«Ο κόσμος πάντα με ρωτά τι σκέφτομαι όταν τρέχω τόσο μακριά για τόσο πολλή ώρα. Οι τυχαίες σκέψεις είναι ο χειρότερος εχθρός του δρομέα υπεραποστάσεων». (Φωτογραφία: Jason Lee)

Η διαδρομή του Σπάρταθλου είναι λοφώδης αλλά όχι απότομη, πράγμα που δημιουργεί προβλήματα. Ακόμα και οι πιο γρήγοροι δρομείς υπεραποστάσεων στον κόσμο αναγκάζονται να περπατήσουν στις απότομες κλίσεις του Χάρντροκ, για παράδειγμα, αλλά η μόνη αιτία βαδίσματος στο Σπάρταθλον είναι η αδυναμία. Κι έτσι έτρεχα συνέχεια. Ο Τάλμαν και ο Νούνες μπήκαν επικεφαλής νωρίς, όπως ήταν αναμενόμενο. Ο Πολωνός προσπέρασε τον Νούνες μόλις μετά το 20ό χιλιόμετρο και έχτιζε διαφορά.

Καθώς δεν υπάρχουν «λαγοί», πρώτη φορά βλέπεις το πλήρωμά σου στο 80ό χιλιόμετρο. Κρατούσα τον ρυθμό μου σταθερό, καταναλώνοντας αραιά και πού τζελάκια, πατάτες, μπανάνες και ενεργειακά ποτά, και πιέζοντας τον εαυτό μου να συγκεντρωθεί στη στιγμή, σε κάθε βήμα που έκανα, και στο βήμα μετά απ’ αυτό. Ήταν πέντε το απόγευμα, η θερμοκρασία στους 35 βαθμούς, και είχα ανηφορίσει από τη θάλασσα, είχα διασχίσει φιδωτά μονοπάτια μέσα από πορτοκαλεώνες και είχα περάσει από τους κίονες της αρχαίας Κορίνθου. Έτρεχα με κατεύθυνση τον ήλιο, ο οποίος έδυε πίσω από έναν μεγάλο λόφο εμπρός μου, χαρίζοντας στα πάντα ένα ομιχλώδες, παχύ κόκκινο χρώμα. Προσπαθούσα να μη σκέφτομαι πολύ. Σε έναν τόσο μεγάλο αγώνα, με τέτοια θερμοκρασία, με τόσο ξεραμένα χείλη, η σκέψη μπορεί να γίνει επικίνδυνη. Θα μπορούσε εύκολα να οδηγήσει σε μια ήρεμη, εκλογικευμένη αξιολόγηση του πού βρισκόμουν, πόση απόσταση μου απέμενε. Οι εκλογικευμένες αξιολογήσεις πολύ συχνά οδηγούν σε μια εκλογικευμένη εγκατάλειψη. Προσπάθησα να φτάσω στο μέρος που βρισκόταν πέρα από τη σκέψη, το μέρος εκείνο που μπορεί να φέρει τόση ευτυχία στον υπερμαραθωνοδρόμο.

Ο κόσμος πάντα με ρωτά τι σκέφτομαι όταν τρέχω τόσο μακριά για τόσο πολλή ώρα. Οι τυχαίες σκέψεις είναι ο χειρότερος εχθρός του δρομέα υπεραποστάσεων. Η σκέψη αξιοποιείται με τον καλύτερο τρόπο όταν χρησιμοποιείται μόνο για τα πρωτόγονα ουσιώδη: πότε έφαγα τελευταία φορά, πόσο απέχει ο επόμενος σταθμός τροφοδοσίας, πού βρίσκονται οι αντίπαλοι, με τι ρυθμό τρέχω. Πέρα από αυτές τις σκέψεις, το κλειδί είναι να βυθιστείς στο παρόν, όπου τίποτε άλλο δεν έχει σημασία.

Όταν έφτασα στην πινακίδα των ογδόντα χιλιομέτρων, δεν έπρεπε να σκέφτομαι ότι είχα άλλα εκατόν εξήντα χιλιόμετρα μπροστά μου. Έπρεπε να θυμάμαι και να ξεχνώ.

Αλλά δυσκολευόμουν να διατηρήσω την τρίτη θέση και διψούσα τόσο πολύ. Κάθε φορά που έβλεπα κάποιον –έναν χωρικό, έναν οινοποιό, μια ηλικιωμένη που ξαπόσταινε κάτω από μια λωρίδα σκιάς– φώναζα σε σπαστά ελληνικά: «Πάγος, νερό, παρακαλώ», αλλά κανείς δεν με καταλάβαινε. Τελικά, από μια υπόλευκη, μοναχική ταβέρνα ξεπρόβαλε μια καμπουριασμένη γριούλα με ένα μακρύ μπλε φόρεμα και άρχισε να σέρνει το βήμα της προς το μέρος μου. «Πάγος, νερό, παρακαλώ», της είπα και ως εκ θαύματος φάνηκε να με καταλαβαίνει. Κάτι φώναξε σε έναν άντρα που στεκόταν στην πόρτα ενώ ταυτόχρονα μιμήθηκε ότι έπινε νερό.

Τα χέρια και οι αστράγαλοί της ήταν χοντρά, το πρόσωπό της τραχύ και ανεμοδαρμένο. Ο άντρας της τής έδωσε ένα μεγάλο ποτήρι νερό γεμάτο με χοντρά κομμάτια πάγο, κι εκείνη το έδωσε σε εμένα. Ο πάγος μάλλον χρησιμοποιούνταν για να κρατούν φρέσκα τα ψάρια που μόλις είχαν πιάσει, αλλά καρφί δεν μου καιγόταν. Εκείνη τη στιγμή, ο πάγος αυτός είχε μεγαλύτερη αξία ακόμα και από αστραφτερά διαμάντια. Έκοψε επίσης μερικά φύλλα βασιλικού μπροστά από τα πόδια της από το περιβόλι της και μου τα έβαλε στη χούφτα μου. Προσπαθούσα να πιω και ταυτόχρονα να την ευχαριστήσω όταν την είδα να δείχνει τον βασιλικό και μετά το τσαντάκι μέσης μου, όπου είχα τα τζελάκια και τις τροφές μου. Μου έλεγε να βάλω τα φύλλα εκεί. Όταν έβγαλα το τσαντάκι, τράβηξε ένα φύλλο και το πέρασε πίσω από το αυτί μου. Μετά μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.

Άξαφνα, ένιωσα μια ελαφράδα και μια δύναμη. Δεν ξέρω αν ήταν η ευγένειά της, το νερό ή ο βασιλικός (όπως ανακάλυψα αργότερα είναι ο βασιλιάς των μυρωδικών, κάτι άλλωστε που μαρτυρά και η ρίζα της λέξης, και ο οποίος στην Ελλάδα θεωρείται σύμβολο δύναμης και καλοτυχίας), αλλά το μυαλό μου ανυψώθηκε. Ήταν η στιγμή του υπερμαραθωνίου που λάτρευα και για την οποία είχα μάθει να ζω. Ήταν η ώρα που όλα δείχνουν απέλπιδα, όπου το να συνεχίσεις μοιάζει μάταιο, και μια μικρή πράξη ευγένειας, ένα βήμα παραπάνω, μια γουλιά νερό μπορεί να σε κάνουν να συνειδητοποιήσεις ότι τίποτα δεν είναι μάταιο, ότι το να συνεχίσεις –ειδικά όταν αυτό φαντάζει ανόητο– είναι το πιο ουσιαστικό πράγμα στον κόσμο. Πολλοί δρομείς έχουν συναντήσει αυτό το είδος αποκρυσταλλωμένου οράματος στο τέλος ενός αγώνα ή μιας προπόνησης, που μαζί της φέρνει την απόλυτη κόπωση και την ευλογία της εξάντλησης. Για τους υπερμαραθωνοδρόμους το όραμα αυτό είναι δεδομένο.


Διαβάστε ακόμα: Σπάρταθλον – Ξεπερνώντας τα ανθρώπινα όρια


Ήμουν ο ίδιος άνθρωπος, ελαφρώς αφυδατωμένος, σχεδόν κουτσός εξαιτίας ενός σπασμένου δάχτυλου, ζεσταινόμουν, ήμουν κουρασμένος, και οι τετρακέφαλοι και οι γάμπες μου με πονούσαν σαν να με είχε δείρει κάποιος με μπαστούνι του μπέιζμπολ. Αλλά ήμουν ένας διαφορετικός άνθρωπος.

Ανέβασα ρυθμό. Ο Νούνες και ο Τάλμαν είχαν μείνει πίσω και μπροστά μου είχα τον Πολωνό. Ένας άπειρος δρομέας που έμπαινε επικεφαλής σε έναν τέτοιο αγώνα έπειτα από δεκάξι χιλιόμετρα ήταν αυτοκαταστροφικός. Όταν ήταν επικεφαλής μετά τα σαράντα χιλιόμετρα, εκτός από αυτοκαταστροφικός, ήταν και πολύ αποφασισμένος. Το να οδηγεί την κούρσα ο ίδιος άνθρωπος και έπειτα από ογδόντα χιλιόμετρα ήταν τρελό – ή μήπως δεν ήταν όσο άπειρος είχα νομίσει; Σε κάθε περίπτωση, ήταν επικίνδυνος.

Διέσχισα κι άλλους αμπελώνες αλλά ήξερα ότι ο Κορίλο ήταν ακόμα πρώτος. Προπορευόταν τόσο που δεν μπορούσα να τον δω.

Ήθελα να τον κερδίσω αλλά δεν έπρεπε να μου γίνει εμμονή. Με τον ίδιο τρόπο, όφειλα να τα δώσω όλα για να φτάσω στη γραμμή τερματισμού, αλλά δεν έπρεπε να σκέφτομαι υπερβολικά τη γραμμή αυτή. Όταν έφτασα στην πινακίδα των ογδόντα χιλιομέτρων, δεν έπρεπε να σκέφτομαι ότι είχα άλλα εκατόν εξήντα χιλιόμετρα μπροστά μου. Έπρεπε να θυμάμαι και να ξεχνώ. Κινούμαστε προς τα μπρος, αλλά πρέπει να εστιάζουμε στο παρόν. Αυτό ήταν κάτι που προσπαθούσα να κάνω χωρίζοντας τους αγώνες σε επιμέρους ευκολοχώνευτα τμήματα. Κάποιες φορές εστίαζα στον επόμενο σταθμό τροφοδοσίας, πέντε χιλιόμετρα παρακάτω. Άλλες φορές οπτικοποιούσα το επόμενο σκιερό σημείο στο βάθος του δρόμου ή το επόμενο βήμα μου.

Μήπως τελικά «Μερικές φορές απλώς πρέπει να κάνεις κάποια πράγματα» στην πραγματικότητα σήμαινε «Προσπάθησε να μη σκέφτεσαι τις συνέπειες, απλώς δείξε εμπιστοσύνη σε σένα, στο σώμα σου και στο σύμπαν»; Μήπως ο πατέρας μου δεν ήταν ένας σκληρόπετσος τύπος από τη Μινεσότα αλλά ένας μύστης; Η σκέψη με έκανε να χαμογελάσω. Στο 112ο χιλιόμετρο ο Νούνες με πλεύρισε και έκανα ένα νεύμα προς τα μπρος, σηκώνοντας ταυτόχρονα τους ώμους. Ποιος ήταν επιτέλους αυτός ο τύπος που έσερνε καρότσια;

Ο Νούνες δεν μιλούσε καλά αγγλικά και εγώ δεν ήξερα καθόλου πορτογαλικά, αλλά είπε: «Σκοτς, εσύ δυνατό», και μπήκε μερικά βήματα μπροστά μου, κάνοντάς μου νόημα ταυτόχρονα να τον ακολουθήσω. Τρέξαμε παρέα πενήντα χιλιόμετρα, κυνηγώντας τον τύπο από την Πολωνία. Τρέξαμε σε ξερό, ψητό από τον ήλιο έδαφος, δίπλα από αρχαία ερείπια και μέσα από σκονισμένα χωριά όπου μικρά παιδιά εμφανίζονταν από σκοτεινά περάσματα και αρχαίες πύλες και έτρεχαν στο κατόπι μας, με γέλια και φωνές. Δεν ήμουν σίγουρος αν μας κορόιδευαν ή μας παρότρυναν να πάμε πιο γρήγορα. Σκέφτηκα τις μέρες μου σε εκείνον τον αδιέξοδο χωματόδρομο και αναρωτήθηκα τι θα είχα κάνει αν μια ομάδα αντρών είχε περάσει τρέχοντας μπροστά από το σπίτι μου. Αναρωτήθηκα αν κάποια από αυτά τα Ελληνόπουλα σκαρφάλωναν τους γύρω λόφους και αναρωτιούνταν γιατί τα πράγματα ήταν έτσι όπως ήταν.

Στο 160ό χιλιόμετρο ένας άντρας μού έδωσε ένα λουλούδι. Καθώς μου το πρότεινε, έκλαιγε. Σχεδόν όλοι όσοι συνάντησα στην Ελλάδα ακτινοβολούσαν πάθος για τη ζωή. Πιστεύω πως ήταν συνδεδεμένο αναπόσπαστα με τη γη, το νερό, τη βλάστηση. Σύμφωνα με τον μύθο, όταν ιδρύθηκε η πόλη της Αθήνας, οι θεοί φιλονίκησαν σχετικά με το ποιος θα αναλάμβανε την προστασία της. Στο τέλος, επικρατέστεροι ήταν η Αθηνά, η θεά της σοφίας, και ο Ποσειδώνας, ο θεός της θάλασσας. Ο Δίας διέταξε τους δύο θεούς να δημιουργήσουν από ένα δώρο για τους θνητούς της πόλης και εκείνος που θα είχε προσφέρει το καλύτερο δώρο θα γινόταν και προστάτης της. Ο Ποσειδώνας έκανε νερό να αναβλύζει από την Ακρόπολη, αλλά ήταν αλμυρό και πρακτικά άχρηστο. Η Αθηνά επινόησε το δέντρο της ελιάς, που θα έδινε στους ανθρώπους καρπούς, λάδι και ξυλεία. Ως χορτοφάγος αθλητής, ήταν συγκινητικό να βλέπω έναν πολιτισμό στον οποίο τα φυτά διατηρούν τη συμβολική δύναμή τους και οι άνθρωποι εξακολουθούν να χρησιμοποιούν θεραπευτικά βότανα. Είναι κομμάτι της ιστορίας τους, άλλωστε. Η Ελλάδα είναι η πατρίδα του Ιπποκράτη, ιδρυτή της σύγχρονης ιατρικής, που ξεχώρισε τη διατροφή και την άσκηση ως βασικούς παράγοντες καλής υγείας και έγραψε: «Φάρμακό σας ας γίνει η τροφή σας». Στο Περί αρχαίας ιατρικής έγραφε: «Θεωρώ απαραίτητο κάθε ιατρός να είναι εκπαιδευμένος στους τρόπους της φύσης και να αποζητά να μάθει, αν επιθυμεί να εκτελεί τα καθήκοντά του, τι είναι ο άνθρωπος σε σχέση με τα στοιχεία της τροφής και της πόσης… Και δεν αρκεί να γνωρίζει απλώς ότι το τυρί αποτελεί κακό διατροφικό στοιχείο, ούτε να διαφωνεί με οποιονδήποτε τρώει μέχρι κορεσμού. Ο ιατρός οφείλει να γνωρίζει τι είδους διαταραχή προκαλεί, και γιατί, και με ποια ανθρώπινη αρχή έρχεται σε σύγκρουση». Για να είμαστε δίκαιοι, ο Ιπποκράτης δεν ισχυριζόταν ότι δεν πρέπει να τρώμε καθόλου τυρί, γιατί στη συνέχεια διευκρινίζει ότι κάποιοι οργανισμοί το ανέχονται καλύτερα από άλλους. Ίσως να γνώριζε από τότε σχετικά με τη δυσανεξία στη λακτόζη.

Σχεδόν όλοι όσοι συνάντησα στην Ελλάδα ακτινοβολούσαν πάθος για τη ζωή. Πιστεύω πως ήταν συνδεδεμένο αναπόσπαστα με τη γη, το νερό, τη βλάστηση.

Στην Ελλάδα χόρτασα ρόδια και σύκα, βουνίσια αγριόχορτα και πολλές ελιές. Ήταν ο παράδεισος του τροφοσυλλέκτη. Σχεδόν σε κάθε προπόνησή μου περνούσα μέσα από αμπέλια και αμυγδαλεώνες και περιβόλια με κίτρα και κυδωνιές (και πολύ συχνά άρπαζα ένα φρούτο στον δρόμο μου πριν συνεχίσω). Η ελληνική διατροφή είναι απλή – και εξαιρετικά υγιεινή.

Στο 172ο χιλιόμετρο έφτασα στο πέρασμα όπου ο Φειδιππίδης είδε το όραμα. Οι σημερινοί επιστήμονες θα το ερμήνευαν ως μια παραίσθηση που προκλήθηκε από την έλλειψη ύπνου και την εξάντληση, αλλά η πετρώδης βουνοκορφή είχε όντως κάτι το στοιχειωμένο. Φωτιές έκαιγαν κατά μήκος της και δεκάδες χωρικοί με επευφημούσαν καθώς άρχισα να κατηφορίζω την πλαγιά που οδηγούσε στο διπλανό χωριό. Μου απέμεναν λιγότερα από ογδόντα χιλιόμετρα. Δεν είχα νιώσει ποτέ καλύτερα.

Πλέον είχα ξεχάσει το σπασμένο μου δάχτυλο. Το υπόλοιπο σώμα μου πονούσε, αλλά δεν με ένοιαζε. Αυτή είναι μια από τις πολλές μεγάλες ικανοποιήσεις που σου προσφέρει ο υπερμαραθώνιος. Μπορεί να πονάς πέρα από κάθε φαντασία, και μετά να συνεχίσεις μέχρι να διαπιστώσεις ότι ο πόνος τελικά δεν είναι και τίποτα φοβερό. Δεν μιλάμε απλώς για μια νέα πνοή, αλλά για απανωτές. Μπροστά μου είχα άλλα εξήντα πέντε χιλιόμετρα, αλλά αυτό είναι άλλο ένα υπέροχο πράγμα των αγώνων εκατόν εξήντα (και βάλε) χιλιομέτρων. Μπορεί να μείνεις πίσω και να σε πιάσει απελπισία, και να τα κάνεις μαντάρα, και να απελπιστείς ακόμα περισσότερο, και πάντα θα σου δοθεί ακόμα μια ευκαιρία. Η σωτηρία βρίσκεται πάντα κοντά. Αλλά δεν θα τη φτάσεις απλώς με τη σκέψη ή τους υπολογισμούς. Μερικές φορές απλώς πρέπει να κάνεις κάποια πράγματα.

Στο 193ο χιλιόμετρο πέρασα από την Τεγέα. Εκεί άκουσα κάποιον να λέει ότι ο Πολωνός είχε μόλις φύγει ένα λεπτό πριν. Άρπαξα ένα ενεργειακό ποτό και μερικά ενεργειακά τζελάκια Clif Shot. Είδα μια παλλόμενη κόκκινη δέσμη φωτός μπροστά μου. Ήταν το περιπολικό που συνοδεύει τον επικεφαλής σε όλη τη διάρκεια του αγώνα. Η σωτηρία είχε τη μυρωδιά χώματος και πατημένων σταφυλιών και ιστορίας. Έλαμπε. Έτρεξα προς το μέρος της. Όταν προσπέρασα τον Κορίλο, έδειχνε ακίνητος. Έτρεχα όσο πιο γρήγορα μπορούσα.

«Καλή προσπάθεια, φίλε», είπα και προσπάθησα να τρέξω ακόμα πιο γρήγορα. Δεν θα μπορούσα να διατηρήσω αυτόν τον ρυθμό πολλή ώρα, αλλά ήξερα πόσο αποθαρρυντικό είναι να σε προσπερνά κάποιος που κινείται με τέμπο που αδυνατείς να ακολουθήσεις. Τον συμπαθούσα και θαύμαζα το κουράγιο και το πείσμα του, αλλά όταν σου δίνεται η ευκαιρία να κάμψεις το ηθικό του αντιπάλου την αρπάζεις. Και την άρπαξα.

Έτρεξα δυνατά για άλλο ενάμισι χιλιόμετρο περίπου και στη συνέχεια κοίταξα πίσω. Τίποτα. Το περιπολικό συνόδευε εμένα τώρα. Εννιά, δέκα χιλιόμετρα παρακάτω, ακόμα κανείς πίσω μου. Και τότε, από το πουθενά, ένας φακός κεφαλής κινούμενος γρήγορα άρχισε να καταπίνει την απόσταση. Προσπάθησα να ανοίξω, αλλά δεν μπορούσα. Κοίταξα ξανά πίσω. Σκέφτηκα: Αυτός ο τύπος είναι σκληρός, πρέπει να τα δώσω όλα, τώρα. Και αυτό έκανα: Τα έδωσα όλα, όσο πιο γρήγορα μπορούσα, για πέντε χιλιόμετρα. Πήγαινα στο 4:20 το χιλιόμετρο. Δεν υπήρχε περίπτωση κάποιος να μπορούσε να ακολουθήσει με τέτοια ταχύτητα. Κοίταξα πίσω. Το φως ήταν πιο κοντά. Έτρεξα ακόμα ταχύτερα. Βρήκα το εσωτερικό απόθεμα που οι περισσότεροι ποτέ δεν χρειάζεται να αναζητήσουμε (άλλο ένα δώρο των υπεραποστάσεων) και συνέχισα να πιέζω, μέχρι που ένα αυτοκίνητο ήρθε δίπλα μου. Ήταν κάποιος από τη διοργάνωση.

«Σκοτ, μην ανησυχείς», είπε. «Αυτός ο δρομέας δεν πρέπει να σε ανησυχεί».

Σκέφτηκα: Τι λες τώρα; Ο τύπος πίσω μου είναι πεισματάρης όσο δεν παίρνει. Πίεσα για άλλα τρία χιλιόμετρα, και το αυτοκίνητο ήρθε και πάλι κοντά μου. Τη φορά αυτή ο κριτής είπε: «Σκοτ, μην ανησυχείς, αυτός ο δρομέας δεν είναι στον αγώνα», και η αντίδρασή μου και πάλι ήταν: Τι εννοείς, είναι και παραείναι στον αγώνα!

Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, αυτό που διαφοροποιεί όσους συνεχίζουν από εκείνους που σταματούν δεν είναι μόνο ο εγκέφαλος, αλλά πιθανώς και οι χημικές ουσίες που απελευθερώνονται από αυτόν.

Στον επόμενο σταθμό τροφοδοσίας έμαθα την αλήθεια. Ο φακός κεφαλής πίσω μου ανήκε σε έναν «κλέφτη» δρομέα, σε έναν τύπο που είχε χωθεί στη διαδρομή στο 193ο χιλιόμετρο. Είχα μόλις τρέξει ένα δυνατό δεκαπεντάρι ύστερα από διακόσια δέκα χιλιόμετρα και είχα να κάνω άλλα τριάντα πέντε. Ήταν ώρα να βγάλω τη λίστα ελέγχου των τεσσάρων σημείων. Αριθμός ένα: Ήμουν εξαντλημένος. Επέτρεψα στον εαυτό μου να το νιώσει και να το αποδεχτεί. Αριθμός δύο: Έκανα απολογισμό. Ήμουν σχετικά εκνευρισμένος που είχα σπαταλήσει τόση ενέργεια μόνο και μόνο για να αυξήσω την απόσταση που με χώριζε από κάποιον για τον οποίο δεν έπρεπε να ανησυχώ. Και εξακολουθούσα να είμαι εξαντλημένος και εκνευρισμένος. Αλλά δεν ήταν απειλητικό για τη ζωή μου. Τρίτον: Αναρωτήθηκα τι μπορούσα να κάνω για να διορθώσω την κατάσταση. Μπορούσα να σταματήσω, αλλά αυτό δεν αποτελούσε καν επιλογή. Η απάντηση: Συνέχισε να κινείσαι. Και τέταρτον: Διαχώρισε τις αρνητικές σκέψεις από την πραγματικότητα. Μην υπεραναλύεις συναισθήματα που δεν βοηθούν. Και συνέχισα να κινούμαι.

Ήταν τόσο απλό πράγμα η επιμονή; Ήταν η θέληση τόσο αποτελεσματική; Σίγουρα δεν ήμουν ο μόνος που είχε λίστα με σημεία ελέγχου. Τι ήταν αυτό που με έκανε να συνεχίζω όταν οι άλλοι σταματούσαν;

Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, αυτό που διαφοροποιεί όσους συνεχίζουν από εκείνους που σταματούν δεν είναι μόνο ο εγκέφαλος, αλλά πιθανώς και οι χημικές ουσίες που απελευθερώνονται από αυτόν.

Ο δρ Άντι Μόργκαν από την Ιατρική Σχολή του Γέιλ μελέτησε την εγκεφαλική χημεία στρατιωτών που υποβλήθηκαν σε τεχνικές ψεύτικης ανάκρισης στο εργαστήριο του Οχυρού Μπραγκ. Συνολικά, οι στρατιώτες των ειδικών δυνάμεων απελευθέρωσαν μεγαλύτερη ποσότητα μιας χημικής ουσίας με την ονομασία νευροπεπτίδιο Υ (ΝΡΥ) σε σύγκριση με τους απλούς πεζικάριους. Το ΝΡΥ είναι ένα αμινοξύ που ρυθμίζει την πίεση του αίματος, την όρεξη και τη μνήμη. Επίσης, μειώνει τις συνέπειες της αδρεναλίνης, εμποδίζοντας τις υψηλές ποσότητες ενέργειας να πάρουν τη μορφή μανίας.

Όχι μόνο οι στρατιώτες των ειδικών δυνάμεων παρήγαγαν περισσότερο ΝΡΥ κατά την ανάκριση, αλλά, είκοσι τέσσερις ώρες μετά, τα επίπεδά τους είχαν επιστρέψει στο κανονικό, ενώ εκείνα των απλών οπλιτών είχαν σχεδόν εξαντληθεί.

Άλλες μελέτες έχουν δείξει διαφορετικές, λιγότερο σημαντικές χημικές διακυμάνσεις ανάμεσα στους σκληραγωγημένους και στους αληθινά ξεχωριστούς. Στο βιβλίο του Surviving the Extremes ο δρ Κένεθ Κάμλερ μελέτησε τους παράγοντες εκείνους που ξεχωρίζουν τους νικητές από τους χαμένους στα πιο σκληρά περιβάλλοντα του κόσμου. Μελέτησε και την περίπτωση του Μάουρο Προσπέρι, συμμετέχοντα στον «Μαραθώνιο της άμμου» (Marathon des Sables) το 1994, που επιβίωσε για εννιά ολόκληρες μέρες στη Σαχάρα, και του Μεξικανού χρυσοθήρα Πάμπλο Βαλένσια, που χάθηκε για οκτώ μέρες στην έρημο Μοχάβε το 1905. Όταν τους βρήκαν, τόσο ο Προσπέρι όσο και ο Βαλένσια είχαν απωλέσει περίπου το 25% του σωματικού βάρους τους από αφυδάτωση, ποσοστό που κανονικά οδηγεί στον θάνατο.

Ο Κάμλερ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τέσσερις ήταν οι παράγοντες που συνέβαλαν στη σχεδόν υπερφυσική ικανότητα των αντρών αυτών να επιβιώσουν: οι γνώσεις τους, η προσαρμοστικότητά τους, η οποία ουσιαστικά τούς «εμβολίασε» ενάντια στην έρημο, η τύχη και –ο παράγοντας που ο Κάμλερ έκρινε ως μακράν σημαντικότερο όλων– η θέληση να επιβιώσουν. Ο Προσπέρι, ένας ιδιαίτερα ανταγωνιστικός αθλητής, διέθετε ασυνήθιστα ισχυρό ένστικτο επιβίωσης. Ο Βαλένσια ήταν γεμάτος δολοφονικό μένος για τον ανίκανο οδηγό του. η ένταση της επιθυμίας του για εκδίκηση του έδωσε κίνητρο να συνεχίσει, ακόμα και όταν έφτασε κοντά στον θάνατο.

Δεν ήμουν και τόσο θυμωμένος με τον δρομέα που πήγε να κλέψει. Δεν ήμουν σίγουρος αν o οργανισμός μου είχε κατακλυστεί από αυξημένες ποσότητες ΝΡΥ και DHEA (Δεϋδροεπιανδροστερόνη). Αλλά είχα κάνει τόσο μεγάλη απόσταση, ήμουν μπροστά από όλους και σκόπευα να μείνω εκεί.

Είχα τερματίσει είκοσι λεπτά πιο αργά σε σχέση με τη νίκη μου την περασμένη χρονιά, αλλά και πάλι κανείς δεν είχε τρέξει τη διαδρομή πιο γρήγορα από μένα.

Τα τελευταία πενήντα χιλιόμετρα του αγώνα ακολουθούν έναν στενό δρόμο διπλής κατεύθυνσης που οδηγεί κατευθείαν στη Σπάρτη. Έως τη μέση είναι ανηφορικός, και από κει και πέρα βουτά για να καταλήξει στην πόλη. Καθώς ανέβαινα, το περιπολικό βρισκόταν πίσω μου και μπροστά μου είχα το απόλυτο σκοτάδι. Κάθε λίγο άκουγα το ουρλιαχτό και τις απότομες κινήσεις κάποιου σκύλου ή ένιωθα τον καυτό αέρα από τα σωθικά μιας ντιζελομηχανής που με προσπερνούσε μουγκρίζοντας στην ανηφόρα. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα νιώσει τόσο κουρασμένος. Αρκετές φορές έπιασα τον εαυτό μου να τον παίρνει ο ύπνος στην ανάβαση. Μου έδωσα χαστούκια για να μείνω ξύπνιος. Και τότε είδα τον φωτογράφο, καθισμένο οκλαδόν στη διπλή κίτρινη διαχωριστική γραμμή του δρόμου, να με απαθανατίζει καθώς πλησίαζα. Φοβήθηκα, γιατί τα ημιφορτηγά ταξίδευαν κυρίως τη νύχτα και ανησύχησα ότι θα σκοτωθεί. Του έκανα νεύμα να μετακινηθεί, αλλά εκείνος συνέχισε να τραβά. Πρόσεξα τις δύο κάμερες που κρέμονταν από τον λαιμό του, τον μακρύ φακό στη μηχανή με την οποία έβγαζε φωτογραφίες, ακόμα και τα γένια του. Όσο τον πλησίαζα τόσο πιο καθαρά τον έβλεπα και τόσο περισσότερες φωτογραφίες τραβούσε, μέχρι που τον έφτασα, οπότε και εξαφανίστηκε. Μου πήρε μια στιγμή για να το συνειδητοποιήσω: Ο άντρας αυτός δεν είχε υπάρξει ποτέ.

Όταν πέρασα τη γραμμή του τερματισμού στις έντεκα και δώδεκα λεπτά το βράδυ, ο δήμαρχος, περικυκλωμένος από μια ομάδα νεαρών γυναικών, με στεφάνωσε και κάποιος τύλιξε μια αμερικανική σημαία γύρω από τους ώμους μου. Είχα τερματίσει είκοσι λεπτά πιο αργά σε σχέση με τη νίκη μου την περασμένη χρονιά, αλλά και πάλι κανείς δεν είχε τρέξει τη διαδρομή πιο γρήγορα από μένα, εκτός από τον μέγα Κούρο. Κανείς Βορειοαμερικανός δεν είχε κερδίσει ποτέ αυτόν τον αγώνα. Έμεινα στη σκηνή των γιατρών για λίγο, πήρα έναν σύντομο υπνάκο, χαιρέτησα όσους τερμάτισαν και μετά κοιμήθηκα λίγο ακόμα.

Αργότερα, αναπαρέστησα τον αγώνα στο κεφάλι μου και σκέφτηκα αυτά που σκέφτονται πολλοί υπερμαραθωνοδρόμοι. Το κυριότερο απ’ όλα είναι πώς να συνεχίζεις να τρέχεις όταν νιώθεις ότι δεν μπορείς άλλο. Η έρευνα του Γέιλ μπορεί να δείχνει ότι οι στρατιώτες των ειδικών δυνάμεων είναι διαφορετικοί από τους απλούς πεζικάριους, αλλά δεν μας λέει πώς κατέληξαν να γίνουν έτσι. Απέκτησαν αυτά που απαιτούνταν μέσω κάποιας εύνοιας της τύχης στη γενετική κληρωτίδα ή τα ανέπτυξαν μέσω της εκπαίδευσης; Οι κορυφαίοι αθλητές γεννιούνται έτσι ή δημιουργούνται; Και επί της ουσίας: Ποια ήταν τα όριά μου; Και πώς θα τα ανακάλυπτα αν δεν δοκίμαζα να τα ξεπεράσω; Αυτή την τελευταία ερώτηση την έθετα στον εαυτό μου κάθε φορά που έτρεχα έναν υπερμαραθώνιο. Είναι μια ερώτηση που κάθε υπερμαραθωνοδρόμος και κάθε άνθρωπος που έχει την τύχη να κυνηγήσει κάτι έξω από το στοιχείο του μπορεί να κάνει στον εαυτό του – και να την απαντήσει ο ίδιος. Ήταν μια ερώτηση που σχεδόν κατάφερα να απαντήσω στο δεύτερο, εξουθενωτικό Σπάρταθλόν μου. Σκόπευα να συνεχίσω να ρωτώ.

 

Στην επόμενη σελίδα: Ο Scott Jurek μαγειρεύει τυλιχτό χούμους Καλαμάτας.

1 2 3 4 5 6

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top