veggos.jpg-1190

Σε στιγμές παραληρηματικού κεφιού (1971).

Γνώρισα τον Θανάση Βέγγο στα τέλη του 2009, μέσω του καλού μου φίλου, διευθυντή σύνταξης τότε του STATUS, Γιάννη Τζανετάκη, με την ευκαιρία της απονομής του βραβείου για το Έργο της Ζωής του. Και η εμπιστοσύνη με την οποία με περιέβαλε από την πρώτη κιόλας στιγμή –αρκετή ώστε να τον κάνει να σπάσει τη σιωπή δεκαετιών και να δεχθεί να παραχωρήσει στο περιοδικό και σ’ εμένα την πρώτη του μεγάλη συνέντευξη μετά το 1978– έμοιαζε με τίτλο τιμής. «Μόλις τελειώσουμε με αυτό», θυμάμαι μου είπε καθώς αποχαιρετιόμασταν στο σπίτι του, στην Αγία Παρασκευή, «δεν κοιτάς μήπως κάνουμε και κανένα βιβλίο;». Έμεινα άφωνος – όσο κι αν θεωρούμαι γενικώς ψύχραιμος άνθρωπος…

Τους μήνες που ακολούθησαν συναντηθήκαμε περισσότερες από 35 φορές με τον Θανάση Βέγγο. Με πήρε μαζί του σε ένα ταξίδι στον κόσμο των αναμνήσεών του –συχνά με τη συνδρομή της συζύγου του Μίνας και των γιων του Βασίλη και Χάρη, όταν η μνήμη δεν τον βοηθούσε όσο ο ίδιος θα ήθελε με τα ονόματα και τις ημερομηνίες–, ξεφυλλίσαμε καθισμένοι δίπλα-δίπλα άλμπουμ με φωτογραφίες και αποκόμματα γεμάτα προσωπικές σημειώσεις –«σκηνές από το τρέιλερ της ζωής μου», τις αποκαλούσε–, επισκεφθήκαμε τόπους σημαδιακούς για τον ίδιο, συναντήσαμε ανθρώπους με τους οποίους είχε μεγαλώσει μαζί και συνεργαστεί, τον Ντίνο Κατσουρίδη, τον Γιώργο Λαζαρίδη, τον Τάσο Ζωγράφο, τον Νίκο Κούνδουρο – η γνωριμία με τον οποίο στη Μακρόνησο, όπως ο ίδιος έλεγε σε κάθε ευκαιρία, «μου ανέτρεψε τη ζωή».

Το βιβλίο που ξεκινήσαμε μαζί, με τον ίδιο να αφηγείται τη διαδρομή της ζωής του, κυκλοφόρησε, μαζί με πλούσιο –κατά βάση ανέκδοτο– φωτογραφικό υλικό από το προσωπικό του αρχείο. Από το μαγνητοφωνημένο υλικό και τις δικές μου σημειώσεις για αυτό, ξεχωρίζω ορισμένα πράγματα απ’ όσα έμαθα όλους αυτούς τους μήνες για εκείνον που ολόκληρη η Ελλάδα θεωρούσε –εντελώς δικαιολογημένα– δικό της άνθρωπο.

stvegos2a

Παρελαύνοντας μαζί με άλλα παιδιά του ιδρύματος στο οποίο έζησε τρία από τα χρόνια της γερμανικής κατοχής (21/11/43).

Το τρέιλερ της ζωής του 

«Ήμουν ένα καθαρόαιμο άλογο ιπποδρόμου που τα έφερνα», έχει σημειώσει με την κλασική μεθοδικότητα και τον τακτικό γραφικό χαρακτήρα του σε ένα παλιό τετράδιο. «Έχουν επωφεληθεί από τη δουλειά μου εκατοντάδες άνθρωποι. Εγώ από κανέναν. Ή από λιγοστούς. Μια ζωή έκανα λάθος κινήσεις στη σκακιέρα της ζωής μου. Διέτρεξα τη ζωή μου κινούμενος με 150 χιλιόμετρα στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας. Μια ζωή πατίνι. Γνώρισα τις μεγάλες συγκινήσεις, τις μικρές ποτέ. Τις στερήθηκα τις μικροχαρές. Φέρθηκα βάναυσα στον Θανάση».

«Υπήρξα πάντοτε εύπιστος, ενθουσιώδης, ορμητικός, έχανα διαρκώς το οικονομικό παιχνίδι», έλεγε συχνά. Έβγαζε πολλή προσωπική πίκρα στις αφηγήσεις του, κουβαλούσε μια ολόκληρη αλυσίδα από «αχ» για όσα είχε ζήσει. Ήταν αδιαπραγμάτευτος όσο ένα παιδί σε ό,τι είχε σχέση με το καλλιτεχνικό του όραμα. Στο να αποτυπωθεί στο κινηματογραφικό πανί ή το θεατρικό σανίδι εκείνο ακριβώς που είχε στο μυαλό του – όποιο κι αν ήταν το οικονομικό τίμημα της επιλογής. «Έχει τύχει», θυμόταν, «να αναβάλω πρεμιέρα σε περίοδο εορτών στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, μόνο και μόνο επειδή μου έλειπαν κάποιες ασήμαντες λεπτομέρειες από το σκηνικό».

«Έχουν επωφεληθεί από τη δουλειά μου εκατοντάδες άνθρωποι. Εγώ από κανέναν. Ή από λιγοστούς. Διέτρεξα τη ζωή μου κινούμενος με 150 χιλιόμετρα στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας…».

Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, μετά την οικονομική καταστροφή στην οποία είχε οδηγηθεί εξαιτίας του τρόπου που είχε διαχειριστεί την εταιρεία του, «ΘΒ-Ταινίες Γέλιου», είχε πάρει την απόφαση να καταγράφει σε χαρτονάκια, τα οποία κουβαλούσε διαρκώς μαζί του στο πορτοφόλι του, συνοπτικούς οδηγούς αυτοβελτίωσης. Κάθε ένα-δύο χρόνια, όταν το προηγούμενο χαρτονάκι είχε πλέον φθαρεί, συγκαλούσε με κάθε επισημότητα οικογενειακή συνέλευση και ανακοίνωνε στη σύζυγο και τους γιους του εκ νέου το προσωπικό του «must do», το οποίο ετιτλοφορείτο «Γενική αλλαγή του τρόπου ζωής μου» – και το οποίο ουδέποτε τήρησε.

-Διαφύλαξις των καλλιτεχνικών και οικονομικών μου συμφερόντων. Όχι πια παθητική στάση ή θέση.
-Λίγο σκληρός, όχι πολύ ενθουσιώδης, όχι ορμητικός, το καθετί να γίνεται με πολλή μελέτη και σκέψη.
-Προσοχή στις σχέσεις με τους συνεργάτες μου και τους ανθρώπους γενικά. Μα πάντοτε άνθρωπος.
-Η δουλειά μου καθαρή και τίμια. Παθιασμένη, μεγάλη προσοχή στο οικονομικό όμως. Παρόλ’ αυτά δίκαιος. Να μη ρίξω άνθρωπο.
-Λιγότερο δύσκολη η ζωή μου. Λυσσασμένη δραστηριότης σε καιρό δουλειάς (παλιός, καλός εαυτός μου), αλλά σε ανάπαυλες να το ξεσκάμε και να το ξεκουράζουμε λίγο (υπογραμμισμένο με κόκκινο το «λίγο»).
-Πάνω απ’ όλα η οικογένεια.

Διαβάστε ακόμα – Γιώργος Κουμεντάκης: “Άφησα τις φοβίες μου και τώρα αισθάνομαι λυτρωμένος”.

stvegos9

Με τη σύζυγό του Μίνα και τοn γιο τους Βασίλη: η οικογένεια ήταν για αυτόν “πάνω απ’ όλα”.

Σε κάθε ευκαιρία, ανέτρεχε στις αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία, τη γειτονιά στην οποία είχε γεννηθεί, το Μάιο του 1927. Σαν να τον βοηθούσε να πιάνει το νήμα των αναμνήσεων από την αρχή. Μοσχοπούλου 10, στο Νέο Φάληρο, σε ένα παλιακό ταπεινό σπίτι –μια σειρά από δωμάτια γύρω από μία εσωτερική αυλή–, για το οποίο ο σπιτονοικοκύρης δεν ζητούσε από τον πατέρα του, Βασίλη, ούτε καν νοίκι. «Όταν κάποια στιγμή άρχισα να βγάζω κάποια λεφτά ώστε να μπορώ να δίνω, φύγαμε», μου είχε πει, με ένα, γνώριμο από το σινεμά, μισοκρυμμένο ανάμεσα στις λέξεις γέλιο. Σε αυτό το σπίτι –πρόχειρα φρεσκοασβεστωμένο για την περίσταση– είχε πάει νύφη το 1956 και την κυρία Μίνα.

«Τετάρτη βράδυ, τρεις μέρες πριν από το γάμο, με θυμάμαι να μεταφέρω στον ώμο, μέσα στη νύχτα για να μη με δουν, από το εργοστάσιο κρεβατιών του Κουγιούλη, ένα ημίδιπλο σιδερένιο κρεβάτι γεμάτο κοφτερές λάμες. Αυτή τη διαδρομή δεν πρόκειται να την ξεχάσω ποτέ μέχρι να πεθάνω!» Μία από τις πρώτες αναγκαίες παρεμβάσεις στη διαρρύθμιση του εν λόγω σπιτιού περιλάμβανε και την εγκατάσταση κλειδαριάς στην ενδιάμεση πόρτα που χώριζε την κρεβατοκάμαρα των γονέων από εκείνη του νιόπαντρου ζευγαριού. Μόνο που –όπως πιθανότατα θα συνέβαινε και αν επρόκειτο για κωμική ταινία και όχι για την πραγματική ζωή– ο Θανάσης είχε τοποθετήσει την κλειδαριά από τη λάθος μεριά της πόρτας…

378115

Στο φιλικό αγώνα Δημοσιογράφων- Ηθοποιών, το 1978, στη Νέα Φιλαδέλφεια, πέτυχε δύο γκολ εν μέσω αποθέωσης από 40.000 θεατές.

Αναγκασμένος να κυνηγάει από μικρό παιδί το μεροκάματο («Γυμνάσιο δεν πήγα ούτε μισή ώρα») και εσωστρεφής χαρακτήρας, δεν πολυσυμμετέχει στα παιχνίδια των συνομηλίκων του. Δεν παίζει ποδόσφαιρο στις αλάνες του Φαλήρου ούτε βόλεϊ στον ΑΟΝΦ. Μόνο κάποια απογεύματα που στη Μοσχοπούλου και τη Φαληρέως κάτι γειτονόπαιδα συνήθιζαν να στήνουν εμπόδια και να πηδούν, τρέχει πιο γρήγορα απ’ όλους.

Ήταν επίσης πολύ καλός –από έφηβος ακόμα– όχι στο μπιλιάρδο, όπως θρυλείται, αλλά στο πινγκ πονγκ. Ενώ κάπου μισό αιώνα αργότερα, το 1978, θα πάρει το… ποδοσφαιρικό του αίμα πίσω, σκοράροντας εν μέσω αποθέωσης από 40.000 θεατές δύο γκολ σε φιλικό αγώνα Ηθοποιών-Δημοσιογράφων στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας. «Είμαι σε τρομερή φόρμα», διαβάζει κάποιος στις εφημερίδες της εποχής πως δήλωνε στους δημοσιογράφους μετά το ματς, «και σκέφτομαι εφέτος να κάνω καμιά μεταγραφή. Έχω προτάσεις απ’ το εξωτερικό, ωστόσο θα προτιμήσω ελληνική ομάδα, διότι εδώ έχει καλό κλίμα, ωραία θάλασσα και άλλα».

Μία από τις αναγκαίες παρεμβάσεις στη διαρρύθμιση του σπιτιού περιλάμβανε και την εγκατάσταση κλειδαριάς στην πόρτα που χώριζε την κρεβατοκάμαρα των γονέων από εκείνη του νιόπαντρου ζευγαριού. Μόνο που ο Θανάσης είχε τοποθετήσει την κλειδαριά από τη λάθος μεριά της πόρτας…

Όταν ήρθε η ώρα να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, παρουσιάστηκε στην Κόρινθο. Χαρακτηρισμένος αριστερός λόγω οικογενειακών καταβολών. Δεν έμεινε ούτε μια νύχτα. Τον φόρτωσαν μαζί με άλλους σε στρατιωτικά καμιόνια και ξεκίνησαν για τη Μακρόνησο, «κάνοντας επίτηδες στάση στο Μαρκόπουλο, την Κερατέα, το Λαύριο και τα άλλα χωριά των Μεσογείων, δήθεν για να ξεκουραστεί ο οδηγός, αλλά στην πραγματικότητα για να μας πετάξουν πέτρες, να μας χτυπήσουν και να μας βρίσουν οι κάτοικοί τους».

Στη Μακρόνησο έκανε τεσσεράμισι χρόνια άοπλη θητεία στο ΒΕΤΟ (Β’ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών). Εκεί συνάντησε τον Νίκο Κούνδουρο όταν, δίχως να τον γνωρίζει, προθυμοποιήθηκε να του φτιάξει με πρόχειρα σανίδια μια βάση για τη σκηνή του. «Εδώ θα κοιμάσαι, αλλιώτικα θα ψοφήσεις από το κρύο», του είπε. «Ή τρελός είναι αυτός ο άνθρωπος ή άγιος», θα σκεφτεί ο μετέπειτα σπουδαίος σκηνοθέτης. Και όταν ανέλαβε να στήσει ένα θεατράκι για την ψυχαγωγία των οπλιτών στο νησί της εξορίας, ζήτησε από τον διοικητή να τον πάρει μαζί του. Εκείνος πείσθηκε όταν ο Βέγγος εμφανίστηκε μια μέρα στην επιθεώρηση με μανταλάκια στη θέση των ξηλωμένων κουμπιών του στρατιωτικού του αμπέχωνου.

Διαβάστε ακόμα: Νίκος Παπάζογλου – Θωμάς Κοροβίνης, «Καληνύχτα, καρντάση μου…»

Στην ταπεινή σκηνή της Μακρονήσου αλώνιζε. Έκανε μιμήσεις, αυτοσχεδιασμούς, παρωδούσε διαφημίσεις της εποχής. Το κοινό δεν μπορούσε να κρατηθεί στη θέση του από τα γέλια. «Είχες συναίσθηση πως είσαι αστείος; Ικανός να κάνεις τον κόσμο να γελά;» τον είχα ρωτήσει. «Ο Κούνδουρος δεν με έκανε γελωτοποιό! Με έκανε ηθοποιό», μου απάντησε πιο κοφτά απ’ όσο συνήθως.

stvegos8

Κόβοντας την πρωτοχρονιάτικη πίτα σε ένα διάλειμμα του “Παπατρέχα”, το 1966.

Ο πρώτος του κινηματογραφικός ρόλος ήταν, ως γνωστόν, στην ταινία «Μαγική Πόλις» του Κούνδουρου, το 1955. Η πρώτη του εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη, ωστόσο, είχε γίνει μερικούς μήνες νωρίτερα. Σε μια διαφήμιση για οδοντόκρεμες, όπου εμφανιζόταν απλώς να βουρτσίζει τα δόντια του. Με τρόπο που ξεσήκωνε, από ό,τι θυμόταν ο ίδιος, το κοινό κάθε φορά που την έβλεπε.

Ήταν άνθρωπος με μάτι κοφτερό –ικανός να δει από απόσταση δέκα μέτρων πως ένα κάδρο του σκηνικού έγερνε ένα χιλιοστό προς τα δεξιά– και χέρια που έπιαναν. Και με μοναδική μανία για τις «αθάνατες», βαριές και ανθεκτικές κατασκευές. Η σχάρα της ψησταριάς που είχε παραγγείλει για το εξοχικό του στον Άσσο Κορινθίας –η οποία στην πράξη δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ– χρειαζόταν δύο ανθρώπους για να σηκωθεί. Ενώ το μασίφ σιδερένιο κλουβί με τους μεντεσέδες που είχε κατασκευάσει για να μεταφέρει ως το εξοχικό τον Σούζα, το σκυλάκι που η οικογένεια είχε μαζέψει από το δρόμο, έμοιαζε ικανό να συγκρατήσει αγριεμένο λιοντάρι. Το ίδιο το σπιτάκι του Σούζα ήταν «χτιστό, με κεραμίδι και τοίχο 40 πόντους, με τούβλα, μπετά, κανονικό σκελετό και τσιμεντοκονία θαλάσσης. Κι ένα χαλκά καραβίσιο, από μπρούντζο, για να μη σκουριάζει από την υγρασία. Χώραγε άνθρωπος μέσα. Ο σκύλος πάντως δεν μπήκε ούτε μια φορά σε αυτό…»

Ονειρευόταν πάντοτε να γυρίσει δύο ταινίες. Μια δραματική εκδοχή του «Παιδιού» του Τσάπλιν και ένα περιπετειώδες γουέστερν με κωμικές πινελιές και φόντο ένα εξεγερμένο χωριό κάπου στο Μεξικό, το «Βίβα Λας Βέγγος».

Είχε ένα είδος παθολογικής μανίας με τη σκόνη. Μέρος της καθημερινής ιεροτελεστίας του ήταν, με το που σηκωνόταν από το κρεβάτι να τινάζει τα ρούχα του –αλλά και τα ρούχα των υπολοίπων μελών της οικογένειας ή των ηθοποιών με τους οποίους μοιραζόταν το ίδιο καμαρίνι– και να ξεσκονίζει σχολαστικά με το φτερό ολόκληρο το σπίτι. Τα πρώτα χρόνια του στο σινεμά δούλευε –για να συμπληρώνει με μερικά επιπλέον κατοστάρικα το βδομαδιάτικό του–, εκτός από ηθοποιός, και ως φροντιστής.

Σφουγγάριζε, ανάμεσα στα γυρίσματα του «Μιμίκος και Μαίρη», το 1958, το πλατό φορώντας τα ρούχα του ρόλου – ρεντινγκότα και σακάκι με ουρά. «Μην τρώγεσαι, βρε Θανάση», μου έλεγαν. «Δεν φαίνεται η σκόνη στο τραπέζι. Με τρέλαινε να το ακούω αυτό. Πώς είναι δυνατόν να μη φαίνεται;», έλεγα. Την εποχή που έμενε στην Κυψέλη, συνήθιζε να πλένει μαζί με το δικό του αυτοκίνητο και ένα-δύο από τα διπλανά, ενώ την περίοδο που γύριζε τον «Φαλακρό Πράκτορα» είχε βάλει το συνεργείο της ταινίας να σκουπίσει ολόκληρο το μνημείο του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες.

stvegos12

Με τον… κασκαντέρ του στο Θου-Βου.

Την ώρα, πάντως, του ξεσκονίσματος –το οποίο έκανε εντελώς μηχανικά, με νευρικές, απότομες κινήσεις–, καθώς και του ξυρίσματος, του έρχονταν οι καλύτερες ιδέες για ταινίες. Σταμάταγε ό,τι έκανε κι έγραφε σε ένα μικρό σημειωματάριο που κουβαλούσε πάντα μαζί του. Το ίδιο έκανε και όταν οδηγούσε. Παράταγε το τιμόνι και σημείωνε.

Διαβάστε ακόμα: Τα ρακόρ των λέξεων στον Σακελλάριο.

Σε όλη του τη ζωή θεωρούσε άσκοπο να επενδύσει σε κάποιο καλό, ακριβό αυτοκίνητο. Το πρώτο δικό του ήταν ένα δίχρονο DKW, στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Λίγα χρόνια μετά, πήρε ένα Datsun, το οποίο χρησιμοποιούσε και στα γυρίσματα των ταινιών, και στη συνέχεια ένα Peugeot. Οδηγούσε τα πάντα, δίχως συναίσθηση του κινδύνου. Μοτοσικλέτα στο αντίθετο ρεύμα («Ξέρεις από βέσπα;»), νεκροφόρα, μια μπουλντόζα με το φτυάρι της να ταλαντεύεται επικίνδυνα περνώντας ξυστά δίπλα από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα στο «Τρελός καμικάζι», ένα δυσκίνητο, δεξιοτίμονο, στρατιωτικό Τζέιμς στο «Θανάση πάρε τ’ όπλο σου»…

Η εκκλησία της Αγίας Μαρίνας στο Θησείο ήταν η αγαπημένη του. Τη χρησιμοποιούσε για περισσότερα από δεκαπέντε χρόνια, για οποιαδήποτε σκηνή ταινίας χρειαζόταν για φόντο μια εκκλησία. Στην ανηφορίτσα εμπρός της είναι επίσης γυρισμένη η σκηνή στην οποία σέρνει το καρότσι με τα σκοτωμένα παιδιά στο σπονδυλωτό «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας», του 1976. Στην Αγία Μαρίνα εψάλη η νεκρώσιμος ακολουθία στις 4 Μαΐου 2011, τη μέρα που τον αποχαιρετήσαμε για πάντα.

stvegos7

Με τους συντελεστές του “Θανάση πάρε το όπλο σου” (1972).

Παρακολουθούσε μέχρι το τέλος πολύ σινεμά και έλεγε εύκολα έναν καλό λόγο για συναδέλφους, ηθοποιούς και σκηνοθέτες. Τον είχε εντυπωσιάσει το «Κάποτε στην Αμερική» του Σέρτζιο Λεόνε και το «Heat» με τους Ρόμπερτ Ντε Νίρο και Αλ Πατσίνο. Ο ίδιος ονειρευόταν πάντοτε να γυρίσει δύο ταινίες. Μια δραματική, εξελληνισμένη εκδοχή του «Παιδιού» του Τσάπλιν και ένα περιπετειώδες γουέστερν με κωμικές πινελιές και φόντο ένα εξεγερμένο χωριό κάπου στο Μεξικό. Το επεξεργαζόταν για χρόνια. Είχε δύο φακέλους γεμάτους σημειώσεις για αυτό, είχε βρει τους χώρους των γυρισμάτων, είχε ως και προσχέδια των σκηνικών. Θα λεγόταν «Βίβα Λας Βέγγος».

Το πραγματικό οικογενειακό του όνομα ήταν Βέγκος (με «γκ») και έλκει την καταγωγή του από την Ύδρα. Όμως, όπως πίστευε ο ίδιος, η γραφή με τα δύο “γ” χτυπάει καλύτερα στο μάτι. Και είχε ζητήσει, από την πρώτη-πρώτη κιόλας ταινία του, έτσι να σημειώνεται στα κινηματογραφικά «γράμματα».

stvegos10

Αντίο Θανάση…

 

Διαβάστε ακόμα: Υπέρβαρος, τριχωτός και μελαμψός, ο Ντέμης Ρούσσος θα μπορούσε να είναι η ενσάρκωση μιας πραγματείας περί ετερότητας.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top