Ο Ρενάτο Μόρντο με φίλους στον Παρθενώνα. 26 Ιουνίου 1939. ©Elsbeth και Michael Mordo

Το όνομα του Ρενάτο Μόρντο συναντάται στις ελληνικές ιστορικές δέλτους ως «πρώτος σκηνοθέτης της Εθνικής Λυρικής Σκηνής». Χάρις όμως στην αφιερωματική έκθεση που πρόσφατα εγκαινιάστηκε στη Γερμανική Σχολή Αθηνών (την Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2021) σε επιμέλεια Τόρστεν Ίσραελ και θα διαρκέσει ως τις 26 Νοεμβρίου 2021, έχουμε την ευκαιρία – και όσοι ενδιαφέρονται για την ιστορία του ελληνικού θεάτρου πρέπει – να γνωρίσουμε τις πολλές περιπέτειες ενός χαρισματικού θεατράνθρωπου που μοίρασε τη ζωή του ανάμεσα σε πολλές πατρίδες, θρησκείες και εθνικότητες.

Συνήθως κυνηγημένος, αλλά με σταθερούς προσανατολισμούς την αγάπη του για την τέχνη του και την οικογένειά του. Η τύχη θέλησε η καταγωγή και το πεπρωμένο του να είναι στενά συνδεδεμένο με αυτό της Ελλάδας.

Πατέρας του ήταν ο Ροντόλφο Μόρντο, εβραίος σεφαραδίτης έμπορος γεννημένος στη Σμύρνη με τόπο καταγωγής την Κέρκυρα.

Ο Ρενάτο Μόρντο γεννήθηκε στη Βιέννη το 1894. Πατέρας του ήταν ο Ροντόλφο Μόρντο, εβραίος σεφαραδίτης έμπορος γεννημένος στη Σμύρνη με τόπο καταγωγής την Κέρκυρα, ιταλικής παιδείας, αλλά φημολογούμενος γνώστης όλων των γλωσσών που μιλούνταν στη Μεσόγειο. Ως χονδρέμπορος έκανε εισαγωγές κρεμμυδιών από την Αίγυπτο στην Αυστρία. Εκεί παντρεύτηκε τη Ρεχλέτε Γκρόσμαν, που μετέπειτα μετονομάστηκε Ρεγγίνα, όταν η οικογένεια αποφάσισε να μεταστραφεί στον προτεσταντισμό. Στη Βιέννη γεννήθηκε και η κόρη της οικογένειας, η Λίλυ, αλλά ένα μέρος των παιδικών του χρόνων ο Ρενάτο τα πέρασε στα εμπορικά λιμάνια της Ριέκα, της Τεργέστης και της Αλεξάνδρειας.

O Ρενάτο Μόρντο στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, το 1940 (Φωτογραφία: renato-mordo-stationen.de).

Όλα αυτά τα χρόνια η οικογένεια Μόρντο διατηρούσε την ελληνική υπηκοότητα (όπως έλεγαν τότε την ιθαγένεια). Αυτό αποδείχθηκε σωτήριο για τον νέο άνδρα, ο οποίος κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ως αλλοδαπός υπήκοος εχθρικού κράτους, δεν κλήθηκε στα όπλα, αλλά αφέθηκε ελεύθερος να σπουδάσει στην Ακαδημία Μουσικής και Παραστατικών Τεχνών της Βιέννης, με μοναδική υποχρέωση να παρουσιάζεται στο τοπικό αστυνομικό τμήμα κάθε… χρόνο.

Στη διάρκεια των σπουδών του ο Ρενάτο Μόρντο γνώρισε την συμφοιτήτριά του ηθοποιό Τρούντι Βέσελι, γόνο ιστορικής καθολικής οικογένειας της Βοημίας από τον πατέρα της και οικογένειας με μεγάλη καλλιτεχνική παράδοση από τη μητέρα της. Οι δύο νέοι παντρεύτηκαν το 1922, αφού ο Μόρντο είχε προηγουμένως ασπαστεί τη θρησκεία της μέλλουσας συζύγου του, τον καθολικισμό.

Σε ηλικία 23 ετών διευθυντής στο Δημοτικό Θέατρο του Όλντεμπουργκ, ο νεώτερος διευθυντής που είχε ποτέ δημόσια σκηνή στη Γερμανία.

Εν τω μεταξύ ο Μόρντο είχε ήδη ξεκινήσει την επαγγελματική του σταδιοδρομία, πρώτα στο Άουσιχ του Έλβα και μετά στο Κατόβιτσε, το οποίο όμως μετά το τέλος του πολέμου επιδικάστηκε στην Πολωνία. Ήταν η πρώτη φορά που μια αλλαγή στη διεθνή πολιτική τον ανάγκαζε να εγκαταλείψει μια χώρα. Η αξία του πάντως αναγνωρίστηκε και πάλι και το 1920 έγινε σε ηλικία 23 ετών διευθυντής στο Δημοτικό Θέατρο του Όλντεμπουργκ, ο νεώτερος διευθυντής που είχε ποτέ δημόσια σκηνή στη Γερμανία. Εκεί προχώρησε σε πλήθος καινοτομίες και έδειξε την αγάπη του για το μουσικό θέατρο, ενσωματώνοντας στο Δημοτικό Θέατρο την τοπική Λυρική Σκηνή.

Οι πολλές καινοτομίες και οι τολμηρές επιλογές όμως αποδείχτηκαν δύσπεπτες για την τοπική κυβέρνηση και το 1924 ο Μόρντο βρέθηκε εκτός οργανισμού. Ανέλαβε διάφορες συνεργασίες σε Αυστρία και Γερμανία, ώσπου το 1928 κλήθηκε στο Θέατρο του Ντάρμστατ. Εκεί συνεργάστηκε με σπουδαίους αρχιμουσικούς, όπως ο Καρλ Μπεμ και ο Χέρμαν Σέρχεν, και σκηνοθέτησε όπερες του Ρίχαρντ Βάγκνερ απομακρυνόμενος από τη ρομαντική παράδοση, προλαμβάνοντας ουσιαστικά το ύφος που μετά τον πόλεμο θα επικρατούσε στο Μπαϊρόιτ.

Όταν το 1931 ο διευθυντής του Θεάτρου του Ντάρμστατ, ο περίφημος Καρλ Έμπερτ, αποχώρησε για το Βερολίνο, ο Ρενάτο Μόρτνο εμφανίστηκε ως ο επικρατέστερος διάδοχος. Τότε ξαφνικά διαπιστώθηκε ότι του έλειπε ένα βασικό προσόν: δεν είχε γερμανική υπηκοότητα, αλλά ελληνική! Στις νέες συνθήκες που επικρατούσαν λίγο πριν το τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, αυτό αποτελούσε πρόβλημα. Έχοντας πολιτική υποστήριξη για τη θέση, η οικογένεια έλαβε “τιμής ένεκεν” την γερμανική υπηκοότητα. Αυτό όμως δεν έφτασε για να αναλάβει τη θέση, και ο νέος διευθυντής φρόντισε γρήγορα να απολύσει τον επικίνδυνο πρώην ανθυποψήφιο. Με βαρύ το κλίμα και προβλέποντας την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, οι Μόρντο αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη Γερμανία.

Του αφαιρείται η γερμανική υπηκοότητα όταν την εξουσία στη Γερμανία παίρνουν στα χέρια τους οι ναζί.

Έτσι το 1932 ο νεωστί Γερμανός Μόρντο και η οικογένειά του μετακομίζουν στην Πράγα, η οποία τότε διατηρούσε μια μεγάλη γερμανόφωνη κοινότητα και ήταν πόλος έλξης για πολλούς ανεπιθύμητους από τη Γερμανία. Έγινε διευθυντής του εκεί Γερμανικού Θεάτρου, που είχε και σπουδαία Λυρική Σκηνή, και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο. Ούτε και εκεί όμως θα είναι ασφαλής, καθώς η άνοδος των Ναζί στην εξουσία το 1933 δεν αφήνει ανεπηρέαστη τη γειτονική χώρα. Καταρχήν ανακαλείται η τιμής ένεκεν πολιτογράφηση και του αφαιρείται η γερμανική υπηκοότητα· “Υπό τις επικρατούσες συνθήκες στη Γερμανία, θεωρώ αυτή την αφαίρεση της ιθαγένειας ως τιμητική”, ήταν το σχόλιο του… τιμώμενου.

Πορτρέτο του Ρενάτο Μόρντο στη διάρκεια των σπουδών Υποκριτικής και Σκηνοθεσίας, με αφιέρωση στην Τρούντε Βέσελι. Βιέννη, 1916. ©Elsbeth και Michael Mordo.

Καθώς η δεκαετία του 1930 όδευε προς το τέλος, η γερμανόφωνη κοινότητα της Πράγας είχε αρχίσει να διχάζεται, προεξοφλώντας τις επικείμενες εξελίξεις. Οι σουδήτες, όπως λέγονταν οι Γερμανοί της Βοημίας, επηρεασμένοι από τη ναζιστική προπαγάνδα αυτοαναγορεύθηκαν «Γερμανοί εξ αίματος» και άρχισαν να κάνουν αφόρητο τον βίο σε όσους είχαν εβραϊκή καταγωγή, ακόμα και αν ήταν χριστιανοί στο θρήσκευμα. Το 1938 η Γερμανία καταλαμβάνει τη Σουδητία, το γερμανόφωνο κομμάτι της Τσεχοσλοβακίας. Οι Μόρντο ζητούν βίζα για τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά δεν έχουν τα οικονομικά μέσα να εγκαταλείψουν τη χώρα για ασφαλέστερο έδαφος μέχρι να λάβουν απάντηση. Στις 15 Μαρτίου 1939 ο γερμανικός στρατός προελαύνει στην Πράγα και οι Μόρντο παγιδεύονται.

Σε αυτήν την κρίσιμη συγκυρία, η Ελλάδα εμφανίζεται για δεύτερη φορά ως παράγων σωτηρίας. Όσο βρισκόταν στην Πράγα, ο Ρενάτο Μόρντο είχε γνωρίσει τον συνθέτη Μανόλη Καλομοίρη, ο οποίος τον πρότεινε στον Κωστή Μπαστιά, Γενικό Διευθυντή του Βασιλικού Θεάτρου και Διευθυντή Γραμμάτων και Τεχνών της Κυβέρνησης Μεταξά. Ο Μπαστιάς αναζητούσε στελέχη για την υπό σύσταση Λυρική Σκηνή του Βασιλικού Θεάτρου και προσέφερε στον Μόρντο τη θέση του σκηνοθέτη στον νέο οργανισμό. Τη Δευτέρα του Πάσχα του 1939, η οικογένεια έφτασε σιδηροδρομικώς στην Αθήνα.  Ήταν η πρώτη φορά που οι Μόρντο πατούσαν το πόδι στη χώρα που το διαβατήριό τους όριζε ως πατρίδα.

Ο Ρενάτο Μόρντο εξελληνίσθη σε Ρενάτος Μόρντος και διορίστηκε πρώτος, και για κάποιο διάστημα μόνος, σκηνοθέτης της Λυρικής Σκηνής.

Στην Ελλάδα ο Ρενάτο Μόρντο εξελληνίσθη σε Ρενάτος Μόρντος και διορίστηκε πρώτος, και για κάποιο διάστημα μόνος, σκηνοθέτης της Λυρικής Σκηνής. Αυτός σκηνοθέτησε την εναρκτήρια παράσταση, τη Νυχτερίδα του Γιόχαν Στράους υιού, και πολλές ακόμα παραστάσεις, όπως τον Βοκκάκκιο του Franz von Suppé, όπου έκανε την πρώτη επαγγελματική της εμφάνιση η νεαρή Μαρία  Κάλλας. Αρκετές δεκαετίες αργότερα, η διάσημη πλέον σοπράνο θα επαναλάμβανε ως θεμελιώδεις παρακαταθήκες τις σκηνικές του συμβουλές, σε μια από τις ελάχιστες ονομαστικές αναφορές που έκανε σε συνεργάτες από τα αθηναϊκά χρόνια στις συνεντεύξεις της.

Αλίμονο, όμως, η λαίλαπα του ναζισμού δεν θα άφηνε ανεπηρέαστη ούτε και την μακρινή Ελλάδα. Η έναρξη της τριπλής κατοχής την άνοιξη του 1941 βρήκε την οικογένεια Μορντο για άλλη μια φορά παγιδευμένη. Σε αντίθεση με άλλους Γερμανούς πολιτικούς πρόσφυγες, δεν πρόλαβαν να διαφύγουν εγκαίρως, ενώ οι Βρετανοί αρνήθηκαν να τους εκκενώσουν· αφού ήταν Έλληνες πολίτες, κατά τη γνώμη τους δεν κινδύνευαν από πολιτικές διώξεις. Προσπάθειες να διαφύγουν με ιδιωτικά μέσα αποδείχθηκαν εξίσου ατελέσφορες.

Για ένα διάστημα η ελληνική ιθαγένεια και το χριστιανικό θρήσκευμα όντως προστάτεψαν τον Μόρντο. Όταν οι Γερμανοί βεβαιώθηκαν ότι είναι εβραϊκής καταγωγής, τον προστάτεψε ο γάμος του, διότι ως σύζυγος χριστιανής Ελληνίδας (η Τρούντι Βέσσελι είχε λάβει και αυτή την ελληνική ιθαγένεια από τον σύζυγό της) δεν επιτρεπόταν να εκτοπιστεί. Τελικά το καλοκαίρι του 1944 τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν στο Χαϊδάρι με σκοπό να τον στείλουν στο Άουσβιτς. Η σύζυγός του προσπαθούσε να τον απελευθερώσει, δεχόμενη ταυτόχρονα πιέσεις από τις γερμανικές αρχές να τον διαζευχθεί για να ανοίξει οριστικά η οδός προς τη θανάτωση σου, αλλά δεν ενέδωσε. Εν τω μεταξύ, οι σιδηροδρομικές γραμμές είχαν καταστραφεί και δεν ήταν πλέον δυνατή η αποστολή στα στρατόπεδα θανάτου. Τον Οκτώβριο του 1944, η Απελευθέρωση τον βρήκε ζωντανό και η αυτόνομη πλέον Εθνική Λυρική Σκηνή ξαναβρήκε τον σκηνοθέτη της.

Αμέσως μετά την απελευθέρωση μετουσίωσε την τραυματική εμπειρία της φυλάκισής του στο θεατρικό έργο «Χαϊδάρι».

Γεννημένος θεατράνθρωπος, ο Μόρντο αμέσως μετά την απελευθέρωση μετουσίωσε την τραυματική εμπειρία της φυλάκισής του στο θεατρικό έργο «Χαϊδάρι». Το έργο γράφτηκε στα γερμανικά, μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Δημήτρη Μυράτ και στις 28 Οκτωβρίου 1944 ανέβηκε στο θέατρο Κοτοπούλη. Το έργο περιγράφει την καθημερινότητα του στρατοπέδου, τις ταπεινώσεις και τις ταλαιπωρίες, αλλά και την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατουμένων. Επίσης δεν έλειπαν και τα γκροτέσκα επεισόδια που σχετίζονταν με τη γραφειοκρατία των γερμανικών αρχών κατοχής. Σύμφωνα με μαρτυρία του γιου του, Πέτερ Μόρντο, το έργο παιζόταν επί τέσσερεις εβδομάδες συνεχώς με τα εισιτήρια εξαντλημένα.

Ήταν όμως αναπόφευκτο ο επερχόμενος εμφύλιος να συμπαρασύρει στη δίνη του οποιονδήποτε δεν πρόσεχε αρκετά ώστε να μη δίνει αφορμές. Μετά τα Δεκεμβριανά το έργο κατέβηκε επειδή αναφερόταν και στους κομμουνιστές κρατούμενους του Χαϊδαρίου. Ο ίδιος άρχισε να θεωρείται ύποπτος κομμουνισμού και το συμβόλαιό του με την Εθνική Λυρική Σκηνή δεν ανανεώθηκε. Το 1947 επέστρεψε στη γενέτειρά του για να σκηνοθετήσει στην Κρατική Όπερα της Βιέννης, χωρίς όμως να βρει μόνιμη εργασία.

Έτσι αναγκάστηκε για μια ακόμα φορά να ξενιτευτεί. Από το 1947 ως το 1951 χρημάτισε καλλιτεχνικός διευθυντής της Εθνικής Όπερας της Άγκυρας. Από τη δεκαετία του 1930 η Τουρκία είχε δεχθεί πολλούς πρόσφυγες απο τη Γερμανία, και έτσι συνέβη ο Μόρντο να αναλάβει την νέα θέση διαδεχομενος τον Καρλ Έμπερτ, αυτόν δηλαδή που δεν του είχαν επιτρέψει να διεδεχθεί στο Ντάρμστατ το 1932!

Aριστερά: ο Μόρντο σε νεαρή ηλικία. Δεξιά: Ο πίνακας διανομής στο πρόγραμμα για την παράσταση της οπερέτας «Ο ζητιάνος φοιτητής», σε σκηνοθεσία Μόρντο στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Πρεμιέρα: 5-9-1945. Από αριστερά προς δεξιά: Ρενάτο Μόρντο, Μαρία Κάλλας (με το πατρικό της όνομα Καλογεροπούλου) και ο σκηνογράφος Γιώργος Ανεμογιάννης. © ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ, τμήμα παραστατικών τεχνών.

Το 1951 ο Μόρντο επέστρεψε στην Αθήνα για να υποβάλει αίτηση για βίζα εισόδου στις ΗΠΑ, έχοντας δεχθεί προσκλήσεις συνεργασίας από τη Μετροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης και την Όπερα της Φλόριντα. Αν και οι ελληνικές αρχές είχαν πάψει πλέον να τον θεωρούν κομμουνιστή, οι Αμερικανοί δεν εμπιστεύονταν τη γνώμη των Ελλήνων. Φαίνεται ότι ακόμα και η Βασίλισσα Φρειδερίκη μεσολάβησε υπέρ του, αλλά εις μάτην:  η βίζα δεν εγκρίθηκε.  Μπορούσε τουλάχιστον να εργαστεί και πάλι στην Ελλάδα, αλλά ενώ ήρθησαν τα πολιτικά εμπόδια, η Εθνική Λυρική Σκηνή εισήλθε σε μια περίοδο οικονομικής δυσχέρειας που κορυφώθηκε με τη διακοπή της κρατικής επιχορήγησης το καλοκαίρι του 1952.

Η νεοσύστατη Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είχε απορρίψει τα αιτήματά του για αποζημίωση για τις διώξεις που είχε υποστεί από το ναζιστικό καθεστώς.

Έτσι ο σκηνοθέτης ξεκίνησε για μια ακόμα γη της Επαγγελίας, προκειμένου να εργαστεί στο “Χαμίμπα”, το Εθνικό Θέατρο του Ισραήλ στο Τελ Αβίβ. Εκεί θα μπορούσε να είχε ολοκληρωθεί η Οδύσσειά του, καθώς συνάντησε θερμή υποδοχή από το κοινό αλλά και τον παλιό του φίλο και συνεργάτη Max Brod, που είχε καταφύγει στην Παλαιστίνη από το 1939, διωγμένος και αυτός από τους ναζί. Η προοπτική να παραμείνει ήταν καλή, αλλά εκτός από σκηνοθέτης και σύζυγος ήταν και πατέρας, και στο Ισραήλ δεν ήταν εφικτό να επανενωθεί με τον γιο του, ο οποίος εν τω μεταξύ ζούσε στις ΗΠΑ. Έπρεπε να βρεθεί κάποια άλλη λύση.

Ο τελικός σταθμός στην βιωτική περιοδεία του Ρενάτο Μόρντο έμελλε εντέλει να είναι η χώρα από την οποία μέχρι λίγα χρόνια νωρίτερα προσπαθούσε απεγνωσμένα να διαφύγει. Τον Νοέμβριο του 1952 ανέλαβε καλλιτεχνικός διευθυντής της όπερας στο Δημοτικό Θέατρο του Μάιντς. Η σύζυγός του μπορούσε και πάλι να εργαστεί ως ηθοποιός στη γλώσσα της, ενώ τον επόμενο χρόνο ο γιος τους επέστρεψε για να ζήσει στη Γερμανία. Ο ίδιος κλήθηκε παράλληλα να σκηνοθετήσει στο Άμστερνταμ, το Αμβούργο, τη Βασιλεία και την Κολωνία. Η Ευρώπη είχε αρχίσει να συνέρχεται.

Στιγμιότυπο της παράστασης «Μαντάμ Μπατερφλάι» του Πουτσίνι στην Λυρική Σκηνή, σε σκηνοθεσία του Ρ. Μόρντο. Πρεμιέρα: 25 Οκτωβρίου 1940. Σκηνικά: Κλεόβουλος Κλώνης. ©Elsbeth και Michael Mordo.

Ήταν η εποχή που ο χαρισματικός σκηνοθέτης θα μπορούσε επιτέλους να εργαστεί σε συνθήκες ειρήνης, ισοπολιτείας και ασφάλειας, και το ταλέντο του να αναγνωριστεί. Όμως η δεύτερη και τελευταία γερμανική περίοδος του Ρενάτο Μόρντο δυστυχώς δεν κράτησε πολύ. Πέθανε στις 5 Νοεμβρίου 1955 μετά από σύντομη ασθένεια. Τα τελευταία του χρόνια είχε βιώσει και μια ύστατη πικρία, καθώς η νεοσύστατη Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είχε απορρίψει τα αιτήματά του για αποζημίωση για τις διώξεις που είχε υποστεί από το ναζιστικό καθεστώς. Δικαιώθηκε δικαστικά μόνο μετά τον θάνατό του.


 

Μια έκθεση για τον Μόρντο.

Η έκθεση «Ρενάτο Μόρντο. Εβραίος, Έλληνας και Γερμανός. Η ζωή ενός καλλιτέχνη την εποχή των άκρων» σε επιμέλεια του ελληνιστή Τόρστεν Ίσραελ / Torsten Israel (Μάνχαϊμ, Αθήνα) πραγματοποιείται στη  Γερμανική Σχολή Αθηνών  (Deutsche Schule Athen),  Δημοκρίτου 6 και Γερμανικής Σχολή Αθηνών, Μαρούσι, 15123, από τις 5 ως 26 τις Νοεμβρίου 2021. Η επίσκεψη είναι δωρεάν με ηλεκτρονική προεγγραφή. Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα ως Παρασκευή 15:30-18:00 και Σάββατο 10:00-14:00.

Την έκθεση παρουσιάζουν από κοινού η Γερμανική Σχολή Αθηνών και η Κεντρική Υπηρεσία Πολιτικής Αγωγής Ρηνανίας-Παλατινάτου. Η έκθεση δημιουργήθηκε σε συνεργασία με τον Uwe Bader (Gedenkstätte KZ Osthofen) και την Marita Hoffmann (εκδοτικός οίκος LLUX, Λούντβιγκσχάφεν στον Ρήνο). Στα πλαίσια της έκθεση πραγματοποιήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2021 ημερίδα της οποίας μπορείτε να κατεβάσετε το πρόγραμμα εδώ και παρουσίαση Θεατρικού Αναλογίου με αποσπάσματα από το θεατρικό έργο «Χαϊδάρι» από μαθητές και μαθήτριες της Γερμανική Σχολή Αθηνών υπό την καθοδήγηση του Αυστριακού σκηνοθέτη Martin Scharnhorst.

Όλες οι μεταφράσεις της έκθεσης από τα Γερμανικά στα Ελληνικά δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο της συνεργασίας του Πανεπιστημίου Γιοχάνες Γκούτενμπεργκ του Μάιντς (Τομέας Νέων Ελληνικών) και του Ιονίου Πανεπιστημίου της Κέρκυρας (Τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας).

Επιπλέον πληροφορίες για τον Ρενάτο Μόρντο μπορείτε να βρείτε εδώ (στα γερμανικά) και στο συνοδευτικό βιβλίο της έκθεσης  «Ρενάτο Μόρντο. Εβραίος, Έλληνας και Γερμανός. Η ζωή ενός καλλιτέχνη την εποχή των άκρων. Μια περιοδεύουσα έκθεση» (δίγλωσση έκδοση: ελληνικά, γερμανικά), Ludwigshafen 2021.

 

 

Διαβάστε ακόμα: Καλλιόπη Τσουπάκη. «Ο Καποδίστριας έζησε μια από τις τραγικότερες ιστορίες αγάπης».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top