Ο Jones ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση. Πολύ έξυπνος και ταλαντούχος, αλλά και ψυχολογικά ασταθής (φωτογραφία: netflix.com).

Ομολογώ ότι όταν ξεκίνησα να βλέπω το ντοκιμαντέρ του Danny Garcia δεν περίμενα και πολλά. Μετά από πολλά άρθρα, βιβλία, αφιερώματα, ταινίες και ντοκιμαντέρ, αναρωτιόμουν τί καινούργιο θα μάθαινα.

Οι ανησυχίες μου ενισχύθηκαν από δύο άλλα στοιχεία: πρώτον, στο ντοκιμαντέρ δεν μιλάει κανείς από τους Rolling Stones, ούτε καν από τους πρώην (Bill Wyman, Mick Taylor). Και δεύτερον, δεν ακούγεται πουθενά μουσική του συγκροτήματος. Δεν ξέρω αν αυτό έχει να κάνει με το κόστος δικαιωμάτων που θα εκτόξευε το budget του παραγωγού ή ήταν μια επιλογή του σκηνοθέτη για λόγους αποστασιοποίησης, αλλά με ξένισε. Ντοκιμαντέρ για Rolling Stone χωρίς Rolling Stones γίνεται;

Το ντοκιμαντέρ κάνει αναδρομή στη σύντομη ζωή και τον θάνατο του Jones, άλλης μιας πρόωρης απώλειας της ομάδας που έχει επονομαστεί “the 27 Club”.

Επειδή όμως οι Stones είναι μία από τις αδυναμίες μου επέμεινα. Και ναι, γίνεται. Όπως λέει και ο τίτλος του, το ντοκιμαντέρ κάνει αναδρομή στη σύντομη ζωή και τον θάνατο του Jones, άλλης μιας πρόωρης απώλειας της ομάδας που έχει επονομαστεί “the 27 Club” (Jimi Hendrix, Janis Joplin, Jim Morrison, Curt Cobain, Amy Winehouse οι πιο γνωστοί). Και μέσα από συνεντεύξεις με άτομα του περιβάλλοντός του σκιαγραφείται η πορεία του.

Οι τελευταίοι περιλαμβάνουν φίλους, ερωμένες και συνεργάτες από τη μουσική του καριέρα: μεταξύ άλλων, οι μουσικοί Dick Taylor, Phil May (Pretty Things) και Chris Farlowe, ο δημοσιογράφος Chris Salewicz, οι φωτογράφοι Terry O’ Neill και Gered Mankowicz και οι σκηνοθέτες Volker Schlöndorff και Stephen Woolley (ο πρώτος συνεργάστηκε με τον Jones στην ταινία “A Degree of Murder” και ο δεύτερος ήταν ο σκηνοθέτης της ταινίας “Stoned” με θέμα τοn θάνατο του Jones). Σε μια σπάνια εμφάνιση, μιλάει και ο φίλος του και βασικό μέλος του περιβάλλοντος των Stones, Prince Stash Koslowski.

Οι Rolling Stones στα 60s, αφότου ο Bill Wyman αντικατέστησε τον Dick Taylor – και πριν το δίδυμο Mick (Jagger) & Keith (Richards) ανακοινώσει στον Jones ότι «έθεσε εαυτόν εκτός κινήματος» (photo Louder Sound).

Ο Jones (1942-1969) ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση. Πολύ έξυπνος και ταλαντούχος, αλλά και ψυχολογικά ασταθής. Μάλλον διπολικός –σε μια εποχή που δεν είχε ανακαλυφθεί η πάθηση–, είχε αλλαγές διάθεσης, φοβίες και μια ιδιαίτερη ικανότητα να εκνευρίζει όσους ήσαν κοντά του. Σεξουαλικά αχόρταγος, όταν πέθανε είχε πέντε νόθα παιδιά – τουλάχιστον τόσα είναι τα αναγνωρισμένα, ένα μάλιστα από αυτά μιλάει στο ντοκιμαντέρ.

Από μουσικής πλευράς, ήταν τεχνικά ο καλύτερος από τους Stones –εκτός από κιθάρα, έπαιζε πολλά όργανα και ήξερε από ενορχήστρωση– και ξεκίνησε ως αρχηγός τους. Μάλιστα, αυτός τους έδωσε και το όνομά τους, εμπνεόμενος από την αγάπη του για τα μπλουζ και το τραγούδι του Muddy Waters. Πιθανότατα, ήταν ο πρώτος Δυτικός μουσικός που ενδιαφέρθηκε γι αυτό που σήμερα λέγεται World Music, ηχογραφώντας μάλιστα στο Μαρόκο με τους μουσικούς Joujouka.

Ένας συνδυασμός πραγμάτων τον οδήγησε σταδιακά στην κατάπτωση: ναρκωτικά, ποτό, φάρμακα.

Από ένα σημείο όμως και μετά, ένας συνδυασμός πραγμάτων τον οδήγησε σταδιακά στην κατάπτωση: ναρκωτικά, ποτό, φάρμακα (πάντα υπάρχει ένας πρόθυμος γιατρός που συνταγογραφεί χωρίς αύριο), έφοδοι από την αστυνομία στο σπίτι του, καταδίκες σε δικαστήρια λόγω των ναρκωτικών, ο χωρισμός του από την Anita Pallenberg και, κυρίως, ο παραγκωνισμός του στο συγκρότημα από το δίδυμο Mick και Keith• φυσιολογική εξέλιξη από τη στιγμή που το ταλέντο του στη σύνθεση ήταν πολύ κατώτερο του ταλέντου του στο παίξιμο.

Με αυτά και με εκείνα, κάποια στιγμή αποσύρθηκε στην έπαυλη Cotchford Farm που αγόρασε στο Σάσεξ και άρχισε να είναι όλο και περισσότερο απών μέχρι που του ανακοινώθηκε από το δίδυμο ότι «έθεσε εαυτόν εκτός κινήματος». Έγινε η σχετική ανακοίνωση στα ΜΜΕ και μόλις τρεις εβδομάδες μετά, στις 3 Ιουλίου του 1969, πέθανε από πνιγμό και υπό μυστηριώδεις συνθήκες στην πισίνα του.

Το LET IT BLEED, που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1969, ήταν το τελευταίο album των Rolling Stones με τον Jones στη σύνθεσή τους. Οι ηχογραφήσεις έγιναν στα Olympic Studios, στο Barnes του Λονδίνου (photo Oakville Centre).

Οι αιτίες που αναφέρθηκαν τότε ήταν ένας συνδυασμός ατυχήματος, κατανάλωσης αλκοόλ και άσθματος, από το οποίο έπασχε. Για τα επόμενα χρόνια, διάφορες θεωρίες αναπτύχθηκαν σχετικά με τα αίτια του θανάτου του. Αυτά όμως, όπως θα έλεγε και ένας καθηγητής μου, είναι γνωστά.

Λίγο μετά τον θάνατο του Jones, βρέθηκε, μυστηριωδώς και αγρίως δολοφονημένο, άλλο ένα άτομο του περιβάλλοντός του που ήταν στην έπαυλη το μοιραίο βράδυ.

Αυτά που δεν είναι γνωστά είναι αυτά που αποκαλύπτονται σιγά-σιγά από τη μέση του ντοκιμαντέρ και μετά. Και βασίζονται κυρίως στη δουλειά ενός δημοσιογράφου, του Scott Jones, ο οποίος, μετά από πολύχρονη έρευνα, υπέβαλε μια έκθεση εκατοντάδων(!) σελίδων στην Αστυνομία του Σάσεξ, ζητώντας να ξανανοίξει ο φάκελος.

Η υπόθεση του δημοσιογράφου χτίζεται σιγά-σιγά, συνδυάζοντας τα στοιχεία της ιατροδικαστικής εξέτασης, όπως ερμηνεύονται από σύγχρονους γιατρούς, τις μαρτυρίες φίλων του Brian, και κάποια γεγονότα, επιβεβαιωμένα ή μη, που σίγουρα έπαιξαν το ρόλο τους, τόσο εκείνο το μοιραίο βράδυ όσο και μετά από αυτό. Λίγο δε μετά τον θάνατο του Jones, βρέθηκε, μυστηριωδώς και αγρίως δολοφονημένο, άλλο ένα άτομο του περιβάλλοντός του που ήταν στην έπαυλη το μοιραίο βράδυ.

Το παζλ συμπληρώνεται σταδιακά και αποκαλύπτει τον καθοριστικό ρόλο δύο ατόμων: ο ένας ήταν ο εργολάβος-τεχνίτης Frank Thorogood, ο οποίος έκανε επισκευές στην έπαυλη, αλλά είχε καταλήξει να μένει εκεί με την κοπέλα του και να κάνει παρέα με τον Jones, και ο άλλος ήταν ο πρώην αλεξιπτωτιστής και σωματοφύλακας (“fixer”) τότε των Stones, Tom Keylock, άτομο με διασυνδέσεις στην αστυνομία, αλλά και στον υπόκοσμο. Από ό,τι συνάγεται, είναι τα δύο μοιραία πρόσωπα στην υπόθεση – δεν ζουν πια, ο πρώτος πέθανε το 1993 και ο δεύτερος το 2009.

Η έπαυλη (και η πισίνα όπου πνίγηκε ο Brian Jones) ανήκε παλαιότερα στον ΑΑ Milne, δημιουργό του Winnie The Pooh. Τα πιθανά πρόσωπα-κλειδιά της υπόθεσης, ο “fixer” Tom Keylock και ο εργολάβος Frank Thorogood, δεν ζουν πια (photo Daily Mail).

Το τέλος του Brian Jones, ενώ ήταν ένα ατύχημα που όλοι περίμεναν να συμβεί, ναι μεν συνέβη, αλλά από ό,τι φαίνεται, δεν ήταν ατύχημα.

Ένα ερώτημα που τίθεται επίμονα είναι το γιατί η Aστυνομία δεν ερεύνησε περισσότερο την υπόθεση και γιατί ο φάκελος παραμένει «κλειστός» για 75 χρόνια από τον θάνατο του Jones. Πήραν οδηγίες να μην το ψάξουν παραπάνω; Βαρέθηκαν να ασχοληθούν; Και σε κάθε περίπτωση, μήπως βόλευε αρκετούς –πολιτικό σύστημα, αστυνομία, ΜΜE– να ρίξουν τον θάνατο στο lifestyle “sex, drugs and rock n roll” άλλου ενός μουσικού που ούτως ή άλλως θεωρείτο παρελθόν;

Δεν θα αποκαλύψω άλλες λεπτομέρειες για να μη χαλάσω το «τέλος» σε όσους θα δουν το ντοκιμαντέρ. Το τέλος πάντως του Brian Jones, ενώ ήταν ένα ατύχημα που όλοι περίμεναν να συμβεί, ναι μεν συνέβη, αλλά από ό,τι φαίνεται, δεν ήταν ατύχημα.

ΥΓ Σημείωση προς υποτιτλιστές: το Μαντράξ δεν είναι άνθρωπος, αλλά παραισθησιογόνο χάπι, ο Γκοντάρ είναι Ζαν Λυκ και όχι Ζαν Λουλ, και η περιοχή είναι Φούλαμ και όχι Φούλερ.

 

//Ο Μωρίς Σιακκής σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες «εδώ» και «έξω» και έχει μόνιμη αδυναμία στη μουσική, την ιστορική έρευνα και τα ταξίδια. Έχει κάνει τη σειρά ραδιοφωνικών εκπομπών «Ροκ Ιστορίες» στο ΒΗΜΑ FM, έχει γράψει άρθρα και έχει δημοσιεύσει δύο βιβλία για την ιστορική εξέλιξη του ροκ: “Let the rock stories roll” (Εκδόσεις Ποταμός) και “448 μίλια, εκατομμύρια νότες” (Εκδόσεις Μαριλού).

 

Διαβάστε ακόμα: Τι κάνει μια συναυλία αλησμόνητη;

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top