«Η μεγάλη διάκριση δεν είναι ανάμεσα στους πολύ μεγάλους και στους μικρότερους τεχνίτες, αλλά ανάμεσα σ’ εκείνους που έφεραν έστω και μια σταγόνα λάδι στο φάρο της τέχνης, και σ’ εκείνους που η ύπαρξή τους είναι για την τέχνη αδιάφορη. Το πρώτο ζήτημα δεν είναι ποιος είναι μεγάλος και ποιος είναι μικρός, αλλά ποιος κρατάει την τέχνη ζωντανή. Ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους που βλέπω σα μια πηγή ζωής για τη σύγχρονη ζωγραφική μας είναι ο Θεόφιλος», γράφει ο Γιώργος Σεφέρης. (Στη φωτογραφία ο Θεόφιλος με την μητέρα του, τέλη 19ου αιώνα).

Μια φορά κι έναν καιρό, καθώς λένε, ένας φούρναρης παράγγειλε σ’ ένα φτωχό ζωγράφο να τονε ζωγραφίσει την ώρα που φούρνιζε ψωμιά. Ο ζωγράφος άρχισε να δουλεύει, και όταν καταπιάστηκε  να εικονίσει το φουρνιστήρι, αντί να το φτιάξει οριζόντιο, σύμφωνα με την προοπτική, το έφτιαξε κάθετο, δείχνοντας όλο του το πλάτος· έπειτα, με τον ίδιο τρόπο, ζωγράφισε πάνω στο φουρνιστήρι κι ένα καρβέλι. Πέρασε ένας έξυπνος άνθρωπος και του είπε: «Το ψωμί, έτσι που το ’βαλες, θα πέσει». Ο ζωγράφος αποκρίθηκε, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι: «Έννοια σου· μόνο τα αληθινά ψωμιά πέφτουν· τα ζωγραφισμένα στέκουνται· όλα πρέπει να φαίνουνται στη ζωγραφιά!»

Το παραμύθι αυτό μου θυμίζει έναν πολύ μεγάλο τεχνίτη, που επειδή ακριβώς «όλα πρέπει να φαίνουνται στη ζωγραφιά», ιστορίζοντας την άποψη του Τολέδου, έβγαλε από τη μέση, με το δικαίωμα της τέχνης του, το νοσοκομείο του Δον Χουάν Ταβέρα και το τοποθέτησε σ’ ένα χάρτη. Ο μεγάλος τεχνίτης, το ξέρετε, είναι ο Κρητικός Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, και ο ζωγράφος του παραμυθιού είναι ο Μυτιληνιός Θεόφιλος Γ. Χατζημιχαήλ, «άλλοτε οπλαρχηγός και θυροφύλαξ εν Σμύρνῃ».

«Πέρασε ένας έξυπνος άνθρωπος και του είπε: ‘‘Το ψωμί, έτσι που το ’βαλες, θα πέσει’’. Ο ζωγράφος αποκρίθηκε, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι: ‘‘Έννοια σου· μόνο τα αληθινά ψωμιά πέφτουν· τα ζωγραφισμένα στέκουνται· όλα πρέπει να φαίνουνται στη ζωγραφιά!’’». («Μέγα Αρτοποιείον Γεωργίου Παναγιώτου Κοντουφούρναρη Εκ Θεσσαλίας της Πρωτευούσης Λαρίσσης», 1933).

Η παραβολή μου δεν είναι ασέβεια. Γιατί η μεγάλη διάκριση δεν είναι ανάμεσα στους πολύ μεγάλους και στους μικρότερους τεχνίτες, που ξεκινά τις περισσότερες φορές από μια εγκυκλοπαιδική ή μια τουριστική διάθεση, αλλά ανάμεσα σ’ εκείνους που έφεραν έστω και μια σταγόνα λάδι στο φάρο της τέχνης, και σ’ εκείνους που η ύπαρξή τους είναι για την τέχνη αδιάφορη. Το πρώτο ζήτημα δεν είναι ποιος είναι μεγάλος και ποιος είναι μικρός, αλλά ποιος κρατάει την τέχνη ζωντανή. Ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους που βλέπω σα μια πηγή ζωής για τη σύγχρονη ζωγραφική μας είναι ο Θεόφιλος. Τα ψωμιά του δεν έπεσαν· στέκουνται, για να μεταχειριστώ τα δικά του τα λόγια· στέκουνται και θρέφουν.

«Είναι η καταπληκτική δύναμη που έχει ο Θεόφιλος να μεταμορφώνει, σύμφωνα με το ρυθμό του, ό,τι αγγίξει».

Γι’ αυτό πρέπει να χρωστάμε χάρη μεγάλη στους λίγους εκείνους, που, από την πρώτη στιγμή, είχαν την αρετή να διακρίνουν και ν’ αφοσιωθούν σ’ αυτό το καταφρονεμένο έργο και να το προστατέψουν όσο μπορούσαν· και σ’ εκείνους που είχαν την πρωτοβουλία να συγκεντρώσουν σ’ αυτές τις αίθουσες, για την πρώτη δημόσια παρουσίασή τους, τις καλύτερες ζωγραφιές του Θεόφιλου, από εκείνες που υπάρχουν ακόμη στην Αθήνα· γιατί μια μεγάλη συλλογή είναι, χρόνια τώρα, στο Παρίσι. Αν οι περιστάσεις ήταν καλύτερες, θα είχε βρεθεί από καιρό μια προστατευτική στέγη για την κληρονομιά που σε όλους μας άφησε ο Θεόφιλος. Δεν ξέρω αν είναι υπερβολικό να ελπίζει κανείς πως η έκθεση που εγκαινιάζουμε σήμερα, θα δώσει αφορμή σε κάποια συστηματική προσπάθεια για να σωθεί ό,τι απομένει από τον μόνιμο κίνδυνο της καταστροφής.

Αλλά ό,τι κι αν γίνει, η σημερινή έκθεση είναι μια σημαντική στιγμή στα χρονικά της ζωγραφικής μας. Εννοώ της ζωγραφικής χωρίς επίθετο· όχι της λαϊκής ζωγραφικής.

«Τον περιγελούσαν· του έκαμαν πολύ χοντρά αστεία· μια φορά τράβηξαν την ανεμόσκαλα όπου ήταν ανεβασμένος για τη δουλειά του και τον έριξαν χάμω. Τόσο πολύ μας ενοχλούν οι άνθρωποι που δε μας μοιάζουν». (Αριστερά: ο Θεόφιλος με την αδελφή του Ειρήνη, «Ενθύμιον Ειρήνης και Θεόφιλου Σοματοφύλακα εκ Σμύρνης το 1904». Δεξιά: «Ο Άγιος Φανούριος»).

Ο Θεόφιλος ήταν ένας λαϊκός άνθρωπος. Ένας τρελός στα μάτια του κόσμου, που τον άκουε να λέει παράδοξα πράγματα για τις ζωγραφικές του, ή τον έβλεπε να ροβολά τους δρόμους ντυμένος Μεγαλέξαντρος μαζί μ’ ένα κοπάδι χαμίνια που είχε ντύσει «Μακεδόνους». Τον περιγελούσαν· του έκαμαν πολύ χοντρά αστεία· μια φορά τράβηξαν την ανεμόσκαλα όπου ήταν ανεβασμένος για τη δουλειά του και τον έριξαν χάμω. Τόσο πολύ μας ενοχλούν οι άνθρωποι που δε μας μοιάζουν. Όμως, ο περιπλανώμενος αυτός ζωγράφος καταναλώθηκε ολόκληρος, σαν ένας αυθεντικός τεχνίτης, στο δημιούργημά του. Και το δημιούργημά του είναι ένα ζωγραφικό γεγονός για την Ελλάδα. Θέλω να πω: ένα γεγονός που δε διδάσκει λαογραφικά, όπως θα είχαμε την τάση να φανταστούμε, κοιτάζοντας τις φουστανέλες, τις βλάχες ή τις μορφές του λαϊκού εικονοστασιού, που αναπαρασταίνει, ή ακόμη παρατηρώντας τις επιφανειακές τεχνικές αδυναμίες του, την έλλειψη «σχολής» ή τον «πριμιτιβισμό» του, όπως θα έλεγαν. Αλλά είναι ένα γεγονός που διδάσκει ζωγραφικά, που βοηθεί και φωτίζει όποιον έχει μιαν επαρκή οπτική συνείδηση, έστω κι αν βγαίνει από τα πιο φημισμένα εργαστήρια της Ευρώπης. Ύστερα από τον Θεόφιλο δε βλέπουμε πια με τον ίδιο τρόπο· αυτό είναι το σπουδαίο και αυτό είναι το πράγμα που δε μας έφεραν τόσοι περιώνυμοι μαντατοφόροι μεγάλων ακαδημιών.

«Ο Θεόφιλος έπλυνε την όρασή μας όπως αυγάζει ο ουρανός, και τα σπίτια, και το κόκκινο χώμα, και το παραμικρό φυλλαράκι των θάμνων, ύστερα από την κάθαρση ενός απόβροχου». («Ο Φρίξος επί του χρυσομάλλου κριού και η Έλλη»).

Ο Θεόφιλος μας έδωσε ένα καινούργιο μάτι· έπλυνε την όρασή μας όπως αυγάζει ο ουρανός, και τα σπίτια, και το κόκκινο χώμα, και το παραμικρό φυλλαράκι των θάμνων, ύστερα από την κάθαρση ενός απόβροχου· κάτι από αυτόν τον παλμό της δροσιάς. Μπορεί να μην είναι δεξιοτέχνης, μπορεί η αμάθειά του σε τέτοια πράγματα να είναι μεγάλη. Όμως αυτό το τόσο σπάνιο, το ακατόρθωτο πριν απ’ αυτόν για το ελληνικό τοπίο: μια στιγμή χρώματος και αέρα, σταματημένη εκεί μ’ όλη την εσωτερική ζωντάνια της και την ακτινοβολία της κίνησής της· αυτό τον ποιητικό ρυθμό – πώς να τον πω αλλιώς – που συνδέει τα ασύνδετα, συγκρατεί τα σκορπισμένα και ανασταίνει τα φθαρτά· αυτή την ανθρώπινη ανάσα που έμεινε σ’ ένα ρωμαλέο δέντρο, σ’ ένα κρυμμένο άνθος ή στο χορό μιας φορεσιάς· αυτά τα πράγματα που τ’ αποζητούσαμε τόσο πολύ, γιατί μας έλειψαν τόσο πολύ· αυτή τη χάρη μάς έδωσε ο Θεόφιλος· κι αυτό δεν είναι λαογραφία.

«Η αλήθεια που μας δίνει ο Θεόφιλος είναι ο ολοζώντανος κόσμος του, ένας ζωγραφικός κόσμος χωρίς τεχνάσματα και χωρίς υπεκφυγές».

Συλλογίζομαι πως μιλώ ίσως άσκημα· πως η συγκίνησή μου μπορεί να νομιστεί ακρισία. Και όμως είναι μια συγκίνηση που προσπαθώ να ελέγξω εδώ και δεκατρία χρόνια, από την παλιά εποχή που ο Αντρέας Εμπειρίκος μου έδειξε, με άπειρη ευλάβεια, ζωγραφιές του Θεόφιλου. Από τότε, κάθε καινούργιο αντίκρισμα ήταν σαν εκείνη την πρώτη φορά. Κάτι σα να έπεσε ο τοίχος μιας πληχτικής κάμαρας· αυτής της τόσο καταθλιπτικής ζωγραφικής, που τόσο συχνά και με τόση ευκολία επιτυχαίνουμε από τα χρόνια της Παλιγγενεσίας. Η ίδια συγκίνηση όπως όταν πρωτοδιάβασα τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη.

«Ζωγραφίζει ως το τέλος της ζωής του σε όποιαν επιφάνεια πετύχει: ξύλα, πανιά, τενεκέδες, παλιόχαρτα, τοίχους μαγαζιών ή σπιτιών. Αυτά του έδωσε ο Θεός και μ’ αυτά δημιούργησε ο μικρόσωμος αυτός άνθρωπος, αυτός ο αλαφροΐσκιωτος, όπως τον βλέπω σε μια παλιά του φωτογραφία». (Αριστερά: «Ερωτόκριτος και Αρετούσα». Δεξιά: «Ο Μέγας Αλέξανδρος»).

Δεν έχω διόλου την επιθυμία να μειώσω τους μορφωμένους με τους αμόρφωτους, μήτε να υποστηρίξω πως η άσκηση και η μάθηση είναι πράγμα βλαβερό. Όπως τόσοι άλλοι φίλοι του ζωγράφου μας, πολύ πιο ικανοί και πιο αρμόδιοι σ’ αυτά τα θέματα από εμένα, το αντίθετο πιστεύω. Γιατί μόρφωση και μάθηση είναι άσκηση της ζωής· και η άσκηση της ζωής έχει πολλά να κερδίσει από ανθρώπους σαν τον Θεόφιλο που βρήκαν το δρόμο τους ψηλαφώντας, μόνοι, μέσα στα σκοτεινά μονοπάτια μιας πολύ καλλιεργημένης, καθώς νομίζω, ομαδικής ψυχής όπως είναι η ψυχή του λαού μας. Έχει πολλά να κερδίσει· και πριν απ’ όλα να μάθει πώς να φυλάγεται από τη μισή μόρφωση και από τη μισή μάθηση που καταντά στρέβλωση και νάρκη. Από την άποψη αυτή θα μου ήταν πολύ δύσκολο να παραδεχτώ πως είναι αμόρφωτος ο Θεόφιλος· μήτε καν είναι φαινόμενο εξαιρετικό. Σε τέτοια συμπεράσματα μας οδηγεί, τουλάχιστο καθώς πιστεύω, η τόσο ιδιότροπη διαμόρφωση της ελληνικής έκφρασης. Ένα λαϊκό τραγούδι λ.χ. που κυκλοφορεί στα στόματα «των θεραπαινίδων», όπως έλεγαν, ο Ερωτόκριτος, γίνεται αγκωνάρι στην ποιητική δημιουργία του Σολωμού, ενός από τους πιο καλλιεργημένους ανθρώπους της Ευρώπης. Και τα δυο σημαντικότερα μνημεία του ελληνικού πεζού λόγου είναι, το ένα η Γυναίκα της Ζάκυθος αυτού του άρχοντα της μόρφωσης, το άλλο τα Απομνημονεύματα του «πόπωτε μη αναγνώσαντος» Μακρυγιάννη. Στη ζωγραφική, κάποτε φανερώνεται ένας νους, όπως ο Θεοτοκόπουλος, που μπορεί να υποστηρίξει την τέχνη του μπροστά στον μεγάλο ιεροεξεταστή, και κάποτε ένας Θεόφιλος, ο αλλόκοτος φουστανελάς, που γυρίζει στα χωριά του Πηλίου και της Μυτιλήνης, με τα πινέλα στο σελάχι του, και οι γυναίκες τόνε φωνάζουν τρελό και «αχμάκη».

«Στη ζωγραφική, κάποτε φανερώνεται ένας νους, όπως ο Θεοτοκόπουλος, που μπορεί να υποστηρίξει την τέχνη του μπροστά στον μεγάλο ιεροεξεταστή, και κάποτε ένας Θεόφιλος, ο αλλόκοτος φουστανελάς, που γυρίζει στα χωριά του Πηλίου και της Μυτιλήνης, με τα πινέλα στο σελάχι του, και οι γυναίκες τόνε φωνάζουν τρελό και ‘‘αχμάκη’’». («Η Ερωτευμένη Απελπισθείσα», 1932).

Η ελληνική πνευματική κληρονομιά είναι τόσο μεγάλη, που αλήθεια δεν ξέρει κανείς ποιους μπορεί να διαλέξει για να πραγματοποιήσει τις βουλές της. Είναι στιγμές που την κρατούν στα χέρια τους οι πιο φημισμένοι άνθρωποι που ακούστηκαν ποτέ στον κόσμο, και είναι στιγμές που πάει και φωλιάζει ανάμεσα στους ανώνυμους, περιμένοντας να φανερωθούν ξανά οι άρχοντες επώνυμοι. Είναι σπουδαίο το δίδαγμα που αντλεί κανείς όταν λάβει τον κόπο να κοιτάξει αυτή την ατέλειωτη περιπέτεια. Το δημοτικό τραγούδι να φωτίζει τον Όμηρο και ο Αισχύλος να συμπληρώνεται από το δημοτικό τραγούδι, στην  ευαισθησία ενός και του ίδιου ανθρώπου, δεν είναι λίγο πράγμα –κι αυτό μόνο στην Ελλάδα μπορεί να γίνει. Μιλώ χωρίς υπεροψία, γιατί δεν ξεχνώ πως μόνο στην Ελλάδα μπορούν να γίνουν ακόμη τα πιο απίστευτα παραστρατήματα.

«Μόρφωση και μάθηση είναι άσκηση της ζωής· και η άσκηση της ζωής έχει πολλά να κερδίσει από ανθρώπους σαν τον Θεόφιλο».

Ύστερα από τη διευκρίνιση αυτή, μπορούμε να συλλογιστούμε με περισσότερη άνεση τον λαϊκό άνθρωπο· τον Θεόφιλο. Δεν είναι η στιγμή ν’ ανιστορήσω τη ζωή του. Όμως δε θα ήθελα να τελειώσω προτού θυμηθώ, ίσως το πιο πολύτιμο πράγμα που είχε· τη μικρή κασέλα όπου φύλαγε τα σύνεργα της δουλειάς του και τα βιβλία του. Είναι ένα ξύλινο μπαουλάκι ζωγραφισμένο ολόκληρο με το χέρι του· η Ιφιγένεια εν Αυλίδι, ο Διάκος, ο Μπότσαρης, ο Γρίβας, και τα καταπληκτικά λουλούδια αυτού του κηπουρού της λεβεντιάς και του έρωτα, το στολίζουν. Ο φίλος που το έσωσε το διατηρεί όπως βρέθηκε, πλάι στο ζωγράφο νεκρό, την παραμονή του Ευαγγελισμού του 1934. Όταν τ’ ανοίξεις, τα ίχνη της ζωής ενός μεγάλου ανθρώπου, θέλω να πω ενός ολόκληρου ανθρώπου, φανερώνονται συγκλονιστικά. Αισθάνεσαι την παρουσία μιας ύπαρξης που τίποτε δεν πήγε γι’ αυτήν χαμένο – ένα τόσο σπάνιο πράγμα. Ακόμη και τα πιο ευτελή αντικείμενα, τα πιο εφήμερα, εκείνα που είναι φτιαγμένα για να μείνουν μόνο λίγες στιγμές κοντά μας, ή άλλα που προορίζουνται για να διασκεδάσουν το μεράκι μιας ζωής που δε γυρεύει τίποτε άλλο παρά να λησμονήσει τον εαυτό της – της ζωής των απλών ανθρώπων ή των παιδιών· φιορόχαρτα που στροβιλίζει ο άνεμος στα σοκάκια μιας επαρχίας όπου πέρασε μια Αποκριά, μια Λαμπρή, ή ένα πανηγύρι· είναι εκεί για να σου δείξουν από τι μικροπράγματα μπορεί να ξεκινήσει η δύναμη της γοητείας ενός τεχνίτη. Τα βιβλία του: φυλλάδες της δεκάρας, ή σχολικά βιβλία, τριμμένα, για τη ζωή των αρχαίων, βίοι αγίων, η Οκτώηχος, ο Ερωτόκριτος, ο Παπουτσωμένος Γάτος και η Κοκκινοσκουφίτσα, άσματα ηρωικά, άσματα ερωτικά· κοντά στα βιβλία και η πινακοθήκη του: εικονογραφημένα δελτάρια, φτηνές χρωμολιθογραφίες, χαλκομανίες,  μαζεμένες από την εποχή της νιότης του, που ήταν καβάσης του Ελληνικού Προξενείου στη Σμύρνη: αρειμάνιοι άντρες, ωραίες γυναίκες σαν εκείνες που βλέπαμε άλλοτε στα οργανέτα, ναυμαχίες του ρωσοϊαπωνικού πολέμου, υποδοχές του Μεγάλου Μογγόλου, ζευγάρια του παλιού αισθηματισμού· μαζί μ’ αυτά το σημειωματάριό του· ένα χοντρό δεφτέρι από στρατσόχαρτο, όπου αντιγράφει, από βιβλία και εφημερίδες, απόψεις αρχαίων πόλεων και μνημείων, αγάλματα θεών, μάχες του Μεγάλου Αλεξάνδρου και άπειρες προτομές παλαιών και σύγχρονων ηρώων.

«Το δημιούργημά του είναι ένα γεγονός που δε διδάσκει λαογραφικά, όπως θα είχαμε την τάση να φανταστούμε, κοιτάζοντας τις φουστανέλες, τις βλάχες ή τις μορφές του λαϊκού εικονοστασιού, που αναπαρασταίνει. Αλλά είναι ένα γεγονός που διδάσκει ζωγραφικά, που βοηθεί και φωτίζει όποιον έχει μιαν επαρκή οπτική συνείδηση, έστω κι αν βγαίνει από τα πιο φημισμένα εργαστήρια της Ευρώπης». (Αριστερά: «Ο Νέος Ηρακλής Παναής Κουταλιανός το 1884». Δεξιά: «Ο Λήσταρχος Χρήστος Νάτσιας Νταβέλης το 1855»).

Αυτά ήταν τα μουσεία που είδε ο Θεόφιλος και από αυτά προσπάθησε να μάθει ό,τι έμαθε, θα έλεγαν. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ο Θεόφιλος ξεκινά κάποτε από αυτά τα μικροπράγματα. Όμως θα ήταν μεγάλο το λάθος αν πιστεύαμε ότι αυτή η βιομηχανία είναι η ουσία της ζωγραφικής του. Όποιος δημιουργός δεν ξεκίνησε από μικροπράγματα ας ρίξει πρώτος την πέτρα. Θυμούμαι τον Yeats:

Οι μαστορεμένες τούτες εικόνες γιατί είναι ολόκληρες
σε άδολο νου βλαστήσανε, αλλά πούθ’ έχουνε ξεκινήσει;
Από τα σωριασμένα σκύβαλα ή τα σαρίδια ενός δρόμου…

Ένας από τους καλύτερους νέους ζωγράφους μας μου έλεγε το αίσθημα που είχε όταν πρωτόειδε έργα του Θεόφιλου: «Μα αυτός μας γυρεύει πάρα πολλά· γυρεύει να λέμε όλη την αλήθεια» συλλογίστηκε. Και η αλήθεια – η ολόκληρη – που μας δίνει ο Θεόφιλος είναι ο ολοζώντανος κόσμος του, ένας ζωγραφικός κόσμος χωρίς τεχνάσματα και χωρίς υπεκφυγές, όπου τα πράγματα δεν πέφτουν, όπως πέφτουν τα αληθινά ψωμιά. Είναι η καταπληκτική δύναμη που έχει να μεταμορφώνει, σύμφωνα με το ρυθμό του, ό,τι αγγίξει. Κυριευμένος από το πάθος της έκφρασης, απορροφά και παράγει ζωγραφική όπου τη βρει και όπως μπορεί. Έτσι ζωγραφίζει ως το τέλος της ζωής του σε όποιαν επιφάνεια πετύχει: ξύλα, πανιά, τενεκέδες, παλιόχαρτα, τοίχους μαγαζιών ή σπιτιών. Αυτά του έδωσε ο Θεός και μ’ αυτά δημιούργησε ο μικρόσωμος αυτός άνθρωπος, αυτός ο αλαφροΐσκιωτος, όπως τον βλέπω σε μια παλιά του φωτογραφία. Ο Θεόφιλος έπαιρνε κάποτε τις φιγούρες του από λιθογραφίες ή από δελτάρια. Το έκανε· και ήταν ίσως ένας εμπειρικός τρόπος για ν’ ακουμπήσει κάπου το λογικό του και να απελευθερώσει το δαιμόνιο που είχε μέσα του. Αλλά και ο Βιτσέντζος Κορνάρος επήρε τις φιγούρες του ποιήματός του από ένα γαλλικό ρομάντσο της ιπποσύνης, που ήταν κι αυτό ένα είδος χρωμολιθογραφίας της εποχής. Τέτοια πράγματα έγιναν πολλές φορές. Αλλά εκείνο που δε γίνεται πολλές φορές είναι ο Ερωτόκριτος ή το φως του Θεόφιλου, που μένει εκεί όπως στην πρώτη μέρα της δημιουργίας.

 

                                                                                                                            [1947]

 

 

// Το κείμενο που φιλοξενεί η στήλη περιλαμβάνεται (με τίτλο «Θεόφιλος», σελ. 458 – 466) στις «Δοκιμές, Πρώτος τόμος, 1936 – 1947» του Γιώργου Σεφέρη, Εκδόσεις Ίκαρος, 1974.

 

Διαβάστε ακόμα: «Ο Καραγκιόζης μού λέει κάθε πρωί: Ρε Σωτήρη, για θυμήσου…»

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top