Εύμορφος ως νέος, αλλά και πάντα ανήσυχος.

Η μουσικότητα του ονόματός του φέρνει στο μυαλό ήχους μιας ταραντέλας που ολοένα φθίνει, καθώς πέφτει το φως και πλησιάζει το σκοτάδι. Ίσως και κάποιο γλυπτό του Ντονατέλο ή έναν πίνακα του Μαντένια. Τι παράξενο, αυτή η μουσική, καίτοι υπήρξε στη ζωή του Πιέρ Πάολο Παζολίνι, δεν είχε τη ηδύτητα ενός ήρεμου παφλασμού, αλλά τη δύναμη ενός ορμητικού ποταμού που παρασέρνει τα πάντα.

Σε μια από τις πρώτες σκηνές της πιο ακραίας ταινίας του, το «Σαλό ή 120 μέρες στα Σόδομα», ένας εκ των φασιστών βασανιστών λέει: «Ό,τι είναι ακραίο είναι και καλό». Μια δήλωση προθέσεων που λες και βγήκε από το στόμα του σκηνοθέτη. Μια τάση για παντοειδείς ακρότητες που μέσα τους, όμως, αποζητούν μια διαρκή κάθαρση. Αυτή ήταν η ζωή του Πιέρ Πάολο.

Η κάμερα υπήρξε το μάτι του στον κόσμο.

Γιος φασίστα στρατιωτικού γραφειοκράτη, βίωσε από νωρίς την αυταρχικότητα του συστήματος στο οικογενειακό μικροκλίμα. Έγκαιρα κατανόησε πως τα ελευθεριακά πνεύματα αυτού του συστηματοποιημένου κόσμου οφείλουν να αποζητούν τη διάρρηξη με κάθε κοινωνική υποχρέωση. Να αντιβαίνουν, να ανθίστανται. Με τα δικά του λόγια: «Το να σκανδαλίζεις είναι δικαίωμα. Το να σκανδαλίζεσαι, απόλαυση».

Ο Παζολίνι έγινε, εν τοις πράγμασι, «το απόλυτο Οιδιπόδειο προϊόν» (ορισμός του E. Becker). Προσπάθησε να σκοτώσει τον πατέρα μέσα του, δημιουργώντας μόνος του τον εαυτό του. Μια υπαρξιακή ταυτολογία που όρισε τη ζωή και την τέχνη του. Τυπικά ο Παζολίνι υπήρξε κινηματογραφιστής. Ουσιαστικά, όμως, ήταν ένα ηχείο τέχνης. Μόνο που η μουσική που έβγαινε από τους πόρους του μυαλού και του σώματός του ήταν τραχιά, χθόνια, μυστηριακή, καταγωγική.

Η ποίηση, ο κινηματογράφος, η ερωτική του κλίση, η στάση του απέναντι στα πράγματα, όλα κατατείνουν σε μια διακήρυξη ελευθερίας.

Οπως θα γράψει και ο ίδιος στο ποίημά του «Poesie mondane»: «Προέρχομαι από τα αρχαία ερείπια και τις εκκλησιές… από τα εγκαταλελειμμένα χωριά των Απένινων… όπου αδέρφια έχουν ζήσει. Σαν τρελός περιπλανιέμαι στην Τουσκολάνα, στην Άπια σαν σκύλος δίχως αφέντη… από το ακραίο σύνορο κάποιας θαμμένης εποχής». Οντως, ένας σκύλος δίχως αφέντη.

Πάντοτε εκτός ρεύματος, πάντοτε ακολουθώντας τον δικό του προσωπικό δρόμο (mubi.com).

Γεννήθηκε στις 5 Μαρτίου 1922, ακριβώς τη χρονιά που ο Μπενίτο Μουσολίνι ανήλθε στην εξουσία (η συνέχεια είναι γνωστή). Μπολονέζος στην καρδιά, αλλά ουτοπιστής στην πράξη (με την έννοια ότι ο δικός του εσωτερικός τόπος ήταν αποχρωματισμένος). Ως φοιτητής ακουμπάει ταυτοχρόνως τον Γκράμσι και τον Μαρξ. Πάντοτε εκτός ρεύματος, πάντοτε ακολουθώντας τον δικό του προσωπικό δρόμο.

Η ποίηση, ο κινηματογράφος, η ερωτική του κλίση, η στάση του απέναντι στα πράγματα, όλα κατατείνουν σε μια διακήρυξη ελευθερίας, μια μάχη χαρακωμάτων απέναντι στην αστική φάρσα. Ο Παζολίνι είναι η επανάσταση ως βούληση και ως παράσταση, κόντρα στην κυνική αστική τοπογραφία.

Είναι κατεξοχήν Ρομαντικός, ένας Θορώ που θέλει να διατηρήσει αναλλοίωτο μέσα του το πολιτιστικό τοπίο. Αυτό το τοπίο προφυλάσσει και μετουσιώνει μέσω του έργου του. Ναι, για τους πολλούς υπήρξε ένα φως που κάηκε νωρίς. Για άλλους, όμως, ήταν ένα άγριο λουλούδι που πήγε και φύτρωσε καταμεσής ενός κοπρώνα δίχως να λερωθεί.

Υπήρξε μέγας λάτρης του ποδοσφαίρου (storiastoriepn.it).

Η ομοφυλοφιλία του είναι ένας πολιτικός ρόλος όχι μόνο ένα σωματικό ξεδίψασμα. Ισως γι’ αυτό και οι απολιτίκ ομοφυλόφιλοι της εποχής δεν τον αποδέχθηκαν. Η ερωτική του έλξη προς ένα αντρικό σώμα ήταν γι’ αυτόν ένας ακόμη τρόπος να σπάσει τους κώδικες. Εδειχνε την άρνησή του να ενσωματωθεί, να ακολουθήσει τις κοινές πρακτικές. Για τον Παζολίνι, η ομοφυλοφιλία είναι ένα όχημα συνολικής ανατροπής της κοινωνίας. Πόσο άλλο να φωνάξει την βαθύτερη ετερότητά του;

Ο Παζολίνι είναι ένας μύθος που έκανε τον άλλο μύθο του πατριωτικού ιδεώδους, που έσφυζε στην Ιταλία, να μοιάζει με επαίσχυντη καρικατούρα.

Ο άνθρωπος Πιέρ Πάολο, αλλά και ο κινηματογραφιστής Παζολίνι είναι η αρχέγονη κραυγή ενός ενστίκτου που δεν επιθυμεί να ακολουθήσει τις αρχές της μοντερνικότητας. Στην πρώτη του ποιητική συλλογή «Τα Ποιήματα στην Casarsa»,  λέει πως: «το χωριό μου ήταν φτιαγμένο από χαμένο χρώμα…». Ιδού ξανά ο αποχρωματισμός.

Ο Παζολίνι είναι ένας μύθος που έκανε τον άλλο μύθο του πατριωτικού ιδεώδους, που έσφυζε στην Ιταλία, να μοιάζει με επαίσχυντη καρικατούρα. Αυτός ο μύθος είναι ολοκληρωτικά αποτυπωμένος στις ταινίες του.

Mε την Μαρία Κάλλας στην «Μήδεια» (AFP PHOTO).

Mέσα σε 14 χρόνια ακάματης και θυελλώδους δημιουργίας κατάφερε να αφήσει ένα πλούσιο έργο, που σηματοδοτήθηκε από μερικές αξέχαστες συνεργασίες, όπως αυτή με τη μεγάλη ιταλίδα σταρ Άννα Μανιάνι στο «Μάμα Ρόμα» και βέβαια με την ελληνίδα υψίφωνο Μαρία Κάλλας, με την οποία γύρισε την θρυλική «Μήδεια», τη μοναδική ταινία όπου η Κάλλας παίζει ως ηθοποιός, χωρίς όμως να τραγουδά.

Με την Κάλλας συνδέθηκαν με μια βαθιά φιλία. Μάλιστα, το 1969, ο Παζολίνι την φιλοξένησε για δύο βδομάδες στο ιστιοφόρο του «Edipo Re» («Βασιλιάς Οιδίπους»). Ήδη από το 1955, όταν εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημά Ragazzi di vita, ο Παζολίνι άρχισε να παίζει τον ρόλο του πιο προκλητικού διανοητή της Ιταλίας, με τα βιβλία, τα άρθρα και αργότερα τις ταινίες του να πυροδοτούν αντιπαραθέσεις και συζητήσεις, οδηγώντας τον μέχρι και στα δικαστήρια. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο απεικόνιζε τον υπόκοσμο της Ρώμης, οδήγησε σπουδαίους δημιουργούς, όπως ο Φελίνι, να του προτείνουν συνεργασία στο σενάριο των ταινιών τους («Νύχτες της Καμπίρια», «Γλυκιά Ζωή»).

Ο Παζολίνι είναι ο ίδιος που κινηματογραφεί με οργιαστικό τρόπο το «Δεκαήμερο», τους «Θρύλους του Καντέρμπουρι» και τις «Χίλιες και μια νύχτες», με την κατάβαση στην κόλαση του «Σαλό».

Από το «Ακατόνε» που υπήρξε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο (1961) έως το «Σαλό» (1975), ο Παζολίνι έχτισε έναν κινηματογραφικό κόσμο που είναι φτιαγμένος από απλά υλικά, σχεδόν υποτυπώδη για άλλους κινηματογραφιστές. Είναι ένας κινηματογράφος της αλήθειας. Ανακάτεψε κόσμους, διαλέκτους, τους εστέτ με τους λούμπεν, τη σκληρή πραγματικότητα με τη ζωγραφική απεικόνιση (υπήρξε λάτρης της ζωγραφικής του 14ου αιώνα).

Μέσα από τη δική του ματιά βλέπουμε με διαφορετική οπτική την πόρνη με την μεγάλη καρδιά, Μάμα Ρόμα, τον πιο ανθρώπινο Χριστό της 7ης τέχνης, στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (ένας Γκρασμικός Ιησούς από τον λαό για τον λαό), την πιο αυθεντική εκδοχή των αρχαιοελληνικών μύθων στο «Βασιλιάς Οιδίπους» και τη «Μήδεια».

Ο δικός του Ιησούς στο «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο».

Ο φιλοσοφικός στοχασμός του γύρω από την παντοδυναμία της ερωτικής απελευθέρωσης στο «Θεώρημα» (1968) θα φανερώσει τη δική του προβληματική για την καταγωγή της ανθρώπινης σεξουαλικότητας. Ένας μυστηριώδης ξένος εισβάλλει στη βίλα μιας μεγαλοαστικής οικογένειας και γίνεται εραστής όλων των μελών της. Κατά τον Παζολίνι: «Το “Θεώρημα” είναι έργο σκανδαλώδες, αλλά μόνο με την ιδεολογική έννοια. Δεν πρόκειται για παραβολή της έλευσης του Ιησού ανάμεσα στους ανθρώπους, δεν είναι ο Ιησούς που διεισδύει στον σύγχρονο κόσμο. Είναι ο Θεός, ο τρομερός Θεός της Δημιουργίας· ο Ιεχωβάς».

Πέπλο μυστηρίου συνεχίζει να καλύπτει ακόμη και σήμερα τη δολοφονία του μεγάλου κινηματογραφιστή, ποιητή και συγγραφέα.

Στο «Χοιροστάσιο» (1969), σε κάποια απροσδιόριστη αρχαϊκή εποχή, ένας ερημίτης στις πλαγιές της Αίτνας γίνεται ανθρωποφάγος, λήσταρχος, καταδικάζεται σε θάνατο και κατασπαράσσεται από ζώα. Στη Γερμανία του ‘60 ο διαφορετικός και απροσάρμοστος γιος ενός βιομηχάνου καταβροχθίζεται από γουρούνια πληρώνοντας τις σοδομιτικές του τάσεις.

Εχουμε να κάνουμε με δύο σκοτεινές παραβολές. Από τη μία καταγγελία μιας κοινωνίας κανιβαλικής απέναντι στα απείθαρχα παιδιά της, από την άλλη μαύρη ιδεολογική κωμωδία του αδιέξοδου, η ταινία καταλήγει σε ανησυχητικά ερωτηματικά για την παρακμή της μεταναζιστικής Ευρώπης.

Κινηματογραφώντας το «Δεκαήμερον»

Ο Παζολίνι είναι ο ίδιος που κινηματογραφεί με οργιαστικό τρόπο το «Δεκαήμερο» (1971) του Βοκάκιου, τους «Θρύλους του Καντέρμπουρι» (1972) και τις «Χίλιες και μια νύχτες» (1973-74), οι οποίες σηματοδοτούν την «Τριλογία της Ζωής», με εκείνον που κάνει  κατάβαση στην κόλαση του «Σαλό», της πιο πολυσυζητημένης ταινίας του.

Εκεί, παίρνει υπό μάλης τον Μαρκήσιο Ντε Σαντ και το καταραμένο μυθιστόρημά του και το μεταφέρει στη φασιστική δημοκρατία του Σαλό. Τέσσερις ακόλαστοι άρχοντες συγκεντρώνουν παρθένους νέους και νέες και τους υποβάλλουν σε ένα παγερά οργανωμένο, «θεατρικό» τελετουργικό σεξουαλικής υποδούλωσης, εξευτελισμού, βασανισμού και αφανισμού. Η εφιαλτική διαδικασία εξελίσσεται σε τέσσερα μέρη, ακολουθώντας το σχήμα της Θείας Κωμωδίας του Δάντη. Σκανδαλώδες, ακραία ριψοκίνδυνο και εντελώς αναφομοίωτο, το φιλμ με την ψυχρή λογική του προκαλεί τους θεατές και παραμένει ένα ενοχλητικό, σαδικό αντικείμενο, όπως έγραψε ο Ρολάν Μπαρτ.

Το σκανδαλώδες «Σαλό ή 120 Μέρες στα Σόδομα».

Το τέλος του Παζολίνι είναι σκληρό. Ολότελα σκληρό. Πέπλο μυστηρίου συνεχίζει να καλύπτει ακόμη και σήμερα τη δολοφονία του μεγάλου κινηματογραφιστή, ποιητή και συγγραφέα, καθώς δεν έχει διασαφηνιστεί εάν επρόκειτο για άγριο έγκλημα πάθους ή πολιτική δολοφονία.

Στις 2 Νοεμβρίου 1975 το κορμί του Παζολίνι κομματιάστηκε από ένα αυτοκίνητο, το οποίο πέρασε από πάνω του δεκάδες φορές. Για τη δολοφονία του καταδικάστηκε ως ένοχος ένας εκπορνευόμενος νεαρός, ο 17χρονος τότε, Πίνο Πελόζι. Ύστερα από 30 χρόνια ωστόσο, η ιστορία της δολοφονίας του ήρθε και πάλι στο προσκήνιο, όταν ο Πελόζι απέσυρε την ομολογία του, ισχυριζόμενος ότι δεχόταν απειλές για τον ίδιο και την οικογένειά του, ώστε να μην αποκαλύψει τους πραγματικούς ενόχους.

Μετά τον θάνατο των εκβιαστών του, παραδέχτηκε, το 2005, ότι στο φονικό συμμετείχαν τρεις άντρες, οι οποίοι ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου τον Παζολίνι, βρίζοντάς τον χυδαία για την ομοφυλοφιλία του και φωνάζοντάς τον «βρωμοκομμούνι». Πολλές ήταν οι αναφορές ότι το έγκλημα διεπράχθηκε από νεοφασίστες. Δυστυχώς, λόγω έλλειψης στοιχείων αν και η έρευνα είχε ξεκινήσει και πάλι δεν άργησε να παγώσει.

 

Διαβάστε ακόμα: Άντονι Χόπκινς – ένας σερ παλαιάς κοπής.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top