Γενική δοκιμή στη σκηνή του Δόρυσσα.

Στην Σάμο αναβίωσε για λίγες μέρες το Λατινικό Βασίλειο της Θεσσαλονίκης και η αυλή του Βονιφάτιου του Μομφερρατικού, ηγέτη της Δ΄ Σταυροφορίας και πρώτου βασιλέα του σταυροφορικού αυτού βασιλείου, που συγκροτήθηκε μετά την πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 και την Partitio Romaniae, τον διαμελισμό δηλαδή των εδαφών της Ρωμανίας, αλλιώς ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μεταξύ των Ενετών και των Φράγκων. Αν η φραγκοκρατία σήμανε το χαμηλότερο σημείο στις δύσκολες σχέσεις ευρωπαϊκής ανατολής και δύσης, η Θερινή Ακαδημία Σάμου του 2018, που συνδιοργανώθηκε από το Ωδείο Αθηνών και την Ανωτάτη Μουσική Σχολή της Γενεύης με την υποστήριξη του Ιδρύματος Schwarz, ήταν μια απολύτως επιτυχημένη σύμπραξη, αφιερωμένη στη μουσική των προβηγκιανών τροβαδούρων, και ειδικότερα σε δύο συνθέτες που δραστηριοποιήθηκαν στο Λατινικό Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, τον Ραιμπώ ντε Βακέιρας και τον Ελίας Καϊρέλ.

Τόσο ο Ραιμπώ ντε Βακέιρας όσο και ο Ελίας Καϊρέλ κατάγονταν από την Προβηγκία και συνέθεσαν τα τραγούδια τους στην τοπική γλώσσα, την Langue d’ oc, που μιλιόταν στην νότια Γαλλία, σε αντίθεση με την βόρεια Langue d’ oïl, στην οποία συνέθεταν οι τρουβέροι. Τα έργα τους ασχολούνταν κατεξοχήν με τα ζητήματα που απασχολούσαν την ιπποσύνη, δηλαδή τον αυλικό έρωτα και τα πολεμικά ανδραγαθήματα, αλλά και ζητήματα αμιγώς πολιτικά, αφού οι συνθέσεις τους ήταν ταυτόχρονα μέσο ψυχαγωγίας, ιστοριογραφίας, ενημέρωσης, διπλωματίας και προπαγάνδας. Τα τραγούδια τους λοιπόν αντικατοπτρίζουν και την στάση των δημιουργών τους στους πολιτικούς ανταγωνισμούς.

Άποψη από τους κήπους του ξενώνα του Ιδρύματος Schwarz στη Σάμο.

Έτσι, ο ηγέτης της Δ΄ σταυροφορίας, ιππότης ξακουστός για την γενναιότητα και τα κατορθώματά του, ο Βονιφάτιος (περ. 1150 – 1207), Μαρκήσιος του Μονφερράτ, στο σημερινό Πεδεμόντιο, είχε πιστό σύντροφο στην αυλή του τον πολεμιστή και τροβαδούρο Ραιμπώ ντε Βακέιρας, που ύμνησε τα έργα του άρχοντά του και υπηρέτησε τους σκοπούς του, όπως με το τραγούδι σταυροφορίας «Ara pot hom connoisser e proar» (Τώρα μπορεί κανείς να ξέρει και να αποδεικνύει) του 1202, με το οποίο παρότρυνε τους ιππότες να ακολουθήσουν τον Βονιφάτιο στη Σταυροφορία. Ο ίδιος το έπραξε και πιθανότατα μοιράστηκε την τύχη του ως το τέλος, βρίσκοντας μαζί του τον θάνατο σε ενέδρα που έστησαν στον Βονιφάτιο οι Βούλγαροι στις 4 Σεπτεμβρίου του 1207, όταν ο Βασιλιάς της Θεσσαλονίκης επέστρεφε στην πρωτεύουσά του από εκστρατεία εναντίον τους. Στους αιματηρούς αυτούς αγώνες του Βονιφάτιου για την εξουσία αναφέρεται και το canso-sirventes «No m’ agrad’ iverns ni pascors» (Ούτε χειμώνας ούτε άνοιξη μου αρέσει πια) που ο Ραιμπώ ντε Βακέιρας είχε συνθέσει ήδη από το 1205.

Αντίθετα, το sirventes του Ελίας Καϊρέλ «Pois chai la fuoilla del garric» (Τώρα που έπεσε το φύλλο της οξιάς), προσαρμοσμένο σε προγενέστερη μουσική του τροβαδούρου της «κλασικής περιόδου» Μπερνάρ ντε Βενταντόρν (Bernard de Ventadorn), αφορά στην περίοδο αμέσως μετά τον θάνατο του Βονιφάτιου, το 1207. Προτρέπει τον έναν από τους δύο γιους του, τον Γουλιέλμο του Μονφερρά, να αφήσει την Ιταλία και να έλθει στην ανατολή για να διεκδικήσει το Βασίλειο του πατέρα του, αντί να το εγκαταλείψει στις βλέψεις του λατίνου Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. «Ο γιος της λεοπάρδαλης φόρεσε προβιά αλεπούς» και «οι ιππότες λένε ότι δεν διαφέρετε από μπάσταρδο», αναφωνεί ο μεσαιωνικός αγκιτάτορας Ελίας Καϊρέλ, προτού αναζητήσει παρηγοριά στην όμορφη κυρά του, την Δόνα Ιζαμπέλλα, την οποία όποιος ιππότης γνωρίζει και συναντά, γίνεται γενναίος και αβρός.

Η επανανακάλυψη και κατανόηση αυτής της πολύ παλιάς μουσικής και ποιητικής τέχνης, πλησιέστερης σε μορφές εκκλησιαστικής και παραδοσιακής μουσικής που ακόμα επιβιώνουν σε Ευρώπη και Μεσόγειο παρά σε ό,τι ονομάζουμε κλασική μουσική, της οποίας όμως είναι πρόγονος, είναι μια εξαιρετικά γοητευτική όσο και απαιτητική πρόκληση, τόσο για τους ακροατές, αλλά κυρίως για τους μουσικούς. Η εξοικείωση μαζί της ήταν ο στόχος των σπουδαστών που συμμετείχαν στην (μουσική) Θερινή Ακαδημία Σάμου 2018, η οποία διήρκεσε από τις 7 ως τις 14 Ιουλίου. Σημειώνουμε ότι η συνεργασία του Ωδείου Αθηνών με την Ανωτάτη Μουσική Σχολή της Γενεύης έχει ευρύτερο ορίζοντα και αποσκοπεί μελλοντικά στη δυνατότητα παροχής αναγνωρισμένων πτυχίων στους αποφοίτους του Ωδείου, όσο οι ωδειακές σπουδές στην Ελλάδα παραμένουν αδιαβάθμητες.

Το μικρό Μουσικό Δωμάτιο.

Τα μαθήματα της Θερινής Ακαδημίας πραγματοποιήθηκαν σε -κατά γενική ομολογία- ιδανικές συνθήκες διδασκαλίας και φιλοξενίας στη Χώρα της Σάμου, στις δύο υποδειγματικές αίθουσες μουσικής που διαθέτει το Ίδρυμα Schwarz, το οποίο φιλοξένησε στον ξενώνα του και τους συμμετέχοντες. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τα «Μουσικά Δωμάτια», πρόκειται για δύο σύγχρονες και άρτια εξοπλισμένες αίθουσες δοκιμών και ηχογραφήσεων που διατίθενται και λειτουργούν όλον τον χρόνο. Συνολικά παρακολούθησαν 4 Έλληνες και 8 διεθνείς σπουδαστές από τις δύο μουσικές σχολές και δίδαξαν δύο καταξιωμένοι δάσκαλοι.

Από το Ωδείο Αθηνών δίδαξε ο παλαιο-φλαουτίστας Δημήτρης-Μενέλαος Κούντουρας, γνωστός και καταξιωμένους στους φιλόμουσους χάρις στις επιτυχημένες εμφανίσεις του με το σύνολο παλαιάς μουσικής Ex Silentio που ίδρυσε και διευθύνει. Μαζί τους έχει ηχογραφήσει και το cd Μουσική των Τροβαδούρων στο Λατινικό Βασίλειο της Θεσσαλονίκης μετά το 1204 (Εκδόσεις Νεφέλη, με εκτενείς σημειώσεις 80 σελίδων σε ελληνικά και αγγλικά, από το οποίο άλλωστε αντλήθηκαν και πολλά από τα στοιχεία του άρθρου), επιστέγασμα μελέτης που πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του Κέντρου Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες (ΚΕΑΕ).

Η συναυλία ήταν μια ευκαιρία για να εξοικειωθούμε με τα μεσαιωνικά μουσικά όργανα και την ξεχασμένη γλώσσα της μεσαιωνικής Προβηγκίας.

Από τη Γενεύη ήλθε για να διδάξει ο Φράνσις Μπίτζι, ιταλικής καταγωγής, πολυσχιδής μουσικολόγος, ιστορικός ερευνητής και καλλιτέχνης, από τους πρωτοπόρους σκαπανείς της παλαιάς μουσικής ήδη από την δεκαετία του 1970. Όπως ο ίδιος είχε εξηγήσει, υπήρξε σε μεγάλο βαθμό αυτοδίδακτος, αφού όταν -εκκινώντας από το ροκ και περνώντας μέσα από την κελτική παραδοσιακή μουσική- ενδιαφέρθηκε για το μεσαιωνικό λαούτο, απλώς δεν υπήρχε κανείς για να τον διδάξει. Ξεκίνησε έτσι να μελετά το συγγενές του λαούτου αραβικό ουντ με έναν μαγκρεμπινό δάσκαλο στο Παρίσι.

Στηριζόμενος στην κατάρτισή του στις ανθρωπιστικές σπουδές, ο Μπίτζι εργάστηκε ουσιαστικά σαν πειραματικός αρχαιολόγος για να ανακαλύψει και να αναβιώσει τα ξεχασμένα μυστικά της μεσαιωνικής μούσας. Το αποτέλεσμα ήταν η αποθησαύριση μιας τεράστια εμπειρίας και η δημιουργία ενός μεγάλου αριθμού ηχογραφήσεων, δημοσιεύσεων, εκπαιδευτικών και καλλιτεχνικών προγραμμάτων σε όλο τον κόσμο, τα οποία επεκτείνονται μέχρι την μελέτη της διείσδυσης της ευρωπαϊκής μπαρόκ μουσικής μέσω των Ιησουϊτών στον Νέο Κόσμο και την Ιαπωνία, συχνά στα πλαίσια συγκριτικής έρευνας.

Το τέλος της συναυλίας που πραγματοποίησε η Θερινή Ακαδημία Σύρου.

Εκτός από τα μαθήματα για τους συμμετέχοντες, η Θερινή Ακαδημία περιέλαβε επίσης καθημερινές διαλέξεις ανοικτές για το κοινό από τους δύο διδάσκοντες, και συναυλία με ελεύθερη είσοδο, που δόθηκε την Παρασκευή και 13 του μήνα στο ξενοδοχείο Δόρυσσα κοντά στο Πυθαγόρειο. Πρόκειται για μια πολύ φροντισμένη αίθουσα 200 περίπου θέσεων με πολύ άνετα καθίσματα και καλή ακουστική, που θυμίζει λίγο αίθουσα εκδηλώσεων βικτοριανού κολεγίου. Επάνω στη σκηνή ανέβηκαν τραγουδιστές και μουσικοί με όργανα που έχουν ασφαλώς περίεργα ονόματα, όμως είναι αναγνωρίσιμοι, αν και πολύ μακρινοί, συγγενείς αυτών που υπάρχουν σήμερα: μικρές μεσαιωνικές κιθαρούλες, φλογέρα, φορητό εκκλησιαστικό όργανο, μεσαιωνικό λαούτο, ψαλτήριο (νυκτό έγχορδο από την ίδια οικογένεια με κανονάκι).

Εκτός από τα τραγούδια που αναφέρθηκαν στην αρχή του άρθρου, το πρόγραμμα περιέλαβε και αμιγώς ενόργανες συνθέσεις και την «Kalenda Maia» (Καλένδες του Μαϊου), ένα δημοφιλές ερωτικό τραγούδι του Ραιμπώ ντε Βακέιρας. Χάρις στη ζωντάνια των ερμηνευτών, η συναυλία ήταν μια ευκαιρία για να εξοικειωθούμε και οι ακροατές με τα μεσαιωνικά μουσικά όργανα και την ξεχασμένη γλώσσα της μεσαιωνικής Προβηγκίας, από την οποία κάποιες σποραδικές λέξεις ακόμα ακούγονται οικείες. Άλλωστε και η πολυεθνική ομάδα που μας τα ερμήνευσε, ως προς τη γλωσσικό υπόβαθρο των μελών της, δεν διέφερε αισθητά από αυτή που είχε μαζευτεί στην Ρωμανία στις αρχές του 13ου αιώνα.

 

Διαβάστε ακόμα: Μνημείο πεσόντων, όλοι οι νεκροί έχουν όνομα

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top