«Κι’ εγώ/ τινάζω κλαίγοντας/ –γελώντας/ και κλαίγοντας–/ το δέντρο/ και/ ξυπνώ// και πια/ δεν είναι φως/ δεν είναι δέντρο» (John Russell, «Almond tree in blossom», 1887).

Ορέστης Αλεξάκης, «Μαρία ή το θαύμα της βροχής»

Καθώς
εγώ
τη μυγδαλιά τινάζω

πέφτουν τ’ αμύγδαλα βροχή
κι’ εσύ
πώς λάμπεις

και δε θυμώνεις
μόνο
με κοιτάζεις
και μου χαμογελάς
φεγγοβολώντας

Κι’ εγώ
τινάζω με
μανία το δέντρο
και θε μου σε
φοβάμαι και
μ’ αρέσεις

κι’ όλο βυθίζεσαι στο φως
και μέσα
στην εκτυφλωτική σου λάμψη σβήνεις

Κι’ εγώ
τινάζω κλαίγοντας
–γελώντας
και κλαίγοντας–
το δέντρο
και
ξυπνώ

και πια
δεν είναι φως
δεν είναι δέντρο

μόνο δωμάτιο γκρίζο
βουρκωμένο
και βρέχει
βρέχει
βρέχει
και δεν είσαι

κανείς δεν είναι πια
και με σκεπάζουν

άγρια θολά νερά
–νερά
και χρόνια

 

(Από τη συλλογή «Ο ληξίαρχος», εκδ. Αστρολάβος / Ευθύνη, 1989.)

 

Στην επόμενη σελίδα: «Πώς ξεπερνάει την τόση άρνηση γύρω της κι ανθίζει εκείνη πρώτη;»

1 2 3 4 5

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top