Αυτή είναι για τον Καμύ, όπως για τον Σεφέρη, η ιερή τριάδα, έργο της φύσης ή της θεότητας, όπως προτιμάει ο καθένας. Και, κατ’ εικόνα αυτού του έργου, το ανθρώπινο πλάσμα γίνεται αντιληπτό από εκείνους, στους αντίποδες κάθε αφηρημένου ανθρωπισμού: στη συγκεκριμένη, σωματική, ταπεινή παρουσία τους.
Ας στοιχηματίσουμε λοιπόν, με τον Καμύ, για την αναγέννηση. Θα μας βοηθήσουν δυο περιστατικά, πιθανώς αμελητέα, μα που φροντίζουν, και ο ένας και ο άλλος, να τα σημειώσουν.
Ιούνιος 1958. Ο Καμύ και οι Γάλλοι φίλοι του γευματίζουν σ’ ένα υπαίθριο ταβερνάκι της νότιας Σάμου. Γράφει: «Ένα πλήθος από όμορφα παιδιά παίζουν ολόγυρά μου, ύστερα έρχονται και μας κοιτάζουν. Ένα από τα κοριτσάκια, η Ματίνα, που έχει χρυσά μάτια, αγγίζει την καρδιά μου. Όταν φεύγουμε, έρχεται κοντά στο αυτοκίνητο, και πιάνω το χεράκι της».
Νοέμβριος 1967. Ο Σεφέρης γευματίζει με την παρέα του, κοντά στη θάλασσα, σ’ ένα χωριό της Μάνης. Μια «ηλικιωμένη γυναίκα, λιγνή, ευκίνητη, με κορμοστασιά κοριτσιού θα ’λεγα, μικρόσωμη», τραβά την προσοχή του· «έπαιζε», γράφει, «το μπαστουνάκι της, περισσότερο παρά που το ακουμπούσε». «Ετούτη είναι η θεία μου», λέει ένας από τους συνδαιτυμόνες. […] «Και να πεις πως είναι 102 χρονώ». Τούτο το περιστατικό τον κυνηγάει μιαν ολόκληρη εβδομάδα, δίχως να ξέρει το γιατί. Ως τη στιγμή που σημειώνει: «Αυτό το πλάσμα έμεινε στη μνήμη μου σαν ένα δώρο του θεού».
Τέτοια περιστατικά, φαινομενικά ασήμαντα, είναι για μένα σημαντικά, γιατί φανερώνουν τη μύχια ανθρωπιά των δύο δημιουργών. Μια ανθρωπιά που γίνεται στοχασμός αγάπης σε δύο χωρία με τα οποία κλείνω τούτο το δοκίμιο.
Απόσπασμα από την ομιλία του Σεφέρη «στα 700 χρόνια του Δάντη» (1966): «Αν είναι αλήθεια ότι ‘‘η κόλαση είναι οι άλλοι’’, […] τότε είναι το ίδιο αλήθεια πως και ο παράδεισος είναι οι άλλοι. Και οι άλλοι είναι και εμείς. […] Παράδεισος και κόλαση δε χωρίζουνται […], κι αν μπορούμε ας μην κάνουμε σπαράγματα με την ψυχή του ανθρώπου».
Απόσπασμα από την «Επιστροφή στην Τιπαζά» του Καμύ (1952): «Το να μη σ’ αγαπούν είναι μονάχα ατυχία· το να μην αγαπάς είναι δυστυχία. Όλοι μας σήμερα πεθαίνουμε από αυτή τη δυστυχία». Άραγε οι σημερινές μας κοινωνίες δεν πεθαίνουν από αυτή τη δυστυχία;
*«Πολλά χώριζαν τον Καμύ από τον Σεφέρη: οι τόποι, η κοινωνική τάξη, η ιδιοσυγκρασία, η σχέση με την πολιτική, οι τρόποι γραφής… Στα μύχια, ωστόσο, της ψυχής τους φώλιαζε κάτι που τους αδέλφωνε: το φως της Μεσογείου και μια ορισμένη ιδέα για την Ελλάδα. Αυτά θεμελίωσαν έναν σιωπηρό αλλά συναρπαστικό διάλογο και μια στάση ζωής απέναντι στα ουσιώδη», διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.
// Από το βιβλίο του Γιάννη Κιουρτσάκη «Σεφέρης και Καμύ – Ζήτημα φωτός», εκδόσεις Πατάκη, Μάιος 2024.
Σημ.: Οι φωτογραφίες (και οι λεζάντες τους) είναι από την έκθεση φωτογραφίας του Robert McCabe «Χαίρε Ξένε Στη Χώρα των Ονείρων», που φιλοξενείται στο Μουσείο Ακρόπολης (στην Αίθουσα Περιοδικών Εκθέσεων, στο ισόγειο του Μουσείου) από τις 28 Μαΐου έως και τις 8 Σεπτεμβρίου 2024, με είσοδο ελεύθερη για το κοινό. Πρόκειται για μια μοναδική αναδρομή στην «ελληνική περίοδο» του McCabe, με περίπου 100 φωτογραφίες, που στοχεύουν στο να αναδειχθεί η αυθεντικότητα, ο πολιτισμός, η ιστορία, η ομορφιά και οι άνθρωποι στην καθημερινότητα της μεταπολεμικής Ελλάδας μέσα από τη ματιά του Αμερικανού καλλιτέχνη.
Διαβάστε ακόμα: Πώς μιλάς για την Ελλάδα μέσα στη σημερινή Ελλάδα;