Ο Βαντίμ έζησε τη γλύκα των χρόνων πριν από το Μάη του ’68, σταρλετίτσες και χιονοδρομικά κέντρα, μικροσκάνδαλα και Ferrari, Saint-Tropez κι ηδονισμός. (Φωτογραφία: Liberation)

Έφυγε στα 72 του χρόνια, αφού πρώτα γεύτηκε μέχρι τα μπούνια τις χαρές της ζωής. Έζησε τη γλύκα των χρόνων πριν από το Μάη του ’68, σταρλετίτσες και χιονοδρομικά κέντρα, μικροσκάνδαλα και Ferrari, Saint-Tropez κι ηδονισμός.

Όταν αγαπούσε, παντρευόταν. Το λιγότερο που μπορεί κάποιος να πει είναι ότι δεν του έλειπε το γούστο. Ο άνθρωπος αυτός κράτησε στην αγκαλιά του μερικές από τις πιο όμορφες γυναίκες της εποχής του, ξανθές, ψηλές και πάντα ηθοποιούς που μοιράζονταν μαζί του την αγάπη του για το σανίδι, τους προβολείς και τη διασημότητα.

Η διασημότητα ήταν η σύντροφός του από το ξεκίνημά του ως σκηνοθέτης το 1956 όταν, κάτω από τον ανέφελο ουρανό του γαλλικού σινεμά όπου βασίλευαν οι ρομαντικοί έρωτες του Ζεράρ Φιλίπ και της Μισέλ Μοργκάν, το «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα» έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία.

H BB στη ταινία – βόμβα «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα» σε σκηνοθεσία του Βαντίμ. (Φωτογραφία: IMDb)

Εκείνη τη χρονιά, ο 28χρονος Βαντίμ και η «καθωσπρέπει» 24χρονη Μπριζίτ Μπαρντό του 16ου διαμερίσματος ήταν το ζευγάρι που αντιπροσώπευε τον μοντέρνο έρωτα. Στην πραγματικότητα, η Μπε-Μπε, την οποία είχε γνωρίσει στα 15 της και είχε παντρευτεί έξι χρόνια πριν, τον άφηνε για τον Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, τον συμπρωταγωνιστή της.

Η ταινία, που σήμερα φαντάζει σεμνή, προκάλεσε σκάνδαλο την εποχή εκείνη, πράγμα που φυσικά εκτόξευσε τη δημοτικότητά της, όπως κι εκείνη του σκηνοθέτη και της πρωταγωνίστριάς του. Όμως, το ενδιαφέρον είναι ότι εδώ η ΒΒ δεν είναι ένα απλό sex-symbol, ένα σεξουαλικό αντικείμενο. Έντεκα μόλις χρόνια αφότου οι γυναίκες απέκτησαν δικαίωμα ψήφου, εκείνη είναι που επιλέγει με ποιους άντρες θα κοιμηθεί. Το 1957, στο Cahiers du cinema, ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ θα γράψει: «Δεν έχει νόημα να συγχαρεί κάποιος τον Βαντίμ επειδή είναι μπροστά από την εποχή του, αφού απλώς, καθώς όλοι πάνε πίσω, εκείνος αντίθετα, είναι στην ώρα του».

Ο Βαντίμ βάλθηκε όλη του τη ζωή να τελειοποιήσει την εικόνα του «séducteur des femmes et des serpents».

Πριν απ’ αυτήν την ταινία, ο Βαντίμ είχε εγκαταλείψει το θέατρο για να γίνει βοηθός του Μαρκ Αλεγκρέ, καθώς είχε αντιληφθεί ότι ο κινηματογράφος είχε λαμπρό μέλλον μπροστά του. Η δημοσιογραφία γύρω από τους κοσμικούς κύκλους στο Paris-Match τη διετία 1953-1955 τον είχε βάλει ήδη στο επίκεντρο της επικαιρότητας της εποχής του.

Η Brigitte Bardot, ο Roger Vadim και ο Michel Subor στα γυρίσματα της ταινίας «La Bride sur le cou» το 1961. (Φωτογραφία: IMDb)

Γεννημένος σαν σήμερα, στις 26 Ιανουαρίου του 1928 στο Παρίσι, με πατέρα έναν αριστοκράτη Γάλλο υποπρόξενο από το Κίεβο και μια μαρσεγιέζα μητέρα με ακόρεστη αγάπη για την ηθοποιία, ο Βαντίμ βάλθηκε όλη του τη ζωή να τελειοποιήσει την εικόνα του «séducteur des femmes et des serpents».

Μεγάλωσε στην Αλεξάνδρεια, μετά στην Τουρκία, ώσπου στα 9 του χρόνια, ένα έμφραγμα τον αφήνει χωρίς πατέρα, περνώντας την οικογένεια από τις «Χίλιες και μία νύχτες» στον Εμίλ Ζολά. Επιστροφή στη Γαλλία, εγκατάσταση στη Σαβοΐα, άνοιγμα ενός πανδοχείου και γάμος της μητέρας του με κάποιον 15 χρόνια νεότερό της.


Διαβάστε ακόμα: Mimi Thorisson, η «τέλεια γυναίκα»


Μετά τον πόλεμο, όλος αυτός ο κόσμος μετακομίζει στο Παρίσι, όπου ο Ροζέ σπουδάζει Πολιτικές Επιστήμες και παρακολουθεί μαθήματα θεάτρου, αλλά κυρίως διασκεδάζει στο Saint-Germain-des-Prés.

Από τις ρωσικές ρίζες του -το πραγματικό του επίθετο ήταν Plemiannikov- θα μπορούσες να πεις ότι κράτησε μόνο τις καλές πλευρές: για εκείνον μόνον η απόλαυση είχε σημασία. Ωστόσο, μπορεί αυτοκαταστροφικές τάσεις να μην είχε ούτε γινόταν δηλητηριώδης, αλλά το νεανικό θράσος ενός Βαντίμ που επαναστατούσε ενάντια στα ταμπού της αστικής τάξης γρήγορα εξαντλήθηκε.

Με την Ανέτ Στρόιμπεργκ (δεξιά, από την ταινία «Et mourir de plaisir» του 1960) θα μείνουν παντρεμένοι μόλις 3 χρόνια. (Φωτογραφία: IMDb)

Η ζωή του ως σκηνοθέτη ακολούθησε την κατωφερική καμπύλη των ταινιών του. Παντρεύτηκε τη σεξοβόμβα Ανέτ Στρόιμπεργκ ένα χρόνο προτού εκείνη γίνει συμπρωταγωνίστρια της Ζαν Μορώ και του Ζεράρ Φιλίπ στις «Επικίνδυνες σχέσεις», μια ταινία που εκείνος είχε εμπνευστεί από το ομώνυμο έργο του Λακλό. Λίγο μετά τον εγκαταλείπει για τον Σασά Ντιστέλ.

«Το να κάνεις έρωτα με την Τζέιν Φόντα είναι σαν ν’ ανοίγεις ένα μπουκάλι σαμπάνια, αλλά το να κάνεις έρωτα με την Κατρίν Ντενέβ είναι σαν να βγάζεις απ’ την πρίζα ένα ψυγείο».

Ο Βαντίμ γνώρισε την Κατρίν Ντενέβ όταν εκείνη ήταν 18 ετών. (Φωτογραφία: IMDb)

Τέσσερα χρόνια αργότερα, είναι πάλι ερωτευμένος με μια 18χρονη ηθοποιό, ξανθιά και ντροπαλή, ονόματι Κατρίν Ντενέβ. Της δίνει για πρώτη φορά τον πρώτο της μεγάλο ρόλο ρόλο στο «Βίτσια και Αρετή» του 1963. Εκείνη, για αντάλλαγμα του χάρισε έναν γιο, τον Κριστιάν, και εξελίχθηκε σ’ αυτήν που ξέρουμε. Για κείνη, θα γράψει πολύ αργότερα, το 1986, στο βιβλίο του «Από τη μία σταρ στην άλλη» πως μπορεί να μην εκμεταλλευόταν τα αισθήματα των άλλων για να σταδιοδρομήσει, αλλά ήταν μια «dominatrix».

Η Τζέιν Φόντα στο φιλμ «Μπαρμπαρέλα». Αριστερά ο Βαντίμ της… φτιάχνει το look πριν το γύρισμα. (Φωτογραφίες: IMDb)

Δεν ήταν λοιπόν αυτή που παντρεύτηκε τούτη τη φορά, αλλά την Τζέιν Φόντα, από την οποία θα αποκτήσει μια κόρη, τη Βανέσα, με την οποία θα γυρίσει, μεταξύ άλλων, την περίφημη «Μπαρμπαρέλα» το 1968, τον καιρό του βινυλίου, του πλαστικού και του πλεξιγκλάς. Μια στάλα μεθυσμένος, πολύ αργότερα θα προσθέσει: «Το να κάνεις έρωτα με την Τζέιν Φόντα είναι σαν ν’ ανοίγεις ένα μπουκάλι σαμπάνια, αλλά το να κάνεις έρωτα με την Κατρίν Ντενέβ είναι σαν να βγάζεις απ’ την πρίζα ένα ψυγείο». Χωρίζουν το 1972.

Πτοημένος από το χωρισμό του και με την τέταρτη γυναίκα του, την Κατρίν Σνάιντερ που του χάρισε έναν ακόμα γιο, τον Βάνια, το ρίχνει στο γράψιμο και τη ζωγραφική. Με την άνοδο του φεμινισμού και του πορνό αποσύρεται στις ΗΠΑ, όπου θα ζήσει στην καλιφορνέζικη ακτή της Σάντα Μόνικα έναν ευχάριστο λήθαργο. Φυσικά, δεν είναι μόνος του: μια γυναίκα, η Αν, σεναριογράφος, μελαχρινή και γοητευτική, στέκεται δίπλα του.

Όμως, ο πιο όμορφος και μεγαλύτερης διάρκειας έρωτάς του ήταν μια Γαλλίδα: η ωραία, ταλαντούχα και φτασμένη ηθοποιός του θεάτρου Μαρί-Κριστίν Μπαρό θα είναι η τελευταία του σύζυγος κι η τελευταία του κατάκτηση.

Η Μαρί-Κριστίν Μπαρό, η τελευταία του σύζυγος κι η τελευταία του κατάκτηση. (Φωτογραφία: IMDb)

Ο Ντελόν, που κάτι ήξερε από σαγήνη, ομολογούσε την απίστευτη σλάβικη γοητεία του Βαντίμ. Κι αυτό τα λέει όλα. Δεν ήταν, ωστόσο, ένας κλασικός γυναικοκατακτητής. Συχνά οι γυναίκες τον εγκατέλειψαν, ήταν πολύ ευαίσθητος, τρυφερός, γενναιόδωρος και καλός πατέρας. Μπορεί δε ως σκηνοθέτης να δημιούργησε έναν περιορισμένο αριθμό καλών ταινιών, αλλά σημάδεψε για τα καλά την εποχή του, υπήρξε ένα τοτέμ γι’ αυτή.

Δύο χρόνια πριν από τη Nouvelle Vague, ο Βαντίμ του «Και ο θεός έπλασε τη γυναίκα» άνοιγε την πόρτα σε μία νέα εποχή ελευθερίας. Και οι γυναίκες που ανέδειξε, οι γυναίκες που τον αγάπησαν και τις αγάπησε, φρόντισαν να δώσουν γι’ αυτόν μια εικόνα που κάθε άντρας θα ζήλευε: εκείνη ενός αξιαγάπητου Δον Ζουάν. Μερικές φορές, η ιστορία γράφεται από υπέροχους loosers.

 

Διαβάστε ακόμα: Σοφία Λόρεν & Μπριζίτ Μπαρντό – Οι ιδρυτικοί μύθοι του ευρωπαϊκού σεξαπίλ

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top