«Η Ελλάδα μάς άλλαξε τα φώτα νυφάδες απ’ το Σούλι τα όπλα του φωτός αξόδευτα» («Ελληνες πολεμιστές κατά τη διάρκεια της μάχης» του Johann Georg Perlberg).

Νίκος Καρούζος, Φθεγξάμενος αγαθά πράγματα

Μωρέ παιδιά καημένα
στο αίμα βουτηγμένα
η Ελλάδα μάς άλλαξε τα φώτα
νυφάδες απ’ το Σούλι
τα όπλα του φωτός αξόδευτα
χαιρέτα μας την κλεφτουργιά στο άπειρο
η οσμή απ’ το καθαριστήριο καθώς
διαβαίνω το πεζοδρόμιο.
Αλέκτορας αλεκτρισμού με όρια
αιωνιότητας
από παράθυρο τρόλεϊ.
Χειροτερεύω άνοιστος με κάτι μοβ ολόγυρά μου
ερμιά και αγριοσύνη.
Θροίζαν οι βρομούσες αεράκι θειότατο.
Μούτζω’ τα ω αναρχία μου! Δεν μπορεί να γίνει.
Κλώσσα Ιστορία δεν τη βλέπω· παραληρούμε.
Έχω ένα κρουνό ζώο μέσα μου· φαντάσου οι άλλοι…
Πάντως όταν αρχίζει το ποίημα
να γίνεται ύλη
εκεί είμαι.
Ξεριζώνω τα πάντα. Κι αν η ποίηση
κι αν η ποίηση
κι αν η ποίηση αδέλφια
– για τους βλάκες του πολιτισμού αενάως
με αμοιβαιότητα ενικού Θεέ και Κύριε

(Απρίλιος 1989, συλλογή Ευρέσεις από κυανό κοβάλτιο, 1991)


 

«Είχε έναν παπαγάλο ο Ρήγας ο Βελεστινλής που όλο επαναλάμβανε: ”Ελευθερία ή θάνατος”» (Ο Ρήγας Φεραίος και ο Αδαμάντιος Κοραής υποβαστάζουν την Ελλάδα. Εργο του Θεόφιλου).

Γιάννης Βαρβέρης, [Είχε έναν παπαγάλο]

Είχε έναν παπαγάλο
ο Ρήγας ο Βελεστινλής
που όλο επαναλάμβανε:
«Ελευθερία ή θάνατος»
συνέχεια το ίδιο:
«Ελευθερία ή θάνατος».
Ώσπου ο Ρήγας εκνευρίστηκε πολύ
με το χαζό πουλί
και κάπου το’ δωσε, το χάρισε

Δεν ήθελε, φοβήθηκε να μην θυμάται
φοβήθηκε να του θυμίζουν
το ιερό το σύνθημα
ο ντελικάτος Έλληνας.

(Από τη συλλογή «Ζωή στα σύννεφα», 2013)


 

«23 Μαρτίου σκάρτα οκτώ βρέθηκα στην αναπαράσταση. Τους ήρωες του Εικοσιένα τους αγαπούσα» ( Μπότσαρης αιφνιδιάζει το τουρκικό στρατόπεδο του Ευγένιου Ντελακρουά).

 

 

Γιάννης Τζανετάκης, Ραγιάδες

23 Μαρτίου σκάρτα οκτώ βρέθηκα στην αναπαράσταση. Τους ήρωες του
Εικοσιένα τους αγαπούσα σαν είδα όμως στο άλογο τον Γέρο του Μοριά
σκαρφάλωσα ευθύς σε μια μουριά – καληώρα οι ραγιάδες βγήκαν στο κλαρί.
Κάτω ο πατέρας είχε γίνει τούρκος, μα ευτυχώς ο ήρωας δεν τον είδε και τη
γλύτωσε. Ήρθαν μετά ο Παπαφλέσσας και ο Νικηταράς. Οι τρεις τους φαι-
νεται έπαιζαν μαζί μικροί – ο ένας έλεγε στον άλλο καλό βόλι.  Ακούς μπα-
μπά μου φώναξα καλό πράμα οι βόλοι: η Ιστορία με δικαίωσε. Αρχισαν
ύστερα οι χοροί κομμάτι ξελαγράρισε το Γένος. Τα ‘χα μπερδέψει όλα Πα-
παλάμπραινα οι ήρωες τα κλαρίνα οι μπαταριές έγιναν στο μυαλό μου ένα.
Και το πιο ωραίο: με τέτοιες άντρες ωρίμασα κι εγώ. Μα πιά σαν κα-
θετί ώριμο τι ήθελα στο δέντρο. Κατέβηκε με έσυρε σπίτι φυσικά απ’ τον
καρπό ο πατέρας. Του έχωνα τα νυχάκια μου όπου έβρισκα – έλιαζε πίσω
τα δικά του ο αετός.

(Από τη συλλογή «Στο νήπιο με στυλό», 1998, Εκδόσεις Καστανιώτη)


 

«Τότε μπορεί στην ερημιά ενός απέραντου ουρανού να βαδίσει, μπορεί, ένα πουλί» («Μετά την καταστροφή των Ψαρών». Έργο του Νικόλαου Γύζη).

Μαρία Λαϊνά, Τα Ψαρά

Το τέλος του κόσμου θα’ναι
μια μέρα τρυφερή
με βήματα ανθρώπων

Τότε μπορεί
στην ερημιά ενός απέραντου ουρανού
να βαδίσει, μπορεί, ένα πουλί,
ίσως σπουργίτης
γιατί μου είπαν πως αυτός περισσότερο απ’ τα πουλιά
επιθυμεί τον έρωτα
μπορεί λοιπόν
χωρίς δόξα καμιά
και τυλιγμένες τις φτερούγες του στους ώμους
να κλάψει μουγγός
την παρουσία του θανάτου
που τη σκιά του απ’ τη γη στον ουρανό θα ρίχνει
και δεν θα χρησιμεύει πιά το πέρασμά του
για προφητείες
παρά για αυτοψία.

(Από τη συλλογή «Αλλαγή τοπίου», 1972)


 

«Στην άκρη της Αράχωβας ο Γεώργιος Καραϊσκάκης -έτσι άγαλμα που έμεινε-» (Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ορμά έφιππος προς την Ακρόπολη, πίνακας του Γεώργιου Μαργαρίτη).

Γιώργος Χ. Θεοχάρης, Η μεγάλη δοκιμασία του Γεώργιου Καραϊσκάκη στα τέλη του εικοστού αιώνα

Χιονίζει στην Αράχωβα.
Τον θυμωμένο Παρνασσό η αντάρα κρύβει.
Skiers με φόρμες κολλητές
μπαίνουν στα pub για ένα drink,
τρέχουμε στα fast food.
τρώνε hot dog με ketch up.
Χορεύουνε στις disco techno και σκυλέ,
φοράνε anorak, lip stick στα χείλη,
στους καρπούς Swatch.
Καπνίζουν Marlboro, Silk cut και Lucky Stike.

Φρουμάζει τ’ άλογο του Μουσταφά
σφαγμένο στο σοκάκι.
Κυλάει το αίμα του αχνιστό
στο κρύο καλντερίμι.

Στην άκρη της Αράχωβας
ο Γεώργιος Καραϊσκάκης
-έτσι άγαλμα που έμεινε-
αν του ‘χε φτιάξει χέρια ο γλύπτης,
θα ‘βγαζε μέσα από τη φέρμελη
ένα ζευγάρι μαύρα Rayban
ν’ απολαμβάνει με ασφάλεια
αυτούς του όμορφους, σφιχτοδεμένους κώλους,
που πάνε κι έρχονται μπροστά στο ηρώον του,
χωρίς να βάζει σε κίνδυνο
την αγωνιστική του αξιοπρέπεια

 

(Από τη συλλογή «Αμειψισπορά», Έκδοση Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Λιβαδειάς, 1996)

 

// Όλα τα ποιήματα ανθολογούνται στην έκδοση «Η ποίηση της ελληνικής επανάστασης 1821» (εκδ. Πατάκη) σε ανθολόγηση, εισαγωγικές σημειώσεις, επιμέλεια και εργογραφικά σημειώματα ποιητών από τον Κώστα Σταμάτη.

 

Διαβάστε ακόμα: Κώστας Ακρίβος – «Ο Καραϊσκάκης από διάβολος μπόρεσε να μεταμορφωθεί σε άγγελο».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top