Πενήντα σχεδόν χρόνια συμπληρώνει το 2014 ο Αμερικανός φωτογράφος Robert ΜcCabe από τότε που πρωτοήρθε στην Ελλάδα και, με εξαίρεση δύο φορές, δεν έχει αφήσει να περάσει ούτε ένας χρόνος χωρίς να κάνει το καθιερωμένο καλοκαιρινό ταξίδι του στην αγαπημένη του χώρα και πλέον δεύτερη πατρίδα του. Σπουδαστής τότε της αγγλικής φιλολογίας στο Princeton, συνόδεψε το 1954 τον αδελφό του σ’ ένα ταξίδι που έκανε με πλοίο από την άλλη άκρη του Ατλαντικού προς την Αίγυπτο. Η στάση στην Ελλάδα ήταν καθοριστική. Τα δύο αδέλφια ακύρωσαν κάθε άλλο σχέδιο και παρέμειναν ολόκληρο το καλοκαίρι στη χώρα μας.
Από τότε μέχρι σήμερα η Ελλάδα δεν παύει να τον εμπνέει. Aκούραστος και πάντοτε ενθουσιώδης, ο ΜcCabe εξερευνά όλες τις απίθανες γωνιές της, ανακαλύπτοντας κρυμμένες ομορφιές σε μέρη που ακόμα μένουν αλώβητα από τον τουρισμό. Η ματιά του παραμένει η ίδια και ίσως αυτός είναι ο λόγος που ακόμα και οι φωτογραφίες του της σημερινής Ελλάδας αποπνέουν την ίδια χαρά της ζωής, την ίδια αξία της απλής, ξένοιαστης και γνήσιας καθημερινότητας που ο McCabe ένιωσε στην Ελλάδα του ’50.
Η πρώτη φορά που πήγα στην Πάτμο ήταν το 1967. Ανάμεσα στους τόσους πανέμορφους και ανέγγιχτους από τον τουρισμό τόπους που έχω επισκεφθεί, μου ήταν πάντα πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω ένα και μόνο νησί. Κάποια στιγμή, η ελληνικής καταγωγής γυναίκα μου κι εγώ θελήσαμε να αποκτήσουμε ένα δικό μας σπίτι σε κάποιο νησί. Όταν μια μέρα πληροφορηθήκαμε, από την Ελένη Φίλωνος, ότι ο Γιώργος Ρούσσος ήταν διατεθειμένος να πουλήσει ένα σπίτι του στη χώρα της Πάτμου, η επιθυμία μας πήρε σάρκα και οστά. Αυτό που επιδιώκαμε, να μεγαλώσουμε –έστω και για κάποιους μήνες τον χρόνο– τα παιδιά μας σ’ ένα νησί που είχε μια αληθινή κοινότητα με ζωντανές και ισχυρές παραδόσεις και όχι σ’ ένα νησί εύκολα προσβάσιμο για τους επισκέπτες του σαββατοκύριακου ή ακόμα ένα τεχνητό και στείρο παραθαλάσσιο θέρετρο, έγινε πραγματικότητα.
Νιώθαμε περήφανοι να είμαστε μέρος αυτής της κοινότητας και τα παιδιά μας έγιναν δημότες της Πάτμου. Αυτός ο τόπος και οι άνθρωποί του μας έμαθαν επίσης πώς να ζούμε σε αρμονία με τη φύση, μάθαμε για παράδειγμα πώς να χρησιμοποιούμε το νερό με φειδώ, να αρδεύουμε το περιβόλι μας με την τσάπα και ένα σύστημα από αυλάκια που περιγράφεται στον Όμηρο, ή πώς να μαζεύουμε κλαδιά για να ψήσουμε ψωμί στον παλιό φούρνο του σπιτιού. Στήσαμε ακόμα ένα από τα πρώτα συστήματα ηλιακής ηλεκτροδότησης στην Ελλάδα.
Στα ταξίδια μου στην Ελλάδα με ενθουσίαζε η αίσθηση της ανακάλυψης. Αναζητούσαμε τόπους που δεν είχαν επισκέπτες. Ταξιδέψαμε σε όλες τις Κυκλάδες και φτάσαμε ως την Ρόδο, πήγαμε σε μέρη που έμοιαζαν αποκομμένα από τον υπόλοιπο κόσμο αλλά είχαν αυτάρκεια, παρότι πολλοί Έλληνες έλειπαν τότε ως μετανάστες και η χώρα γνώριζε τι σημαίνει φτώχια. Οι παραδόσεις ήταν ζωντανές, λες και δεν είχε διακοπεί τίποτα από έθιμα οι απαρχές των οποίων βρίσκονται κάπου στο βάθος της ιστορίας. Αυτό που με εκπλήσσει ακόμα και σήμερα, βλέποντας τις φωτογραφίες μου από εκείνη την εποχή, είναι ότι, ενώ οι καιροί ήταν δύσκολοι, υπήρχε παντού μια αίσθηση χαράς και αθωότητας.
Δεν μπορεί να διανοηθεί κανείς τη φιλοξενία που συναντήσαμε. Θυμάμαι όταν επισκεφθήκαμε πρώτη φορά την Ίο, το 1961, έναν τόπο εξαιρετικά όμορφο και ειδυλλιακό. Τότε δεν υπήρχαν καταλύματα. Ο δήμαρχος του νησιού όχι μόνο μας φιλοξένησε, αλλά μας παραχώρησε το δικό του δωμάτιο. Ο κόσμος μάς προσκαλούσε στο σπίτι του για να μας κεράσει, όχι επειδή ήθελαν κάτι ως αντίτιμο, αλλά επειδή το ένιωθαν. Στη Μύκονο, σε μία βάφτιση στα Άνω Μερά, το 1955, ο παπάς σήκωνε το ποτήρι του στην υγειά μου κάθε φορά που με έβλεπε και με προσκαλούσε να πιω μαζί του. Θυμάμαι επίσης όταν ο δήμαρχος της Φολεγάνδρου μας κάλεσε για δείπνο στο σπίτι του και την απίθανη ιστορία με ένα βιολί Στραντιβάριους που υποτίθεται ότι είχε. Ευτυχώς μιλούσα λίγα ελληνικά, διότι είχα ήδη γνωρίσει την μετέπειτα Ελληνίδα γυναίκα μου. Θυμάμαι λοιπόν ότι το σπίτι του δημάρχου ήταν το μόνο στο νησί που είχε ηλεκτρικό ρεύμα. Θυμάμαι επίσης πως μας έκανε εντύπωση ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της επίσκεψής μας δεν εμφάνισε τη γυναίκα του ούτε για μια στιγμή.
Έχω την αίσθηση ότι τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν τη δεκαετία του ’70. Για πολλά χρόνια και ενώ ταξιδεύαμε παντού στην Ελλάδα, όχι μόνο στα νησιά αλλά και στην ενδοχώρα, την Ήπειρο, την Πελοπόννησο (πολλές φορές και επειδή γνωρίζαμε τους αρχαιολόγους που έκαναν ανασκαφές) τα πράγματα παρέμεναν ανέπαφα από τον χρόνο. Δεν ξέρω πώς και πότε ακριβώς, αλλά ξαφνικά τα νησιά απέκτησαν τουρίστες και η αίσθηση του παρθένου τόπου δεν ήταν πια ή ίδια.
Όμως υπάρχουν ακόμα παρθένοι τόποι, μέρη που θέλω να φωτογραφίσω. Διότι είναι μεν αλήθεια ότι αν πάω στη Μύκονο σήμερα δεν θα πάρω μαζί την φωτογραφική μου μηχανή, υπάρχουν όμως τόποι, όπως η Πολύαιγος δίπλα στην Κίμωλο, που συνεχίζουν να διατηρούν αυτήν τη φυσιογνωμία του παρελθόντος. Ακόμα και στα Αναφιώτικα, εκεί όπου εγώ και η οικογένειά μου έχουμε ένα σπίτι και περνάμε κάποιους μήνες τον χρόνο, μου αρέσει πολύ να φωτογραφίζω διότι η σχέση με το παλαιό είναι ακόμα εκεί. Οι Φούρνοι είναι ένας άλλος τέτοιος συναρπαστικός τόπος. Πριν λίγα χρόνια επισκέφθηκα τα αρχαία λατομεία για να φωτογραφίσω τους υπέροχους «αρχιτεκτονικούς» όγκους. Φωτογράφησα επίσης τους ντόπιους. Ευτυχώς βρίσκεις ακόμα τέτοιους τόπους, όπως και την ίδια εκείνη φιλοξενία που θυμάμαι από παλιά. Ίσως είμαι «ρετρό», οι τόποι όμως που με μαγεύουν είναι αυτοί όπου έχεις το αίσθημα της ανακάλυψης, όπου τα τουριστικά λεωφορεία δεν σταματούν…
//Πνευματικό Κέντρο Χώρας Πάτμου, 24 Ιουλίου έως 25 Αυγούστου 2013. Επιμέλεια έκθεσης: Ελισάβετ Πλέσσα. Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες είναι από το λεύκωμα του Robert ΜcCabe «Ελλάδα, τα χρόνια της αθωότητας, 1954-1965», εκδ. Πατάκη, 2004.