«Ήμουν άραγε εγώ που αποκοίμιζα με θέλγητρα και βοτάνια;» (J.W.Waterhouse, «The Sorceress», 1913)

Νάνα Παπαδάκη, «Κίρκη Ι»

Είταν η μέρα σαν λεπτότατο καράβι και πίστευαν
πολλοί πως έφερε στους ώμους της το νόστιμον ήμαρ
Α. ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ

 

Οφείλει να αντλήσει κανείς μια γυμνή αλήθεια στον άνεμο
Που κανένα σάλπισμα δεν προσφέρει.
Πολεμιστές με κουρασμένα μάτια και ώμους σκυφτούς
Ήμουν άραγε εγώ που αποκοίμιζα με θέλγητρα και βοτάνια;
Εξάγνισα τους Αργοναύτες για τον θάνατο του Άψυρτου
Κι όταν έφτασε το άψυχο σώμα του Οδυσσέα στα χέρια του Τηλέγονου, του γιου μας
Μαζί τους η Πηνελόπη κι ο Τηλέμαχος
Αποκαμωμένοι στον τόπο μου, στεφανωμένο από θάλασσα και έλη
Με ικέτευσαν όπως κάποτε ικέτευσα κι εγώ
Μη με σκοτώσεις.
Ταλαντεύτηκα ανάμεσα στις μαύρες ρίζες και στο λευκό άνθος
Στους καρπούς που δάγκωσε πίσω απ’ το βουνό της Αίας
Το άλλοτε σφριγηλό σώμα
Γέρικο λιοντάρι γητεμένο
Πλησίασε τον θρόνο όπου είχε πρωτοκαθίσει κάτω από γερή βελανιδιά.
Κοίταξα τον γιο μου
Οι φλέβες στα φύλλα σήμαναν μεσάνυχτα.

Αθάνατοι, θνητοί, δεν έχει σημασία
Κάτω απ’ το θρόισμα όλα γεννιούνται μακριά.
Καθένας μόνος του από κει και πέρα –

Οδυσσέα

 

(Από τη συλλογή «Encore – Γυναίκες της Οδύσσειας», εκδ. Μελάνι, 2016)

 

Στην επόμενη σελίδα: «Τα μάτια της Κίρκης».

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top