«Αρθούρε», του λέω, «πώς μ’ ανακάλυψες; εμένα κανείς δεν με ξέρει». (Philippe Lefever, «Arthur Rimbaud» – detail, 2021).

Τάσος Λειβαδίτης, «Οι ορτανσίες»

Το κουδούνι της εξώπορτας χτυπούσε επίμονα, εγώ
αργοπορούσα ν’ ανοίξω, απολαμβάνοντας όπως πάντα
την αγωνία μου. Όταν άνοιξα ένας νέος στεκόταν έξω.
«Είσαι ο Αρθούρος Ρεμπώ απ’ τη Σαρλεβίλ», είπα –
«τι θέλετε;» «Κινδυνεύουμε κ’ οι δυο» μου λέει. Όμως
εγώ δεν έδωσα σημασία. Συνέχισα να σηκώνομαι αργά
το πρωί, έψηνα τσάι και διόρθωνα λίγο το καπέλο μου
που για να παραπλανώ τους διώκτες μου το φορούσα
ακόμα και στον ύπνο. Αλλά το πρόβλημα ήταν μετά.
Πώς θα περνούσαν οι ώρες. Η μικρή κόρη του κηπουρού
είχε πεθάνει σ’ ένα νοσοκομείο απόρων, οι φυλακισμένοι
έκοβαν βόλτες στα γκρίζα προαύλια χωρίς να κοιτάζουν
τον ουρανό και το καφενείο «Η Ωραία Εποχή» που μαζευ-
όμαστε νέοι είχε κλείσει. Καθόμουν λοιπόν και χαιρόμουν
την ησυχία ή ξεφύλλιζα δρομολόγια τρένων ή πλοίων
(η αεροπλοΐα ήταν ακόμα για τους πολύ τολμηρούς κ’ η
λήθη πάντα για τους χαμένους). «Αρθούρε», του λέω,
«πώς μ’ ανακάλυψες; εμένα κανείς δεν με ξέρει».
Χαμογέλασε. «Πάντα αγαπούσα τις ορτανσίες» είπε.
Και κατεβήκαμε τη σκάλα και πήραμε τους μεγάλους
δρόμους που δε βγάζουν πουθενά…

 

(Από τη συλλογή «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου», εκδ. Κέδρος, 1990 / εκδ. Μετρονόμος, 2018)

 

Στην επόμενη σελίδα: «ο τρυφερός και υπέροχος Ρεμπώ».

1 2 3 4 5

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top