Μυρτώ Τάσιου, «Χρυσόσκονη»
Πατέρα
ήθελα να σου στείλω ένα γράμμα
μα δε σε πρόλαβα·
ήθελα να σου πω πως φύλαξα
όλα τ’ αποκόμματα που μου ’γραφες.
Συμβουλές, μίσος, αγάπη, οργή.
Επειδή ήσουν ήρωας για μένα.
Κατάφερες τη ζωή σου να την κάνεις ταινίες
μου ’λεγες: Άμα πεθάνω εγώ, να δούμε τι θα κάνεις.
Ο μοναδικός ινδιάνος μέσα στους καουμπόι.
Εκείνος ο τελευταίος που κρατά γερά το τόξο του.
Υπήρχαν γύρω του ρουφιάνοι και γλείφτες, προδότες.
Επιλογή ζωής.
Ανησυχούσε για μένα, δεν ήθελε
να μένω στην Ελλάδα.
Η Ελλάδα για μένα αρρώστια, πληγή
αθεράπευτη. Α, πατέρα, το ξέρω πως δεν ήσουν
όπως οι άλλοι πατεράδες.
Ξυπνώ και κοιμάμαι κι ονειρεύομαι το κάτασπρο άλογό σου·
το καβαλάς και πετάς μέσα στα σύννεφα.
Χρυσόσκονη ολόγυρά μου
με προστατεύεις με την αγάπη σου
διάφανη, κρυστάλλινη
η αγάπη είναι αγάπη, δεν έχει άλλο νόημα.
(Από τη συλλογή «Η Αλίκη δε μένει πια εδώ», εκδ. Καστανιώτη, 2014)
Στην επόμενη σελίδα: «Είσαι ο πατέρας γι’ αυτήν την ανάμνηση».