Ευτυχία Παναγιώτου, «σύλβια»
αθετώ τις υποσχέσεις µας, µαµά.
όµως σήµερα σου γράφω, η µέρα είναι αλλιώς.
το πρωί, τα πήγα καλά µε τα ταξί.
ο οδηγός έδειξε να προτιµάει τις γυναίκες.
πήρα και µια µικρή αύξηση, για τις ιδέες µου, είπανε,
προτού τονίσουνε το πόσο νέα είµαι.
το µεσηµέρι στο λεωφορείο, «έχεις µπροστά σου
µεγάλο δρόµο», µια ηλικιωµένη µού ψιθύρισε µε νοσταλγία.
στα νιάτα της υπήρξε συγγραφέας, τώρα κυκλοφορεί
µε µια σακούλα σκουπιδιών για το αεροδρόµιο,
µε τα παλιά, επίσηµά της ρούχα.
µου φαίνεται, ανταλλάξαµε χρόνια, µαµά· έχω ωριµάσει.
οι φίλοι µε γνωρίζουν καλά στο µεγάλωµά µου, εσύ
θα µε θυµάσαι στις παλιές µου δόξες.
γιατί δεν κράτησα την υπόσχεση να σ’ τα λέω όλα
σου κρύβω τα µισά – θέλω κάποιος να µ’ αγαπάει ακόµα.
προχθές κάποιος αλήτης µε είπε αθώο κοριτσάκι
και πήγα σπίτι ψάχνοντας για κάποιο χάπι,
από την τόση ειρωνεία, µαµά, για να κοιµάµαι.
τρώω λίγο· στον ύπνο µου κυκλοφορούν φαντάσµατα.
όµως, αγόρασα αδιάβροχο για τις καινούργιες µπόρες.
έχω γίνει µια γούβα από λάθη, µαµά.
καρδιά αδειανή, στην τσέπη νόµισµα
και το µυαλό µου στροβιλίζεται, εκκρεµότητα µεγάλη.
ο Α. µού είπε πως τα όνειρά µου είναι µεγάλα,
ο Β. µού είπε πως δεν έχω όνειρα µεγάλων,
λόγια πικρά, µετράω θύµησες· η ιστορία.
παραµονεύω µε το κλεφτοφάναρο, µαµά,
κοιτώ έναν κόσµο που δεν κοιτά.
έχω ετοιµάσει δυο ζωγραφιές να µε θυµάσαι.
αθετώ τις υποσχέσεις µου, µαµά.
θα ’θελα να ’ξερες απλώς ότι φοβάµαι.
(Από τη συλλογή «Μέγας κηπουρός», εκδ. Κοινωνία των (δε)κάτων, 2007)
Στην επόμενη σελίδα: «Σύλβια, είχες δίκιο τελικά».