«Όταν πεθαίνει ένας άντρας γεννιέται / ένα γουρούνι, κι όλοι εµείς, τα υπέροχα θύµατα / γρυλίζουµε απ’ το απέναντι τραπέζι σου, / Κίρκη των πολλαπλών εναγκαλισµών / των ευτελών εκµυστηρεύσεων / και των ευγενών προκλήσεων». (Arthur Hacker, «Circe»)

Σωτήρης Παστάκας, «Άλµα εις τριπλούν»

Αν µπορείς να µας βοηθήσεις Θεέ µου,
βοήθησέ µας τώρα. Τώρα, που ψάχνουμε
το Ι.Χ. και δεν το βρίσκουµε: τώρα,
που η µερική απώλεια της µνήµης,
έχει το ακριβές της αντίτιµο: το αγοραίο
κόµιστρο µε διπλή ταρίφα. Μισή ώρα,
τριγυρίζουµε µέσα στους γνώριµους δρόµους,
έξω από το κεντρικό σκυλάδικο
και δεν το αναγνωρίζουµε. Οι εκκωφαντικές
µουσικές, τα γηγενή κι ελληνοπρεπή
κορίτσια πρόθυµα και χαµογελαστά,
να εκστασιάζονται µε τα µεταφυσικά µας
αποφθέγµατα: µην ευλογείς το Μπλακ Λέιµπελ,
γιατί η νύχτα είναι µικρή και η ζωή
αφόρητα µεγάλη. Αρκεί το ποτήρι
να είναι γεµάτο, να ζευγαρώνει η φιάλη
στο τραπέζι µας: µην είναι οι πότες
αθλητές, µην είναι ταυροµάχοι; Αγαπάς τη Λάρισα
όταν βρέχει, όταν φεύγεις απ’ το µπαρ
και κανείς δεν µπορεί να σε κατηγορήσει
πως κατούρησες τα µπατζάκια σου,
άσχετα αν δεν θυµάσαι πού έχεις παρκάρει.

Αν µπορείς να µας βοηθήσεις Θεέ µου,
µην το κάνεις. Ούτε κραυγές, ούτε θρήνοι,
ούτε δάκρυα, στερέψαµε πια,
µόνον ο άνεµος φυσάει τα δύο τελευταία
εικοσιτετράωρα, κι εµείς φυσάµε
την πρωινή µας κρεατόσουπα:
ο γάµος χρειάζεται τουλάχιστον
την επανάληψή του και µόνον τους άγαµους
να µην λυπάσαι. Άλτες του τριπλούν,
οι πότες κάθε βράδυ, φίλοι εξ’ αγχιστείας,
οι δύο-τρεις που ταίριαξαν τα χνώτα τους
και συνεχίζουν µόνοι τους αυτοί,
απ’ την υπόλοιπη παρέα γιατί επιµένουν
µόνον όσοι έχασαν τη µνήµη τους,
όλοι όσοι έχασαν κάποτε τα µυαλά τους
κι ενίοτε την ψυχή τους, µακάριοι
άνθρωποι κι ευτυχισµένοι πού έτυχε
να έχουν κάτι για να το χάσουν.
Όταν πεθαίνει ένας άντρας γεννιέται
ένα γουρούνι, κι όλοι εµείς, τα υπέροχα θύµατα
γρυλλίζουμε απ’ το απέναντι τραπέζι σου,
Κίρκη των πολλαπλών εναγκαλισµών
των ευτελών εκµυστηρεύσεων
και των ευγενών προκλήσεων,
αβίαστα σε θυµόµαστε, και σε µνηµονεύουµε
µεσ’ από τα ψέµατά σου. Χάρισες
στον καθένα µας την ψευδαίσθηση
που ζητούσε, το χάδι που αποζητούσε,
τη λέξη που περίµενε σαν βότανο
για να γλυκάνει τις µεταφυσικές του αγωνίες,
το συγκεκριµένο του παραµύθι.
Μόνη σου απολαµβάνεις τον πατσά.

Αν δεν µπορείς να µας βοηθήσεις Θεέ µου,
δεν πειράζει: τα καταφέραµε
κι απόψε να δούµε την αυγή, όρθιοι,
πανέτοιµοι για το τελευταίο µας άλµα:
µεσ’ από την οµίχλη θα µπουκάρουµε
στο Κάπο Βέρντε, στο Ρεσίφε,
στην κοντινή µας Λισσαβόνα, να σµίξουµε
µε τις θεσπέσιες µουσικές, της Τιτίνας,
της Καισαρείας Εβόρα ή του Αγκοστίνο
Ντεπίνα, γιατί η ακριβής µετάφραση
της λέξης saudade, στα ελληνικά
είναι ο άνθρωπος που χάνεται
από τον Σιδηροδροµικό Σταθµό της Λάρισας,
µέσα στον Κάµπο,
µέσα στην πρωινή οµίχλη.

 

(Από τη συλλογή «Προσευχές για φίλους», εκδόσεις Heteron ½, 2007 –α΄&β΄–, γ΄ εκδ. Σαιξπηρικόν, 2011)

 

Στην επόμενη σελίδα: «Όχι ποτέ δεν ερωτεύτηκε την Κίρκη ο Οδυσσέας».

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top