«Ένα δις αρχάρια βιολιά, δύο δις φλάουτα χθονίως ορχούνται./ Ώσπου τελειώσει το θέρος./ Γλιστρούν τότε από μέσα οι υγρές ψυχές τους κι εξατμίζονται». (Lulie Wallace, «Curtis the Cicada»).

Μανόλης Πρατικάκης, «Η ορχήστρα»

Τα τζιτζίκια του καλοκαιριού ήτανε πάντα εκεί. Σαν μία αόρατη
ορχήστρα. (Μικροί ρόζοι πάνω σε σκούρους κλώνους.) Καθώς
απλώνει στην επιδερμίδα ένα προαίσθημα πυρκαγιάς. Άνεμοι
τυλίγουνε και ξετυλίγουνε τον ελαιώνα. Θρόοι που είναι σύμφωνοι
συνυφαίνονται και συναιρούνται μαγικά με το τραγούδι τους.
Διαπεραστικά• έχουν πλήρως διαβρώσει το πνεύμα τους. Κάθε
άλλος ήχος δεν μπορεί παρά να ριχτεί μέσα σ’ αυτό το γενικό
πρόσταγμα. Κάθε εικόνα σ’ αυτή τη διακεκαυμένη ζώνη πιάνεται
έντομο στο δίχτυ τους.
Γαντζωμένα στο απόλυτο άσπρο του καλοκαιριού ξεδιπλώνουν
ένα κυκλικό τείχος, που πλησιάζει και φεύγει κατά κύματα.
Παφλάζει στο κλειστό τζάμι. Αναπηδά στη διάφανη ελαστικότητα
του παρμπρίζ. Πλησιάζει κι απομακρύνεται, σαν μια μάζα πυκνή
και δονούμενη, έτσι που η θέα τώρα τραβιέται ρουφηγμένη, σ’ εκείνο
το λευκό κι ακανθώδες άπειρο.
Μια φωτεινή πλεκτάνη τρομακτικών ψιθύρων πίσω απ’ αυτόν τον
ασίγαστο θρίαμβο. Δένει τα γύρω όντα με χιλιάδες αόρατα νήματα•
και μεταξύ τους σε κοινά μαγνητικά πεδία. Ένα δις αρχάρια βιολιά,
δύο δις φλάουτα χθονίως ορχούνται. Ώσπου τελειώσει το θέρος.
Γλιστρούν τότε από μέσα οι υγρές ψυχές τους κι εξατμίζονται.
Αλλά ιδού μένουν εκεί γαντζωμένα τα νεκρά τους είδωλα. Τα διάφανα
γλυπτά που τους αντιστοιχούν. Αυτή η άηχη ορχήστρα σαν έμμονη
ιδέα• να μας νεύει από μέσα το κενό.

Μια βελουδένια φλόγα ξυπνά την πεθαμένη φύση κι ανασταίνει. Την
ερχόμενη σάρκα της βακχείας.

 

(Από τη συλλογή «Αφημένα ήσυχα στη χλόη», εκδ. Γαβριηλίδης, 1999.  Περιλαμβάνεται και στη συγκεντρωτική έκδοση «Μανόλης Πρατικάκης, Ποιήματα 1984-2000», εκδ. Μεταίχμιο, 2003.)

 

Στην επόμενη σελίδα: «ζωή, ζωή, ζωή, ζωή, ζωή, ζωή, ζωή…».

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top