ό,τι μπορείς να τον αντέξεις. Το κενό αυτό, που τόσο αποστρέφεται η φύση, όπως υψώνεται σαν αερόστατο, σέρνει δροσερά θαλασσινά ρεύματα αέρα στα στριφογυριστά φαράγγια και δημιουργεί μιαν ευχάριστη αναταραχή της ατμόσφαιρας· μια σταθερή, δροσερή αύρα που ξαναζωντανεύει τον ταξιδιώτη στα τελευταία του ξέπνοα βήματα.

«Αυτές τις άδειες κορφές, όπως γράφει ο Όμηρος, είχε για λημέρι της η Άρτεμη». (Jean-François de Troy, «Diana and Her Nymphs Bathing»).

Ένας αδύνατος απόηχος κουδουνιών μαρτυρούσε πως εκεί μακριά, κάτω στην άβυσσο, οι κατσίκες έδιωχναν τη χαύνωση απ’ τον μεσημεριάτικό τους ύπνο. Ο Γιώργος, στο αναμεταξύ, έκοβε ψιλά – ψιλά κρεμμύδια, σκόρδα και πράσινες πιπεριές μέσα σε μια κουφάλα του βράχου. Κόβοντας την άκρη από ένα αγγούρι την έδωσε στην Ιωάννα, που δίχως να πει λέξη την κόλλησε στο κούτελό της. (Αυτή η περίεργη συνήθεια απλώνει μιαν ευχάριστη δροσιά στο μέτωπο. Είναι συνηθισμένο, το καλοκαίρι, να βλέπεις ανθρώπους να κάθονται την ώρα που τρώνε ή ακόμα να περπατούν στο δρόμο μ’ αυτά τα μυστήρια βαθυπράσινα υπερσαρκώματα που βγαίνουν απ’ τα κεφάλια τους σαν το φυτρωμένο κέρατο των μονόκερων πουλαριών.)

Βάζοντας το χέρι του μέσα στην κουφάλα του δέντρου, έβγαλε τρία παξιμάδια από την πηγή και τα τύλιξε σ’ ένα πανί, για να τραβήξει το νερό πριν παραμουσκέψουν. Αυτές οι βαθυκάστανες ελαφρόπετρες, ψημένες δυο φορές – η βασική τροφή των Ελλήνων τσοπάνηδων και των Βασιλειανών ερημιτών του Μεσαίωνα – μπορούν να διατηρηθούν για πολλούς μήνες. Σκληρά σαν απολιθώματα, είναι πολύ νόστιμα· ιδιαίτερα όταν τρώγονται με σκόρδο και δεν τ’ αφήσεις να παραμαλακώσουν. (Τα ψημένα αυτά ορθογώνια έχουν βαθειές χαραγματιές για να μπορεί να τα σπάζει κανείς πιο εύκολα. Τα κομμάτια τους μοιάζουν παραπολύ με τα καφετιά άδεντρα νησάκια που είναι σκορπισμένα γύρω απ’ τις ακτές της Ελλάδας – γνωστοί είναι οι απότομοι βράχοι, έξω απ’ τις Κρητικές ακτές, που εξέχουν στο Λιβυκό πέλαγος και λέγονται «Τα Παξιμάδια»). Ξετυλίγοντας το πανί, τα ακούμπησε πάνω σε μια πέτρα, ράντισε τα κρεμμύδια, τις ντομάτες, τις πιπεριές και το αγγούρι με αλάτι, μαζεμένο απ’ τα βράχια της ακροθαλασσιάς και τους έριξε λάδι. Έκοψε μετά ένα φύλλο από συκιά κι έβαλε πάνω του μια χούφτα ελιές σα μια μαύρη πυραμίδα. Έβγαλε, ακόμα, μια μικρή μπουκάλα κρασί. Καθήσαμε κοντά του, έκανε τρεις φορές τον σταυρό του κι ορμήσαμε.

Το εξώφυλλο και τα σχέδια στο βιβλίο των εκδόσεων Κέδρος υπογράφει ο Άγγλος ζωγράφος –και φίλος του Πάτρικ Λη Φέρμορ– Τζων Κράξτον.

Όταν τελειώσαμε κι αδειάσαμε τα ποτήρια ένα γύρω, σφουγγίσαμε τα τελευταία απομεινάρια του λαδιού με σβώλους από παξιμάδια. Ο Γιώργος μάς έδωσε έπειτα μερικά πράσινα, σκληρά, πολύ γλυκά, αχλάδια. Ενώ ακουμπούσαμε πίσω στις πέτρες καπνίζοντας, μάζεψε ευσυνείδητα ό,τι απόμεινε απ’ τα παξιμάδια, τα φίλησε και τα τύλιξε πάλι στο πανί. Υπάρχει μια πρόληψη που απαγορεύει να πετιέται και το μικρότερο κομματάκι απ’ το ψωμί. Το φιλί είναι μια ευχαριστία και μια θύμηση του Μυστικού Δείπνου. Ήταν ένας ξανθός, εγκάρδιος, αλλά πολύ σιωπηλός άντρας.

«Δεν πρέπει να κοιμηθείτε κάτω από συκιά», είπε, βλέποντας τα ματόκλαδά μας να κλείνουν.

«Γιατί όχι;»

«Η σκιά είναι πολύ βαρειά».

Αυτό το είχα ξανακούσει, ιδιαίτερα στην Κρήτη. Δεν υπάρχει καμιά εξήγηση γι’ αυτόν τον βαρύ ύπνο, παρά μοναχά ότι φέρνει ζαλάδα και κακά όνειρα. Είναι κι αυτό τόσο αλλόκοτο, σαν την πρόληψη στην Καραϊβική, που λέει πως όποιος κοιμηθεί κάτω από ένα ανθισμένο στριχνόδεντρο, τρελλαίνεται. Άλλαξα θέση, πηγαίνοντας από ευγένεια λίγους πόντους πιο πέρα, μια και ποτέ δεν είχα αισθανθεί αυτά τα συμπτώματα. Ο Γιώργος ξάπλωσε, βάζοντας μια πέτρα για μαξιλάρι. […]

 

// Απόσπασμα από την ελληνική έκδοση του βιβλίου του Πάτρικ Λη Φέρμορ «Μάνη» σε μετάφραση του Τζαννή Τζαννετάκη, εκδόσεις Κέδρος, 1972, 2007. Τίτλος του πρωτοτύπου: «MANI, Travels in the Southern Peloponnese», 1958.

 

 

Διαβάστε ακόμα: Αυτή είναι η μυθική οικία του Πάτρικ Λη Φέρμορ στην Καρδαμύλη.

 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top