Αλέξιος Μάινας, «Το δοκίμιο του περασμένου»
Χάδια με αθόρυβη λάμα.
Σ’ αυτή τη φωτογραφία είμαι δίπλα μου
θλιμμένος δεκαοχτώ ετών,
κρατώ ένα ποτήρι με κάτι που δεν θέλω να πιω,
στρέφω τον κορμό στον φακό
και χαμογελώ σαν κάποιος άλλος.
Στο βάθος μοιράζονται την άκρη του κάδρου δυο φίλοι,
πειράζουν ο ένας τον άλλο
γιατί τα άκρα τους εξέχουν απ’ το πουλόβερ.
Δεν γνωρίζουμε πως ζωή θα πει
στο τέλος να γελάς με ό,τι είπες.
Πως ό,τι κρατήσει,
θα το κρατήσει η τύχη.
Και θα το ευτελίσει ο καιρός.
Εδώ στον μικρόσωμο καναπέ
είναι ο πρώτος μου έρωτας
σιωπηλός στο πλατύσκαλο του λαβύρινθου
που θα φτιάχναμε,
ένα κατώφλι με δόκανα και γιρλάντες.
Το φως πέφτει στο μάγουλο
και την ξαπλώνει ολόκληρη στο χαρτί.
Το άρωμά της πλησιάζει
μαντεύοντας πως υπάρχω.
Το γενικό μετατρέπεται σε μια χούφτα ντάλιες.
Μια σταλιά πριν χορέψουμε
διαλέγει για πάντα να ντραπεί.
Ξαναπέφτει το φλας.
Πίσω, εφάμιλλος, ο αγρός με το κόκκινο χιόνι,
το φεγγάρι που τούμπαρε και πάει να παραδοθεί.
Κάτω απ’ το δέντρο
η αλεπού με τα δικά της όχι,
δίπλα τα κλαδιά της κομμένης μιλιάς μου,
το χαντάκι μ’ ένα κάρο χαμένες ευκαιρίες,
στ’ αριστερά βυθισμένος στο νερό μιας σκιάς
ο μυρμηγκιασμένος απ’ την απόφαση που πήρε
ώμος μου.
Το χέρι της όμως
έξι χρόνια θ’ ακουμπούσε πάνω του.
[Από τη συλλογή: «Ο διαμελισμός του Αδάμ» (ποιήματα 2008-2015), Ελβετία 2018, ιδιωτ. έκδοση.]
Στην επόμενη σελίδα: «στα μάτια μας θ’ αστράφτει η ίδια προαιώνια λάμψη».