Τυρί φέτα κομμένη σε κυβάκια, φρέσκια ντομάτα που μύριζε χώμα, αγγουράκι σε σχήμα μπαστουνάκια λές και κόπηκε εκείνη τη στιγμή από το μποστάνι, κασέρι και ζαμπόν, zwan, αλλά και πιπεράκια τουρσί. Πανδαισία χρωμάτων, γεύσεων, αισθήσεων, ευτυχίας και τιμιότητας! («The Picnic» του Trevor Waugh)

Υπήρξε κι εκείνη η εποχή, αν θυμάσαι, όπου ο Τσοβόλας τα «έδινε όλα»! Που να φανταζόταν τότε ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι της ξεμυαλισμένης ελληνικής φυλής, ότι το 2017 δε θα έχει ούτε τα βασικά – τρόπον τινά – να πληρώσει. Θυμάμαι να πηγαίνουμε για πικ-νικ σχεδόν κάθε Κυριακή με αφετηριακό ορόσημο την Πρωτομαγιά και τίτλους τέλους στο δεύτερο σαββατοκύριακο του Οκτώβρη. Όχι του κόκκινου – αλλά του πράσινου ακόμα! Δεν είχε να παρκάρεις πολύ εύκολα. Αυθημερόν. Εκεί, στα γρασίδια και τους λόφους, κάτω από το μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας. Λίγο πριν τη Γαλάτιστα.

Το περίμενα πως και πως όλη την εβδομάδα. Έπινα νερό με το στόμα από το λάστιχο στο απογευματινό παιχνίδι της γειτονιάς και σκεφτόμουν σε ποιο δέντρο θα σκαρφαλώσω την Κυριακή. Ποδήλατο, ποδόσφαιρο, μπάσκετ, κρυφτό. Καθόλου snapchat αλλά και κυνήγι pokemon. Τι είναι αυτό; Νομίζω πως δεν έχω ξεδιψάσει περισσότερο ποτέ άλλοτε σ’ ολόκληρη τη ζωή μου.

Η μαμά γύρω στις οχτώμισι φώναζε με χαρακτηριστική τσιρίδα από το μπαλκόνι – που την άκουγε όλο το τετράγωνο – «τα πιτσάκια είναι έτοιμα…». Τέσσερις φέτες ζυμωτό ψωμί, γραβιέρα, φέτα, μπέικον, ντομάτα, ελιά, ρίγανη. Αυτή ήταν η συνταγή για τα αγαπημένα μου – μέχρι και τώρα – πιτσάκια. Ήταν μια παραλλαγή, όπως άλλωστε έχουν όλες οι νοικοκυρές για μια πληθώρα από φαγητά. Τα καταβροχθίζαμε με τον αδερφό μου τον Άλεξ, αλλά και τον Γιωργάκη, τον Δημήτρη και τον Ξενοφώντα αφού παρατούσαμε τα ποδηλατάκια στη μέση του δρόμου και οι οδηγοί φωνάζαν κάτι «γαλλικά» έξαλλοι και ροδοκόκκινοι σαν φρεσκοψημένα κρουασάν!

Το πικ-νικ ήταν κάτι σαν το παντεσπάνι της εβδομάδας. Ήταν μια διέξοδος, μια διαφυγή, μια διακοπή από την καθημερινότητα που έφερνε τους ανθρώπους πιο κοντά.

Κι εκεί κάπου, άρχιζε η προετοιμασία. Κάναμε παραγγελιές στην μαμά. Αυτή μας «έγραφε» αλλά τα σημείωνε φαίνεται στο πίσω… μυαλό της. Η διάθεση και η λίμπιντο για ανεμελιά τερμάτιζε σου λέω! Ποτέ δεν είχαμε πολλά λεφτά. Είχαμε όμως χαμόγελο και όρεξη για παιχνίδι! Πίτα στη μαλακία δηλαδή. Ο μπαμπάς κανόνιζε τις μπύρες για τους μεγάλους και τις πορτοκαλάδες για εμάς τους μικρούς. Αυτό το πορτοκαλαδάκι από τη Φλώρινα απλά δεν υπήρχε ρε φίλε! Μπορεί να πίναμε από τρία ο καθένας στην καθισιά. Στα κρυφά βέβαια, γιατί αγοράζαμε κι εμείς απ’ το ψιλικατζίδικο του κυρίου Σάββα με το χαρτζηλίκι. Ε, και λίγα φουντούνια και λίγα δρακουλίνια, καμιά σοκολάτα γάλακτος ΙΟΝ, μαζί με το ποπάι και το μίκυ μάους. Το στομάχι γινόταν τούμπανο! Μετά πως να μην έλεγε ο παππούς στον μπαμπά «το παιδί έχει κοιλίτσα, να το στείλεις στίβο, τι πράγματα είναι αυτά».

Και τσατιζόταν ο μπαμπάς που εμείς δεν είχαμε πολλή όρεξη στην αρχή. Το πολύχρωμο καρώ τραπεζομάντηλο – πιο 80s πεθαίνεις – με τα απλωμένα καλούδια είναι ακόμη και τώρα μια καρτποσταλική θύμηση που δε λέει να φύγει. Και γιατί να φύγει; Κανένας λόγος. Μετά όμως γινόταν μάχη! Πόσο θεικό είναι το κεφτεδάκι του πικ-νικ. Αλλού, σε λέω – που λένε και στην Καλαμαριά! Τυρί φέτα κομμένη σε κυβάκια, φρέσκια ντομάτα που μύριζε χώμα, αγγουράκι σε σχήμα μπαστουνάκια λές και κόπηκε εκείνη τη στιγμή από το μποστάνι, κασέρι και ζαμπόν, zwan, αλλά και πιπεράκια τουρσί. Πανδαισία χρωμάτων, γεύσεων, αισθήσεων, ευτυχίας και τιμιότητας! Κάτω από ένα τεράστιο δεντρόσπιτο – έτσι το είχαμε βαπτίσει – με μια παχιά σκιά για πολλούς και καλούς ύπνους μετά το φαγοπότι. Siesta και afterhours, σημειώσατε Χ. Ωραία συναισθήματα! Αγνά. Ξεγύμνωμα κανονικό. Κασετόφωνο να παίζει Bee Gees, Gracy Jones, Queen, Stones, Marc Almond. Αυτούς έχω στα αυτιά μου τώρα. Α, και συνέχεια Βeatles, συνέχεια όμως! Απο την ώρα που θα μπαίναμε στο μικρό fiatάκι 127 μέχρι για πάντα… Η καλή πλευρά του πασοκικού ρεύματος και της τότε ευγενούς Μεγάλης Βρετανίας.


Διαβάστε ακόμα: Ο Γιώργος Μαλεκάκης μας δείχνει το δικό του καλοκαίρι


Κάτι τύποι παραδίπλα χαλάγανε τον κόσμο ακούγοντας ελληνικά στη διαπασών. Πάλι τσατιζόταν ο μπαμπάς, μη χάσει! Δεν την πάλευε και πολύ με τα ελαφρολαικά. Τους έκανε παρατήρηση. Τελικά ήρθανε στα χέρια. 80s! Μεγάλη δεκαετία, γεμάτη ιστορικές στιγμές και ένταση δίχως κανένα τακτ. Είχε και καγκουριλίκι, και μαγκιά και ξες ποιος είμαι εγώ και τέτοια. Αντρίλα.

Αλλά το πικ-νικ ήταν κάτι σαν το παντεσπάνι της εβδομάδας. Όπως τα βράδια της Πέμπτης που έπαιζε η Αριανάρα – άσχετο, αλλά Άρης είσαι! Το οργανώναμε και το αναζητούσαμε με προσήλωση. Ήταν μια διέξοδος, μια διαφυγή, μια διακοπή από την καθημερινότητα που έφερνε τους ανθρώπους πιο κοντά. Ακόμα και τους αγνώστους. Έστω και με ξύλο. Είχε πάθος ρε παιδί μου, δεν ήταν ξενέ και μη μου άπτου. Ξέρεις. Ποντιακή λεβεντιά, με μια φράση. Κατάλαβες.

Αυτή η απογύμνωση και το κάλεσμα της φύσης που γίνεσαι ένα με τη γη είναι κάτι το μοναδικό! Κοιλιόμασταν, γαργαλιόμασταν, τρέχαμε, πέφταμε, πονούσαν οι πληγές μας. Αλλά εμείς εκεί. Να έρθει η Κυριακή να πάμε να εξερευνήσουμε τον άλλο λόφο. Το παίζαμε κομάντα με τον σουγιά στην τσέπη! Ναι, ήταν πιο αυθεντικά τα πράγματα, αλλά σίγουρα πιο ελεύθερα. Πιθανόν και πιο ανώδυνα. Θα τα διηγηθώ στον ανιψιό μου σε λίγα χρόνια ελπίζοντας να μη με αντικρίζει σαν εξωγήινο από το τόσο πολύ digital που θα έχει «ποτίσει».

Το πικ-νικ θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και ο μαϊντανός της ζωής. Πάει με όλα!

Γύρω στις τεσσεράμιση, μετά τον υπνάκο, η μαμά έβγαζε κορμό από το κρυφό ταπεράκι. Παραλυρούσαμε όλοι! Οι μεγάλοι τη βρίσκανε και με σπαστό φραπέ. Σκέτη ιεροτελεστεία η τεχνική παρασκευής του. Την παράσταση του φυσικού σκηνικού έκλεβε το καλαθάκι με τα φρέσκα κεράσια από το κτήμα του παππού στη Νάουσα. Τι να λέμε τώρα…

Η κουλτούρα του πικ-νικ είναι διαχρονική στην μνήμη. Δε φαντάζει μακρινό ξινό σταφύλι που αργοσβήνει σαν όνειρο θερινής νυκτός. Δε θα αφήσω κανέναν να μου χαλάσει τη στιγμή, κλέβοντας την απλή ομορφιά της ζωής. Κι όμως! Είναι κρυμμένη τόσο κοντά. Πιο κοντά δεν έχει. Δίπλα σου. Αρκεί να το πιστέψεις. Κόκκινη, ζουμερή, αρωματική με φρουτώδη γεύση. Το πικ-νικ θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και ο μαϊντανός της ζωής. Πάει με όλα! Γνώρισε το, σου πάει. Άλλοι στο εξωτερικό το πληρώνουν αδρά. Και είναι και τζιτζιφιόγκοι. Εσύ το ‘χεις μέσα σου! Ξεδίπλωσε το. Να περνάς καλά χρειάζεται. Και ναι, γίνεται. Μ΄ ένα εκλεκτό καλάθι και λίγους καλούς φίλους.

Τι άλλο θέλεις και δεν είσαι ευχαριστημένος, μου λες; Ίσως ένα βιβλίο με φυσιογνωμία και περιεχόμενο από τους «μπίτνικ» να έδενε περίφημα στο δικό μου «ρετροπίκνικ». Καλές διακοπές σε όλους, κατά προτίμηση με road trip, κράκερς, πουράκια caprice και στάση όπου γουστάρεις! Ποιο σκάφος και ποια Bούλα; Τελείωνε. Μη το πολυτερματίζεις. Παιρνάνε οι μέρες. Σε λίγο θα χουμε δεύτερη πανσέληνο να ουμ και δώστου Neville Brothers και Yellow Moon. Έλα πάμε.

 

Διαβάστε ακόμα: Γιάννης Ρίτσος – Στο Καρλόβασι της Σάμου, καλοκαίρι του 1987

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top