Παλιές βιοτεχνίες όπως τα Κασμήρια Μερινός που σήμερα έχουν ερειπώσει.

Επισκεπτόμενη, για τη δημιουργία αυτού του βιβλίου που τελεί υπό την αιγίδα του υπουργείου Πολιτισμού, πολλές συνοικίες της ευρύτερης ζώνης του Πειραιά και συνομιλώντας με κόσμο γνώρισα καλύτερα την τοπική ιστορία μιας μεγαλύτερης ιστορίας. Πλέον καμία συνοικία δεν μου είναι άγνωστη όπως ήταν κάποτε και αναγνωρίζω τον μύθο και τον πολιτισμό που η καθεμία φέρει.

Η Νέα Χαλκηδόνα με το ποτάμι της τον Ποδονίφτη που στις όχθες του υπάρχουν τα ερείπια πολλών εγκαταλειμμένων σπιτιών από το ’22 με πυκνές στρώσεις σκουριάς και σκόνης. Η Γέφυρα του Ρεμπέτη με τα απομεινάρια των εργοστασίων της Singer δίπλα στον παραδοσιακό απείραχτο από το ’22 συνοικισμό της Αγίας Σοφίας.

Η παραλία γεμάτη αχινούς κάτω από τον βιολογικό της Ψυττάλειας όπου κόσμος λούεται, το εγκαταλειμμένο λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου δίπλα στην πάντα ένδοξη Κούλουρη. Το λιμανάκι των Φηρών κάτω από την Ηλεκτρική στο Κερατσίνι και το γραφικό Πέραμα με τα καρνάγια, τόπο διασκέδασης και εκδρομής κάποτε όπως και ο Ρέντης η οι Τζιτζιφιές αποτελούν θραύσματα της ιστορίας του βιβλίου αλλά κυρίως του κόσμου μας.

Συνειδητοποίησα ότι η Πειραιώς είναι ένας δρόμος που η ανθρώπινη μοίρα με όλη της την περιπέτεια τον καταξίωσε να είναι το όχημα που στο οδόστρωμα του κουβαλάει τη μοίρα και το πεπρωμένο της ελληνικής φυλής και πλέον δεν οδηγώ αδιάφορα. Θαυμάζω τα αρχοντικά της Καλλίπολη, συνδέομαι με τα διάταγμα προσφυγικά της Νίκαιας, σκέφτομαι ότι δεν πρέπει να γκρεμίσουν τα προσφυγικά της Αλεξάνδρας.

Συνάντησα ιστορίες για πρότυπο αρσενικών πολύ μακρινά από τα σημερινά. Σε μια νέα εποχή ακόμα αχαρακτήριστη αυτές οι ιστορίες έρχονται να μας βρουν εν όψει των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή για να τις ακούσουμε.

Ο Δημήτρης Γκόγκος ή αλλιώς Μπαγιαντέρας ήθελε να είναι ο τύπος του μάγκα όπως αυτούς που έβλεπε να περπατούσαν στη γειτονιά του.

Εικόνες ενός παλιού Πειραιά στην καρδιά του σημερινού.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΩΤΗ: Από τον Μπαγιαντέρα στη Στέλλα 

Πολλά τραγούδια του Μπαγιαντέρα, εκπρόσωπου μιας γενιάς που έζησε τη δεκαετία του ’20 και του ’30 σημείωσαν επιτυχία αλλά ειδικά το τραγούδι “Χατζηκυριάκειο” ταυτίστηκε όσο κανένα άλλο με τη συγκεκριμένη περιοχή του Πειραιά τη συνοικία του Αγίου Νείλου. Ο Δημήτρης Γκόγκος ή αλλιώς Μπαγιαντέρας ήθελε να είναι ο τύπος του μάγκα όπως αυτούς που έβλεπε να περπατούσαν στη γειτονιά του και δεν έκαναν ποτέ πίσω στις θέσεις τους.

Στο πρόσωπό τους συγκέντρωναν στοιχεία και χαρίσματα διαφορετικών κοινωνικών τάξεων όπως και η περιοχή του Αγίου Νείλου που μεγάλωσε. Έμαθε μουσική αλλά επιδόθηκε στο μπουζούκι, αγαπούσε τον αθλητισμό αλλά ήθελε να παλεύει ελληνορωμαϊκή, άκουγε κλασική μουσική αλλά έπαιζε σε παράξενα στέκια, έκανε γυμναστική και μπάνιο με κρύο νερό στην αυλή. Τη δεκαετία του 1920 παιζόταν διαρκώς στα θέατρα της Αθήνας και του Πειραιά ή οπερέτα του Εριχ Κάλμαν και ο κόσμος την είχε μάθει αφού την ανέβαζαν στις θεατρικές σκηνές διαρκώς. Τότε ήταν που ο Γκόγκος τη διασκεύασε για μπουζούκι.

Από αυτή τη διασκευή, του βγήκε το παρατσούκλι Μπαγιαντέρας. Την περίοδο του αλβανικού πολέμου λόγω από αβιταμίνωσης τυφλώνεται την ώρα μάλιστα που τραγουδά. Όλα του τα τραγούδια αποτελούν αποσπάσματα της ζωής του και κυρίως στη γειτονιά του όπως το “Η μικρή από το Πασαλιμάνι” η το “Καλλιπολίτισσα”. Ο Πειραιάς του 1920 ήταν πολύ άγριος. Οι φόνοι ήταν στην ημερήσια διάταξη, οι τεκέδες από την Πειραϊκή ως τη Τρούμπα και πιο πέρα στον άγιο Διονύση παρέες με νταήδες σεσημασμένους χτυπούσαν μπαμπέσικα. Ατρόμητοι μαχαιρώνονταν και όποιος έκανε πίσω δεν θα είχε μετά πρόσωπο να κυκλοφορήσει στην πιάτσα. Στα αγκαλιάσματα τους κρατούσαν μαχαίρι για να ξεπλένουν τη τιμή τους όπως κλασικά έπραξε ο Φούντας στη ταινία “Στέλλα”.

Καφενεία και μαγαζιά φέρουν τις ονομασίες από την Ανατολή όπου σκοτώθηκαν χιλιάδες.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ: Κουβαλώντας την Ανατολή

Ο Πειραιογράφος εκείνης της εποχής Άγγελος Κοσμίδης γράφει το Δεκέμβριο του 1922 “Ο τόπος μας όπως τον ξέραμε αποτελεί μία ανάμνηση. Τώρα έρχονται άλλες μορφές άλλες γλώσσες άλλα αισθήματα άλλες συνήθειες η μεταβολή είναι η εκδήλωση της ζωής είναι ο κανόνας πλέον αν θα ανταμώσουν δύο Πειραιώτες που κάνουν περίπατο στους δρόμους του Πειραιά θα φέρουν στη μνήμη τους στο στίχο εκείνο που λέει: ”Εδώ ήταν ένας άνθρωπος εκεί που τώρα είναι μια κατάσταση”.

Δύσκολη όχι μόνο για τους πρόσφυγες αλλά και για τους ντόπιους, η συνύπαρξη ανθρώπων με διαφορετικό πολιτισμικό επίπεδο, ήθη και έθιμα από διαφορετικές περιοχές, με κοινό γνώρισμα όλων τη νοσταλγία για τη χαμένη πατρίδα, το σπίτι και τη χαμένη ζωή η εκείνον τον αέρα της Ανατολής που χαρακτήριζε τη μουσική, την κουζίνα, το ντύσιμο, τους τρόπους. Η στέγη βασικό αγαθό στον άνθρωπο όπως και το φαγητό δημιουργεί παρηγοριά σε εκείνον που την έχει, ασφάλεια από τις καιρικές συνθήκες και την αγριότητα του δρόμου, στοιχεία απαραίτητα στις δύσκολες μέρες που ακολούθησαν για τους πρόσφυγες μετά τον ξεριζωμό τους.

Από την Ελληνική Ασία, τον Πόντο, την Ιωνία, την Οινόη, την Κερασούντα, καφενεία και μαγαζιά φέρουν τις ονομασίες από την Ανατολή όπου χιλιάδες σκοτώθηκαν. Περνώντας από την Κρεμμυδαρού στους δρόμους δεξιά και αριστερά δωματιάκια όπου ζούσαν σαρδέλες πέντε και έξι άτομα. Γυναίκες το απομεσήμερο κάτω από το λιοπύρι στις πόρτες της Κρεμμυδαρούς σκαλίζοντας τα περασμένα ταξιδεύουν για μία στιγμή πέρα εκεί στην Ανατολή.

Ο Δον Ζουάν, Φαέθων, μετέβαλε την εργένικη στέγη του σε οικογενειακή εστία και παντρεύτηκε μια άτυχη προσφυγόπουλα.

Λεβεντιά και χορός. Δύο στοιχεία που τα συναντούσες στον παλαιό Πειραιά.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΡΙΤΗ: Η εργένικη στέγη ενός Δον Ζουάν 

Το Νοέμβριο του 1923 το Υπουργείο Περιθάλψεως ανακοινώνει νομοθετικό διάταγμα σύμφωνα με το οποίο επιβάλει την αναγκαστική στέγαση των προσφύγων σε κενά σπίτια με κενά δωμάτια μέσω της επίταξης. Ο Φαέθων ο οποίος ως μοναχοπαίδι κληρονόμησε από τον πατέρα του ένα σπίτι πέντε ολόκληρων δωματίων, γνωστός εργένης, πλούσιος χαιρόταν τα πλεονεκτήματα της εργένικη ζωής.

Πότε με μία ζωντοχήρα, πότε με μία νεότερη ο Φαέθων δεν ήθελε πολύ ώστε να μεταβληθεί σε επίδοξο Δον Ζουάν. Απασχολημένος με τα δικά του, αμέλησε να μεριμνήσει για το πέμπτο δωμάτιο. Τα τέσσερα δωμάτια της οικίας του Φαέθωνα ήταν επιπλωμένα το πέμπτο όμως όχι, καθώς δεν υπήρχε χρόνος για τέτοια πράγματα. Η Επιτροπή Επιτάξεων εισήλθε και όταν ο έλεγχος άρχισε, ο Φαέθων έντρομος τους δείχνει τα ακριβά του έπιπλα, τις πορσελάνες, τις βιτρίνες θέλοντας να τους πείσει πως ένα τέτοιο σπίτι δεν ήταν κατάλληλο για φιλοξενία άλλων και μάλιστα προσφύγων.

Ανακαλύπτοντας το πέμπτο δωμάτιο η επιτροπή έκανε τον Φαέθωνα να χάσει την όμορφη εργένικη μοναχική ζωή του, την ησυχία του στο όμορφο σπίτι του: το πόρισμα έγραφε στέγαση δύο προσφύγων. Επί της οικίας κατέφθασαν δύο πρόσφυγες που ζούσαν μες στον ηλεκτρικό σταθμό, ένας παπάς ρακένδυτος από τη Σμύρνη μαζί με την κόρη του. Την επομένη κιόλας μέρα εγκαταστάθηκαν στο κενό δωμάτιο, στο πέμπτο με μόνη τους περιουσία δύο κουβέρτες που τους είχαν δοθεί από την πρόνοια.

Την επόμενη μέρα σηκώθηκε το πρωί με σκοπό να φύγει από το σπίτι. Ενώ βρισκόταν στην κουζίνα για να φτιάξει καφέ, η πόρτα άνοιξε και ένα πραγματικό κουρέλι που λίγο έμοιαζε με νεαρή κοπέλα εισήλθε: : «Σας παρακαλώ Κύριε, μου επιτρέπετε να πάρω λίγο νερό για τον πατέρα μου;», ρώτησε. Τότε όλος ο θυμός του Φαέθωνα για τους πρόσφυγες έφυγε. Κλείστηκε στο δωμάτιο του, αισθάνθηκε ότι σε εκείνο το κουρέλι δεν άξιζε αυτή τη μοίρα, πως είχε την ανάγκη του. Αισθάνθηκε όμως και έναν έρωτα ασυνήθιστα κεραυνοβόλο για την ξανθιά εκείνη προσφυγόπουλα. Το νομοθετικό διάταγμα του 1922 “περί επεκτάσεως κενών σπιτιών δια τη στέγαση προσφύγων” είχε ως αποτέλεσμα σε αυτή την περίπτωση ένα γάμο. Ο Δον Ζουάν μετέβαλε την εργένικη στέγη του σε οικογενειακή εστία και την άτυχη προσφυγόπουλα σε μία ευτυχισμένη σύζυγο.

Όταν για τη «αρτίστα» Ραμόνα διαπράχθηκε ένας φόνος θεωρήθηκε πως γυναίκες του είδους της, ήταν υπεύθυνες για τον ξεπεσμό της κοινωνίας.

Ξέφρενες νύχτες με γυναίκες, ερωτισμό και ζεϊμπέκικο.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΤΑΡΤΗ: Η Ραμόνα από την Τρούμπα 

Η “αρτίστα” Ραμόνα που εργαζόταν σε Καμπαρέ της Τρούμπας. Ασφυκτικά γεμάτο άνδρες διαφορετικής ηλικίας αλλά και οικονομικής επιφάνειας ήλπιζαν για την συντροφιά της. Όταν το Καμπαρέ έκλεινε, ο “τυχερός” της βραδιάς τη συνόδευε μέχρι το σπίτι της, σε μια βόλτα που άφηνε πολλά να εννοηθούν όπου άλλοι τα κατάφερναν κι άλλοι όχι αλλά όπως και να είχε ο επιλεγμένος κέρδιζε τον θαυμασμό των υπολοίπων. Όταν για αυτήν διαπράχθηκε ένας φόνος θεωρήθηκε πως γυναίκες του είδους της, ήταν υπεύθυνες για τον ξεπεσμό της κοινωνίας, ότι σαν τέτοιες περιέπαιζαν τους άνδρες, αδιαφορώντας για τις συνέπειες των πράξεών τους. Έτσι περισσότερο και από τον δολοφόνο, οι κατηγορίες στράφηκαν στο πρόσωπο της Ραμόνας η οποία είχε άδοξο τέλος.

Κάποια νεαρά κορίτσια που έφτασαν στο λιμάνι του 1922 εξαθλιωμένες, ορφανές, βιασμένες από τους Τούρκους έπεσαν λεία σε επιτήδειους.

Οι άντρες εκείνης της εποχής είχαν ένα ευδιάκριτο στυλ.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΕΜΠΤΗ: Η μαγεία του πειραιώτικου υπόκοσμου

Ο Πειραιώτικος υπόκοσμος είναι σημαντικό κομμάτι του σύγχρονου λαϊκού πολιτισμού. Κάποια νεαρά κορίτσια που έφτασαν στο λιμάνι του 1922 εξαθλιωμένες, ορφανές, βιασμένες από τους Τούρκους έπεσαν λεία σε επιτήδειους που τους υπόσχονταν μία ζωή άνετη και πλούσια. Ήταν θέμα επιβίωσης η πορνεία για αυτές, ενίοτε άβγαλτες καθώς ήταν έπεφταν θύματα ενός μεγάλου μονομερούς έρωτα που χρειαζόταν αυτοθυσία για να σωθούν τα οικονομικά του επαγγελματία αγαπητικού. Τα Βούρλα, η Τρούμπα περιβάλλεται από μία αύρα μυστηρίου και φαντάζει στο νου των ανθρώπων σαν θρύλος. Σε αυτό έχουν συντελέσει η τέχνη και οι προφορικές μαρτυρίες αυτών που θυμούνται την περιοχή την περίοδο της ακμής της.

Σπίτια μιας άλλης εποχής.

Όλα αυτά όμως είχαν μία μαγεία. Αυτό που έψαχνα εγώ και ήθελα να μάθω όλα αυτά τα χρονιά της έρευνας μου, ήταν τι είναι αυτό που οδηγεί τους ανθρώπους να λειτουργούν και να φέρονται έτσι, να επιλέγουν αυτόν τον τρόπο ζωής. Τα πρόσωπα αυτά μοιάζουν μυθιστορηματικά, αυτές οι γειτονιές είναι σημαντικό κεφάλαιο στην ελληνική βιβλιογραφία, κανείς δεν μπορεί να κρίνει τις πράξεις και τη συμπεριφορά των ανθρώπων που έζησαν τότε.

Σχεδόν συμμετρικά βρίσκονται στις δύο άκρες του μεγάλου λιμανιού τα Βούρλα και η Τρούμπα, οι δύο τοποθεσίες του αγοραίου έρωτα για έναν αιώνα, η ιστορία της πορνείας με αγαπητικές, αγαπητικούς, πόρνες, πάτρωνες, αδελφές, μαχαιροβγάλτες, ρεμπέτες, βίζιτες, σωματέμπορους, μπουζουξήδες, νταβατζήδες, βαποράκια, κλέφτες, χασικλήδες και ποικίλους φτωχοδιάβολους που ζούσαν στο σκοτεινό βιότοπο των λιμανιών και των στενών της αμαρτίας. Σήμερα βλέπω ότι ήταν κάτι πολύ λογικό. Υπήρχαν άνθρωποι που ζητούσαν να διασκεδάσουν και άνθρωποι που προσέφεραν διασκέδαση, σαν σ’ έναν νόμο, αυτόν της προσφοράς και της ζήτησης.

//Οι μαρτυρίες είναι των Στεφάνου Μίλεση και του Βασίλη Πισιμίση.

 

Διαβάστε ακόμα: «Στο βάθος του αιώνα». Ενα ονειρεμένο ταξίδι στην παλιά Αθήνα.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top