Η Ρωσική Επανάσταση του 1917 σημάδεψε με τρόπο ανεξίτηλο τον 20ό αιώνα και επηρέασε με καθοριστικό τρόπο την παγκόσμια ιστορία. Εκατό χρόνια μετά, εξακολουθεί να εμπνέει, να προβληματίζει και να διχάζει.

1.

Η προϊστορία του 1917

[…]

Είναι Μάιος 1912 στο Ιρκούτσκ της Σιβηρίας, κοντά στον ποταμό Λένα. Οι εργάτες σε μια αχανή περιοχή με κοιτάσματα χρυσού, στεγασμένοι σε συνθήκες δουλοπαροικίας μέσα σε ανθυγιεινά καταλύματα, έχουν κηρύξει απεργία. Απαιτούν αύξηση στα μεροκάματα, απόλυση κάποιων μισητών προϊσταμένων και –πάλι αυτό το συνταίριασμα οικονομικών και πολιτικών αιτημάτων– οκτάωρη ημερήσια εργασία. Παρατάσσονται στρατιώτες. Οι διευθυντές της εταιρείας δίνουν εντολές. Οι στρατιώτες ανοίγουν πυρ. Ο φρικτός απολογισμός είναι 270 απεργοί. Έμεινε στην ιστορία ως η Σφαγή στον Λένα.

Γιγάντιες και βίαιες απεργίες συγκλονίζουν τη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη. Οι βιομηχανικοί εργάτες περνάνε και πάλι στη δράση. Το 1914, μια γενική απεργία στην πρωτεύουσα είναι τόσο σοβαρή ώστε εγείρει ανησυχίες σχετικά με τις προετοιμασίες για τον πόλεμο που, όπως όλοι γνωρίζουν, πλησιάζει, έναν πόλεμο που κυοφορούν οι αρπακτικές έριδες των μεγάλων δυνάμεων.

Υπάρχουν κάποιοι στο καθεστώς που αντιλαμβάνονται πως αυτό δεν θα μπορέσει να αντέξει μια σύγκρουση ή να επιβιώσει μετά την αναπόδραστη σύρραξη. Τον Φεβρουάριο του 1914, σε ένα διορατικό υπόμνημα, ο συντηρητικός κρατικός λειτουργός Πιοτρ Ντουρνόβο προειδοποιεί τον τσάρο ότι εάν ο πόλεμος έχει άσχημη έκβαση θα ξεσπάσει επανάσταση. Τον αγνοούν. Φιλογερμανικές και αντιγερμανικές φατρίες αντιπαρατίθενται στις ελίτ, αλλά τα προς ανατολάς συμφέροντα της Ρωσίας, η συμμαχία της και οι οικονομικοί δεσμοί της με τη Γαλλία, την τοποθετούν αναγκαστικά κατά της Γερμανίας. Με κάποια απροθυμία, ύστερα από μια ανταλλαγή κατεπειγόντων, ευγενικών τηλεγραφημάτων ανάμεσα στον «Νίκι» και τον «Βίλι» –τον Τσάρο Νικόλαο Β’ και τον Γουλιέλμο Β’ της Γερμανίας– με τα οποία αποθαρρύνουν ο ένας τη δυναμική του στρατού του άλλου, λίγο μετά το ξέσπασμα των εχθροπραξιών στην Ευρώπη, στις 15 Ιουλίου 1914, ο Νικόλαος Β’ βάζει τη Ρωσία στον πόλεμο.

Ακολουθεί το σύνηθες κύμα πατριωτισμού και ευσέβειας που επιστρατεύει τους εύπιστους, τους απεγνωσμένους και τους πολιτικά χρεοκοπημένους. «Οι πάντες» αναφέρει η ποιή­τρια Ζηναΐδα Γκίπιους, «έχουν χάσει τα μυαλά τους». Διαδηλωτές επιτίθενται σε γερμανικά καταστήματα. Στην Αγία Πετρούπολη, πλήθος ανθρώπων σκαρφαλώνουν στη στέγη της γερμανικής πρεσβείας και γκρεμίζουν τους πελώριους γλυπτούς ίππους της. Τα μπρούντζινα σώματά τους σωριάζονται στον δρόμο, στρεβλωμένα και στραμπουληγμένα, μακάβρια λαβωμένα. Τον Αύγουστο του 1914, το όνομα της Αγίας Πετρούπολης αλλάζει στο πιο σλαβικό Πέτρογκραντ: με μια σημειολογική εξέγερση ενάντια σ’ αυτή την ηλιθιότητα, οι ντόπιοι μπολσεβίκοι εξακολουθούν να αυτοαποκαλούνται «Η Επιτροπή της Πετρούπολης».

Στο βορειοανατολικό κέντρο της πόλης, στο μεγάλο μέλαθρο του Πέτρογκραντ με τον επιβλητικό τρούλο, το Ανάκτορο της Ταυρίδας, στις 26 Ιουλίου του 1914, οι αντιπρόσωποι στη Δούμα ψηφίζουν υπέρ των πολεμικών πιστώσεων, των δανείων του κράτους για τη χρηματοδότηση του μακελειού. Οι φιλελεύθεροι τώρα δεσμεύονται στο σκληρό καθεστώς ο εκσυγχρονισμός του οποίου ήταν ο υποτιθέμενος λόγος ύπαρξής τους. «Δεν απαιτούμε τίποτα» λέει γλοιωδώς ο Μιλιουκόφ, «και δεν θέτουμε κανέναν όρο».

Δεν συμπαρατάσσονται μόνο οι δεξιοί με τον πόλεμο. Οι αγροτολαϊκιστές τρουντοβίκοι, ένα μετριοπαθές αριστερό κόμμα συνδεδεμένο με τους εσέρους, προστάζουν αγρότες και εργάτες, σύμφωνα με το φερέφωνό τους, έναν επιδεικτικό δικηγόρο ονόματι Αλεξάντρ Κερένσκι, «να υπερασπιστούμε την πατρίδα μας και μετά να την απελευθερώσουμε». Ο φημισμένος αναρχικός πρίγκιπας Κροπότκιν υποστηρίζει επίσης τον πόλεμο. Οι εσέροι είναι διχασμένοι: παρόλο που πολλοί αγωνιστές, ανάμεσά τους και ο Τσέρνοφ, αντιτίθενται στη σφαγή, ένα μεγάλο μέρος της ηγετικής ιντελιγκέντσιας υποστηρίζει την πολεμική προσπάθεια της χώρας – μαζί τους και η σχεδόν θρυλική, η συμβολική Μπάμπουσκα των Εσέρων, η «γιαγιά της επανάστασης», η Κατερίνα Μπρέσκο-Μπρεσκόφσκαγια. Δεν είναι απρόσβλητη ούτε η μαρξιστική αριστερά. Ο σεβάσμιος Πλεχάνοφ λέει στην Αντζέλικα Μπαλαμπάνοφ, που ανήκει τώρα στο Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, το τερατώδες: «Αν δεν ήμουν γέρος κι άρρωστος, θα πήγαινα στον στρατό. Το να καρφώνω την ξιφολόγχη μου στους γερμανούς συντρόφους σας θα μου έδινε μεγάλη χαρά».

Σε όλη την Ευρώπη, τα μαρξιστικά κόμματα που συναπαρτίζουν την οργάνωση σοσιαλιστών και εργατών, που είναι γνωστή ως Δεύτερη Σοσιαλιστική Διεθνής, παραβαίνουν τις παλαιό­τερες δεσμεύσεις τους και συμπαρατάσσονται με τα πολεμικά εγχειρήματα των κυβερνήσεών τους. Το γεγονός σοκάρει και συνθλίβει τους ελάχιστους πιστούς και αφοσιωμένους διεθνιστές. Όταν πληροφορείται ότι το ισχυρό Γερμανικό Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα ψηφίζει υπέρ του πολέμου, ο Λένιν γαντζώνεται απεγνωσμένα, για το σύντομο χρονικό διάστημα που μπορεί, στην πεποίθηση ότι πρόκειται για χαλκευμένη είδηση. Η σπουδαία πολωνογερμανίδα επαναστάτρια Ρόζα Λούξενμπουργκ σκέφτεται να αυτοκτονήσει.

Στη Δούμα, μόνο οι μπολσεβίκοι και οι μενσεβίκοι αποχωρούν διαμαρτυρόμενοι για τον πόλεμο. Αυτή η πίστη στις αξίες και τις αρχές θα στείλει πολλούς αντιπροσώπους στην εξορία της Σιβηρίας. Όταν ο Πλεχάνοφ πηγαίνει στη Λωζάνη για να επιχειρηματολογήσει υπέρ των αμυντικών στρατιωτικών εξοπλισμών της Ρωσίας, έρχεται να τον αντιμετωπίσει μια χλωμή, μαινόμενη, γνώριμη μορφή. Ο Λένιν δεν θα τον αποκαλέσει σύντροφο, δεν θα του σφίξει το χέρι. Ο Λένιν καταδικάζει τον παλιό του συνεργάτη και τον προσβάλλει παγερά και ανενδοίαστα.

Το νέο βιβλίο του China Miéville έχει τον τίτλο «Οκτώβρης: Η Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης» (Φωτογραφία: Ernest Alos)

Η Ρωσία κινητοποιείται πιο γρήγορα απ’ όσο περιμένουν οι Γερμανοί, εισβάλλει στην Ανατολική Πρωσία τον Αύγουστο του 1914, βοηθάει τη Γαλλία στις πρώτες μάχες της. Οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας ωστόσο, αν και είναι κάπως πιο εκσυγχρονισμένες από το 1904, βρίσκονται ακόμη σε επισφαλή κατάσταση. Και το Γενικό Επιτελείο Στρατού είναι εντελώς απροετοίμαστο για έναν σύγχρονο πόλεμο. Η επιμονή του σε μεθόδους του δέκατου ένατου αιώνα, ενώ βρισκόμαστε σε μια εποχή ταχυβόλων πολεμικών μηχανών, οδηγεί σε φρικαλέο μακελειό. Καθώς τα προβλήματα ανεφοδιασμού, η ανίκανη ηγεσία, οι σωματικές τιμωρίες και η κόλαση στις μάχες εντείνονται, η διεξαγωγή του πολέμου υπονομεύεται από κύματα στρατιωτών που παραδίδονται, που απειθαρχούν, που λιποτακτούν.

Η γερμανική επίθεση αρχίζει την άνοιξη του 1915. Από τον επιθετικό καταιγισμό, η Ρωσία χάνει σημαντικά εδάφη της, σχεδόν 1.000.000 στρατιώτες συλλαμβάνονται, και πάνω από 1.400.000 σκοτώνονται. Το μέγεθος του ολέθρου είναι ιλιγγιώ­δες. Τελικά, ο πόλεμος θα κοστίσει στη Ρωσία ανάμεσα σε 2 και 3 εκατομμύρια ζωές – ίσως και περισσότερες.

Τον Σεπτέμβριο, στη μικρή πολίχνη Τσίμερβαλντ στην Ελβετία διεξάγεται ένα συνέδριο ευρωπαίων σοσιαλιστών που τάσσονται κατά του πολέμου. Ένας θλιβερός αριθμός μόλις τριάντα οκτώ αντιπροσώπων – είναι μπολσεβίκοι, διεθνιστές μενσεβίκοι και εσέροι.

Την ίδια στιγμή, δεξιοί μενσεβίκοι και εσέροι στο Παρίσι συνεργάζονται στο πρώτο τεύχος της φιλοπολεμικής εβδομαδιαίας εφημερίδας Πριζίβ. «Κυοφορείται μια επανάσταση στη Ρωσία» γράφει στις σελίδες της ο σκληροπυρηνικός δεξιός εσέρος Ιλιά Φονταμίνσκι, «αλλά θα είναι εθνική μάλλον παρά διεθνιστική, δημοκρατική μάλλον παρά σοσιαλιστική, και φιλοπολεμική μάλλον παρά φιλειρηνική». Οι δεξιοί εσέροι διανοούμενοι απομακρύνονται από το ναρόντνικο επαναστατικό όραμα για τον αγροτικό σοσιαλισμό, κάτι ανάμεσα στον φιλελευθερισμό και τον κολεκτιβισμό, και τείνουν προς μια σοβινιστική εκδοχή της αστικής επανάστασης όπως την περιγράφουν οι δεξιοί μενσεβίκοι συνεργάτες τους.

Ενωμένοι στην αντίθεσή τους ενάντια σ’ αυτόν τον «σοσιαλ­πατριωτισμό» των αλλοτινών (και σε ορισμένες περιπτώσεις και τωρινών) συντρόφων τους, οι αντιπρόσωποι στο Τσίμερβαλντ διχογνωμούν ως προς το πόσο σκληρή πρέπει να είναι η ρήξη μαζί τους. Οχτώ αντιπρόσωποι, ανάμεσά τους ο Λένιν και ο στενός συνεργάτης και υπασπιστής του, ο χολερικός Γκριγκόρι Ζινόβιεφ, θέλουν να εγκαταλείψουν τη διεφθαρμένη πια Δεύτερη Διεθνή. Η πλειοψηφία στο Τσίμερβαλντ, συμπεριλαμβανομένων των μενσεβίκων, δεν συγκατατίθεται.

Οι περισσότεροι αντιπρόσωποι αντιτίθενται στα καλέσματα του Λένιν για επαναστατική κινητοποίηση του προλεταριάτου ενάντια στον πόλεμο, θεωρώντας τα απόπειρα για σχίσμα στη Διεθνή – και πράγματι είναι. Επιπλέον, ορισμένοι από τους παρόντες φρονούν ότι ο πατριωτισμός αυτός είναι τόσο λαοφιλής ώστε τα καλέσματα του Λένιν θα θέσουν σε κίνδυνο όποιον τα υιοθετήσει. Το συνέδριο φτάνει σε συμβιβασμό, και συντάσσει μια δήλωση που εκφράζει κάποια γενικά και αόριστα αντιπολεμικά συναισθήματα. Και αυτή τη δήλωση, για χάρη της ενότητας, την υπογράφουν ο Λένιν και οι υποστηρικτές του, χωρίς ενθουσιασμό και ικανοποίηση.

Σε ένα σύντομο βιβλίο του 1916, το Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, ο Λένιν περιγράφει την εποχή ως κρατικο-μονοπωλιακό καπιταλισμό, ως παρασιτισμό του κεφαλαίου στις αποικίες. Αντιλαμβάνεται τον πόλεμο ως συστημικά ιμπεριαλιστικό και αντιτίθεται σε οποιαδήποτε συναίνεση με αντιπολεμική μετριοπάθεια. Ο Λένιν τάσσεται κατά ενός ηθικολογικού πασιφισμού, και ακόμα πιο έντονα τάσσεται κατά του «αμυντισμού» σύμφωνα με τον οποίο, ενώ καταδικάζεται ο επεκτατισμός, η «άμυνα» για τα πάτρια εδάφη θεωρείται νόμιμη. Απεναντίας, τάσσεται υπέρ του «επαναστατικού ντεφετισμού» – μιας σοσιαλιστικής πρόκρισης της ήττας της «δικής μας» πλευράς σε έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Ακόμα και ο ριζοσπάστης Τρότσκι αποστασιοποιείται. «Δεν μπορώ» λέει, «να συμφωνήσω με την άποψή σου… ότι η ήττα της Ρωσίας θα είναι ένα “μη χείρον”». Θεωρεί «συνεργία» με τον πατριωτισμό το να υποστηρίξεις τον «εχθρό».

Ένας λόγος για τον οποίο το κάλεσμά του προκαλεί τέτοια ταραχή είναι ότι ο Λένιν συχνά δεν ξεκαθαρίζει εάν είναι υπέρ της ήττας του κράτους από μια άλλη δύναμη ή όλων των ιμπερια­λιστικών δυνάμεων από τους εργάτες. Καίτοι η δεύτερη δυνατότητα –η διεθνής εξέγερση– είναι σαφώς η προτίμησή του και ο σκοπός του επιχειρήματός του, ενίοτε φαίνεται να υπονοεί ότι θα αρκούσε και η πρώτη δυνατότητα. Υπάρχει ένα στοιχείο θεατρικότητας στην αμφισημία. Με το να επιμένει με ένταση στον «ντεφετισμό», έχει σκοπό να ενδυναμώσει την ολοένα και αυξανόμενη εντύπωση ότι οι μπολσεβίκοι, περισσότερο από κάθε άλλο πολιτικό ρεύμα, αντιτίθενται στον πόλεμο απόλυτα και ανυποχώρητα.

Ο Miéville παρουσιάζει την Ιστορία με τη ματιά του μυθιστοριογράφου. Μια ενδιαφέρουσα περιδιάβαση της επανάστασης, ειπωμένη με σαφήνεια και διορατικότητα. (Κirkus)

Η επιστράτευση στερεί τη γη και τη βιομηχανία της Ρωσίας από εργάτες. Τα πολεμοφόδια, ο εξοπλισμός, τα τρόφιμα δεν αργούν να λείψουν. Σοβεί η οικονομική κρίση, με βάναυσες επιπτώσεις στους εργάτες και στη μεσαία τάξη των πόλεων. Η διάθεση του κόσμου μεταστρέφεται. Ήδη από το καλοκαίρι του 1915, απεργίες και ταραχές για τα τρόφιμα συγκλονίζουν την Κοστρομά, το Ιβάνοβο-Βοζνεσένσκι, τη Μόσχα. Η φιλελεύθερη αντιπολίτευση οργανώνεται σε έναν soi-disant «Προοδευτικό Συνασπισμό» απαιτώντας δικαιώματα για τις μειονότητες, αμνηστία για τους πολιτικούς κρατουμένους, ορισμένα δικαιώ­ματα για τα συνδικάτα, και πάει λέγοντας. Ο συνασπισμός είναι έξαλλος με την ανικανότητα των από πάνω και αντιτίθεται απόλυτα στην εξουσία από τα κάτω.

Το απεργιακό κύμα φθίνει, κυλάει, ξαναδυναμώνει, και φτάνει σε άκρα κοινωνικής απόγνωσης. Μέσα στο χάος των εσωτερικών προσφύγων, των χωριών και των κωμοπόλεων όπου εισβάλλουν τα ξένα στρατεύματα, των αιχμάλωτων και σκοτωμένων στρατιωτών, χιλιάδες μπεσπριζόρνικι –εγκαταλειμμένα, χαμένα, ορφανεμένα παιδιά– καταφεύγουν στις πόλεις και σχηματίζουν εφήμερες αυτοσχέδιες οικογένειες, ζούνε στα σοκάκια και στις κόγχες και βγάζουν το ψωμί τους κλέβοντας, επαιτώντας, πουλώντας το κορμί τους, όπως μπορούν. Ο αριθμός τους θα εκτοξευτεί τα επόμενα χρόνια. Ένας υποχθόνιος κόσμος κερδοσκοπίας, απελπισίας, παρακμής, μεθυσιού, μποέ­μικης «κοκαϊνομανίας». Πυρετικά συμπτώματα κατάρρευσης. Η Μόσχα είναι ξετρελαμένη με τη νέα φρενίτιδα του ταγκό, και περνάει από σκοτεινές μεταλλάξεις: μιμήσεις φονικών, περιπαικτικές αναφορές στο μακελειό. Ένα επαγγελματικό ντουέτο χορευτών είναι περιβόητοι για το «Ταγκό του Θανάτου», που το χορεύουν φορώντας παραδοσιακό βραδινό ένδυμα, ενώ το πρόσωπο του άντρα είναι μακιγιαρισμένο έτσι ώστε να μοιάζει με νεκροκεφαλή.

 

Το βιβλίο «Οκτώβρης: Η Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Μια δεκαετία πριν τον πόλεμο, καθώς ο τσάρος και η τσαρίνα ζητούσαν βοήθεια για τον απελπιστικά άρρωστο γιο τους, είχαν γνωρίσει έναν εγωκεντρικό νεαρό από τη Σιβηρία, μονίμως αχτένιστο, σχεδόν ακαλλιέργητο, που παρουσιαζόταν ως άγιος και έπειθε ότι είναι ικανός με κάποιους συνδυασμούς γοητείας, γνώσης των λαϊκών παραδόσεων και τύχης, να ανακουφίσει την οδύνη του νεαρού Αλεξέι. Έτσι ο Ρασπούτιν, ο τρελός καλόγερος, που δεν είναι ούτε τρελός ούτε καλόγερος, βρίσκει μια θέση στην καρδιά της αυτοκρατορικής αυλής – όπου και παραμένει.

Είναι άξεστος αλλά χαρισματικός. Πιθανόν μέλος των Χλίστι, μιας από τις πολλές παράνομες αιρέσεις, σέχτες, της Ρωσίας, εκπέμπει αναμφίβολα μια προφητική ένταση ανάλογη με την πρακτική του. Παρουσιάζεται τόσο ως η φωνή της παλαιάς, απλής, μοναρχικής Ρωσίας όσο και ως μάντης, προφήτης, θεραπευτής. Ο Νικόλαος τον ανέχεται· η Αλεξάνδρα τον λατρεύει.

Οργιάζουν οι φήμες για τις ακρότητες του Ρασπούτιν. Είναι μέθυσος και καυχηματίας, και είτε αληθεύουν είτε όχι οι ιστορίες για τις ερωτικές του κατακτήσεις, απολαμβάνει το προνόμιο εκπληκτικής ελευθερίας κινήσεων ανάμεσα στους ευγενείς και φέρεται στους πλούσιους πάτρονές του, και ιδίως στις γυναίκες, με αισθησιακή αγένεια. Έχει εξουσία, η οποία στη διάρκεια του πολέμου μεγαλώνει. Με την υποστήριξη της Αλεξάνδρας, ο Ρασπούτιν επηρεάζει υπουργούς και πολιτικούς αξιωματούχους ανάλογα με την εκάστοτε ιδιοτροπία του.

Στους κύκλους της αυλής, ακόμα κι εκείνοι που παλαιότερα τον ανέχονταν, τώρα δυσανασχετούν τρομερά μ’ αυτόν τον τυχάρπαστο μουζίκο. Κακόβουλοι σκανδαλοθήρες κάνουν χρυσές δουλειές πουλώντας πορνογραφικές καρικατούρες αυτού του εξωφρενικού γενειοφόρου ψευτο-στάρετς που έχει βάλει στο μάτι την τσαρίνα. Ο τσάρος δεν ανέχεται κριτική για τον «φίλο μας», όπως λέει η τσαρίνα τον Ρασπούτιν. Μεταφέρει στον σύζυγό της τις απόψεις του και τις συμβουλές του, ενθαρρύνοντάς τον να προβεί σε στρατιωτικές αποφάσεις βασισμένες στα «οράματα» του Ρασπούτιν. Δίνει στον Νικόλαο τη χτένα του Ρασπούτιν για να χτενίζεται πριν από συναντήσεις του με υπουργούς, ώστε να τον καθοδηγεί η σοφία του καλόγερου. Ο τσάρος υπακούει. Η τσαρίνα τού στέλνει τρίμματα από το καρβέλι του Ρασπούτιν. Ο τσάρος τα τρώει.

Ο Νικόλαος ήδη δοκιμάζει την υπομονή των εκσυγχρονιστών γυρίζοντας την πλάτη του στο άτολμο, σχεδόν ψοφοδεές, μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα των φιλελεύθερων. Και τώρα, τον Αύγουστο του 1915, επιμένει να αναλάβει τη γενική διοίκηση του στρατού. Παρότι οι αληθινές αποφάσεις λαμβάνονται από τον ικανότατο στρατηγό Μιχαήλ Αλεξέγεφ, η απουσία του τσάρου αφήνει σημαντικές εξουσίες στα χέρια της μισητής τσαρίνας – που σημαίνει και στα χέρια του Ρασπούτιν.

Με τη συνενοχή του Νικόλαου, η Αλεξάνδρα αρχίζει αυτό που ο ακροδεξιός βουλευτής Βλαντιμίρ Πουρίσκεβιτς αποκαλεί «υπουργικά βαρελάκια». Η μέθοδος των Ρομανόφ συνίσταται στον διορισμό τυχάρπαστων και ανίκανων και ουτιδανών στα μεγάλα αξιώματα του κράτους. Οι φιλελεύθεροι και οι πιο νοή­μονες δεξιοί εξοργίζονται ολοένα και περισσότερο.

Όσο μεγαλώνει το μίσος κατά του Ρασπούτιν στην υψηλή κοινωνία τόσο κατρακυλάει ο σεβασμός προς τον Νικόλαο.

Σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο, ο Μιλιουκόφ προβαίνει σε μια ιστορική παρέμβαση στη Δούμα στο Ανάκτορο της Ταυρίδας. Παραβιάζει όλους τους κανόνες της εθιμοτυπίας και της διακριτικότητας, και κακολογεί, κατονομάζοντάς τους, την τσαρίνα και τον Μπόρις Στούρμερ, τον πιο πρόσφατα διορισμένο από την ίδια πρωθυπουργό, καταλογίζοντάς τους αλλεπάλληλες κυβερνητικές αποτυχίες. Ο Μιλιουκόφ στίζει την ομιλία του με την επαναλαμβανόμενη ερώτηση: «Πρόκειται περί ηλιθιότητας ή περί προδοσίας;».

Τα λόγια του φτάνουν σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της Ρωσίας. Δεν έχει πει κάτι που δεν είναι γνωστό, αλλά αν μη τι άλλο αυτός το είπε.

Δεν αποτελεί πια είδηση για κανέναν ότι «η παρούσα τάξη πραγμάτων θα εξαφανιστεί». Τον Ιανουάριο του 1917, ο στρατηγός Αλεξάντρ Κρίμοφ, με άδεια από το μέτωπο, θα συναντηθεί με αντιπροσώπους της Δούμας στο σπίτι του γλαφυρού συντηρητικού πολιτικού Μιχαήλ Ροντζιάνκο –ενός οκτωβριστή που είναι πιστός της μοναρχίας αλλά αδιάλλακτος εχθρός του Ρασπούτιν– προκειμένου να συζητήσουν τη δυσαρέσκειά τους. Ο στρατός, τους λέει, θα αποδεχόταν, ακόμα και θα καλοδεχόταν, μια αλλαγή του καθεστώτος, μια αντικατάσταση του τσάρου.

Ο Νικόλαος λαμβάνει αλλεπάλληλα απεγνωσμένα μηνύματα που λένε ότι πρέπει να αλλάξει πορεία προκειμένου να επιβιώσει. Ο βρετανός πρέσβης παραβιάζει το πρωτόκολλο για να τον προειδοποιήσει ότι είναι στα πρόθυρα της «επανάστασης και της καταστροφής».

Τίποτα δεν μοιάζει να σκιρτάει πίσω από εκείνα τα ατάραχα τσαρικά μάτια.

Ο Miéville ζωντανεύει γνωστά αλλά και αφανή πρόσωπα και παρουσιάζει την επανάσταση τόσο ως μια τραγικά χαμένη ευκαιρία όσο και ως μια διαρκή πηγή έμπνευσης. (Publishers Weekly)

Τον Δεκέμβριο του 1916, έναν μήνα πριν το χάραμα του επαναστατικού έτους, εξυφαίνονται πολλές και διάφορες συνωμοσίες αηδιασμένων αριστοκρατών για την εθνική αναγέννηση: στις 16 του μήνα, μία από αυτές τελεσφορεί. Με συνεργάτες από τα ανώτατα κλιμάκια της αυλής, ανάμεσά τους ο τρομερός ρατσιστής Πουρίσκεβιτς, ο πρίγκιπας Φέλιξ Γιουσούποφ δελεάζει τον Ρασπούτιν να τον επισκεφτεί στο παλάτι του πλάι στο ποτάμι, με την πρόφαση ότι θα του συστήσει τη σύζυγό του. Ενόσω ακούγεται επανειλημμένα στο γραμμόφωνο το «Yankee Doodle», ο Ρασπούτιν κάθεται άνετα με την πιο κομψή περιβολή του σε ένα αμυδρά φωτισμένο σαλόνι με καμάρες και τρώει τα ποτισμένα με κυάνιο σοκολατάκια, πίνοντας το δηλητηριασμένο κρασί Μαδέρα που του έχει προσφέρει ο οικοδεσπότης του.

Οι τοξίνες δεν μοιάζουν να έχουν αποτέλεσμα. Οι συνωμότες συσκέπτονται με ταραγμένους ψιθύρους. Ο Γιουσούποφ πανικοβάλλεται. Επιστρέφει στον προσκεκλημένο του, και, ως εάν να γυρεύει την πιο αδιανόητη συνθήκη για φόνο, καλεί τον Ρασπούτιν να εξετάσει έναν παλαιό ιταλικό εσταυρωμένο, δουλεμένο με χαλαζία και ασήμι, που τον έχει στηρίξει σε έναν κομό. Καθώς ο Ρασπούτιν σκύβει ευλαβικά για να δει και ενόσω σταυροκοπιέται, ο Γιουσούποφ τραβάει ένα πιστόλι και τον πυροβολεί.

Ακολουθεί μια θρυλική παρατεταμένη σκηνή θανάτου. Ο Ρασπούτιν σηκώνεται, απλώνει τα χέρια ν’ αδράξει τον τρομοκρατημένο δολοφόνο. Ο Γιουσούποφ τον αποφεύγει παραπατώντας, ουρλιάζει στον συνένοχό του, τον Πουρίσκεβιτς. Όταν οι δύο άντρες επιστρέφουν στο σαλόνι, ο Ρασπούτιν έχει εξαφανιστεί. Τρελοί από ταραχή, τρέχουν έξω, και τον βρίσκουν να σέρνεται στο πυκνό χιόνι μες στη νύχτα της Πετρούπολης και να κραυγάζει βραχνά το όνομα του Γιουσούποφ.

«Θα το πω στην Αυτοκράτειρα!» αγκομαχάει ο Ρασπούτιν, τρικλίζοντας προς τον δρόμο. Ο Πουρίσκεβιτς παίρνει το πιστόλι του Γιουσούποφ και πυροβολεί απανωτά. Ο επιβλητικός Ρασπούτιν κλονίζεται και σωριάζεται. Ο Πουρίσκεβιτς τρέχει μες στις νιφάδες του χιονιού προς τον άντρα που σφαδάζει, πεσμένος μπρούμυτα, και τον κλοτσάει στο κεφάλι. Καταφτάνει και ο Γιουσούποφ και χτυπάει μανιασμένος τον σωριασμένο μ’ ένα ρόπαλο· το χιόνι καταπνίγει τον γδούπο. Ο Γιουσούποφ κραυγάζει το ίδιο του το όνομα, όπως πριν λίγο το θύμα του μες στην ετοιμοθάνατη παραφορά του.

Οι καρδιές τους χτυπάνε τρελά, δένουν το κορμί του Ρασπούτιν με αλυσίδες, και το μεταφέρουν μες στο σκοτάδι στο κανάλι Μάλαγια Μόικα. Σέρνουν το πτώμα στην άκρη της γέφυρας και το ρίχνουν στα μαύρα νερά για να το καταπιούν παντοτινά.

Τους ξέφυγε όμως η μία μπότα του, η οποία έχει ξεμείνει στη γέφυρα, και εκεί θα τη βρουν οι αστυνομικοί. Όταν, τρεις μέρες μετά, οι αρχές θα ανασύρουν το παραμορφωμένο πτώμα του Ρασπούτιν, θα κυκλοφορήσει η φήμη ότι η κάτω επιφάνεια του φρεσκοσχηματισμένου πάγου είναι ξυσμένη εκεί όπου, με το μανιασμένο σθένος του, πάσχισε ο Ρασπούτιν να αναδυθεί.

Πλήθος άνθρωποι κατακλύζουν το σημείο όπου πέθανε ο λεγόμενος τρελο-καλόγερος. Παίρνουν νερό αποκεί, λες και είναι θαυματουργό ελιξίριο.

Η τσαρίνα είναι συντετριμμένη από το πένθος. Οι δεξιοί χαίρονται, ελπίζουν ότι η Αλεξάνδρα θα αποσυρθεί σε κάποιο άσυλο και ότι ο Νικόλαος ως διά μαγείας θα αποκτήσει την αποφασιστικότητα που δεν διέθετε ποτέ. Ο Ρασπούτιν όμως, όσο γραφικός κι αν ήταν, δεν αποτελούσε παρά ένα μονάχα νοσηρό σύμπτωμα. Η δολοφονία του δεν ήταν παλατιανό πραξικόπημα. Δεν ήταν κανενός είδους πραξικόπημα.

Αυτό που θα οδηγήσει στο τέλος του το ρωσικό καθεστώς δεν είναι ο αποτροπιαστικός θάνατος εκείνης της τόσο εξωφρενικής και αδιανόητης προσωπικότητας· δεν είναι η εφήμερη ευθιξία των ρώσων φιλελεύθερων· δεν είναι η οργή των μοναρχικών για έναν ανεπαρκή μονάρχη.

Αυτό που θα φέρει το τέλος έρχεται από τα κάτω.

//Το βιβλίο «Οκτώβρης: Η Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης» του China Miéville κυκλοφορεί στις 5 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

 

Διαβάστε ακόμα: Στην ψυχή του Μάιλς Ντέιβις

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top