Φτιαγμένος από πεταμένα κυκλώματα ενός παλιού φωτοτυπικού, ο Ranx μετατρέπεται σε τρελό καμικάζι που σπάει κεφάλια, όταν η Lubna, μια 13χρονη πιτσιρίκα ξέκωλη, σκερτσόζα, junkie τελειωμένο και βαρεμένη του κερατά, κάνει μαλακίες και κινδυνεύει. Δεν του αντιγυρίζει τίποτα. «Τον αγαπάει όπως αγάπησε η μητέρα της το πρώτο της πλυντήριο. Οι άντρες είναι μαζοχιστές, γαμώτο», σχολιάζει ο Liberatore.
Προγραμματισμένος να την αγαπά και να την προστατεύει, ο Ranx είναι ένα ανδροϊδές με καρδιά αγκινάρας ικανό να κάνει τα μούτρα κρέας σ’ όποιον βρεθεί στο διάβα του: μούρες διαλυμένες σε ανεμιστήρα, κρανία διαλυμένα και μυαλά χυμένα παντού… Κι όμως. Ενώ γύρω έχεις «ανθρώπινα όντα», το κτήνος είναι το μόνο που τρέφει αισθήματα μέσα σ’ αυτόν το φοβερά βίαιο, φουτουριστικό, πορνογραφικό κόσμο. Και κουβαλάει ένα μόριο που θα έκανε οιονδήποτε πορνοστάρ να χλωμιάσει.
Η πλάκα είναι ότι θα μπορούσαν να τους την είχαν πέσει χοντρά με αιτιάσεις την υπέρμετρη βία, τα κάθε λογής ναρκωτικά, το σεξ με μια ανήλικη. Τίποτα τέτοιο δεν συνέβη! Ουδείς μίλησε για παιδοφιλία τότε. Σε Γαλλία και Ιταλία μόκο. Στη Γερμανία, έσβησαν αίμα και «όργανα». Στις ΗΠΑ, έριξαν πάνω τους ένα σεντόνι.
Με τον RanΧerox του 1981, ο Tanino Liberatore (σχέδιο) και ο Stefano Tamburini (σενάριο) επινόησαν ένα σύμπαν μεταξύ μιας μετα-αποκαλυπτικής Ιταλίας και μιας underground Νέας Υόρκης, δύσοσμης, βρομερής και κακόφημης. Τούτο το κυβερνοπάνκ μηδενιστικό περιβάλλον, όπου επικρατεί ο νόμος του ισχυροτέρου, μεταξύ ψυχοπαθών και κοινωνιοπαθών, αντικατοπτρίζει την μπουρδελοκατάσταση της περιόδου.
«Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, λέει ο Liberatore, η αποσύνθεση της ιταλικής κοινωνίας ήταν τεράστια και η εποχή πολύ βίαιη, με την τρομοκρατία, τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, την αστυνομία, το κίνημα των πανκ… Με την παραμικρή διαδήλωση, έπεφταν πυροβολισμοί, οι πλατείες γέμιζαν δακρυγόνα και παντού ακούγονταν πολυβόλα, λες κι ήσουν σε πόλεμο. Εν πάση περιπτώσει, δεν επινοήσαμε το παραμικρό». Ισχυρίζεται πως είναι ένας άνθρωπος που απλώς ζωγραφίζει τη βία. Πως ο ίδιος δεν είναι ιδιαίτερα βίαιος, λιγουλάκι μόνο.
Εντάξει, πρόκειται για μια περίοδο άγριας αμφισβήτησης, μια αναζήτηση εναλλακτικών τρόπων ζωής βοηθεία της ηρωίνης, κατά την οποία οι αριστεροί διανοούμενοι είχαν περιπέσει σε ένα είδος οργισμένης μελαγχολίας, της οποίας ο RanΧerox είναι μάρτυρας και σύμβολο. Είναι η εποχή που τη δυσφορία υποκαθιστά το νοσηρό, το παρηκμασμένο, συνοδεία νεο-ρομαντικών προσεγγίσεων περί ναρκωτικών, αχαλίνωτου σεξ και λατρείας των άκρων. Στους ήχους των Joy Division και των Ramones.
Ο RanΧerox φαντάζει σανίδα σωτηρίας, έστω και σάπια. Αποτέλεσμα μια ηχηρή επιτυχία και καθιέρωση σε Ευρώπη, ΗΠΑ και Ιαπωνία, παντού, μέσα από τα περιοδικά Frigidaire στην αρχή και L’Echo des Savanes στη συνέχεια. Και δεν πέρασε καιρός για να εμπνεύσει, ανομολόγητα ή μη, ένα σωρό διαφημιστές και σκηνοθέτες. Αναγνωρίζεις εύκολα τα ίχνη του στα Terminator, Total recall, Robocop, Blade Runner. Παρένθεση: παραλίγο να κάνει την αφίσα του τελευταίου για την ευρωπαϊκή διανομή. Του ζήτησαν κάτι σε στυλ Superman. Δεν κατάφεραν να συνεννοηθούν…
Τι να πεις για το σχέδιο! Την υπεράνθρωπη δύναμη του Ranx τη νιώθεις ίσαμε τα σωθικά σου: τα πάντα όλα είναι τονισμένα, οι μύες βγάζουν μάτι, οι όγκοι σε καθηλώνουν. Ο Liberatore σου πετάει στη μούρη ένα κορμί στη μεγαλοπρέπεια του οποίου οφείλεις να υποκλιθείς. Συνδυάζοντας φινέτσα και καθαρή δύναμη. Μοναδικό. Σε μόλις δύο άλμπουμ κι ένα τρίτο 15 χρόνια μετά. Εντωμεταξύ, ο Tamburini είχε πεθάνει από υπερβολική δόση το 1986.
Βίαιος, σέξι και αήθης, ο RanΧerox είναι ταυτόχρονα αστείος, ωραίος, σαγηνευτικός, συναισθηματικός. Μια ομορφιά τρομακτική, υπερρεαλιστική και αιματοβαμμένη, διά χειρός Tanino (χαϊδευτικό του Gaetano) Liberatore, ενός «μεταμοντέρνου Μιχαήλ Αγγέλου». Ο οποίος στη συνέχεια παράτησε τα κόμιξ, για να αφοσιωθεί στο illustration. «Τα κόμιξ θέλουν πολύ χρόνο. Μ’ αρέσουν τα καδραρίσματα κι οι επιχρωματώσεις. Αλλά μετά το πράγμα τραβάει κι αυτό μου σπάει τ’ αρχίδια».
Γεννήθηκε το 1953 στην περιοχή Abruzzes, σ’ ένα χωριό των 1.000 κατοίκων, και άρχισε να σχεδιάζει από τα 5 του χρόνια. Στα 13 του, φοιτά στο καλλιτεχνικό λύκειο της Πεσκάρα και γίνεται κολλητός με τον μεγάλο Andrea Pazienza. Ο μπαμπάς τον ξαποστέλνει στη Ρώμη να σπουδάσει αρχιτεκτονική. Κάνει υπομονή δυο χρόνια. Κι εξακολουθεί να ιδρώνει μόνον από τη μία πλευρά του προσώπου.
Ώσπου ο Pazienza τον φέρνει σε επαφή με τη σύνταξη του εναλλακτικού Cannibale, όπου και θα γνωρίσει τον Stefano Tamburini. Αυτός θα του προτείνει να σχεδιάσει τον RanΧerox. «Σκέφτηκε πως ένας τύπος με φάτσα γιδοβοσκού που ακούει τόσο περίεργες μουσικές πρέπει νά ‘χει κάποιο ενδιαφέρον». Τότε ο Liberatore την έβρισκε με Robert Wyatt, Frank Zappa, Père Ubu, Brian Eno, Velvet Underground και Talking Heads». Σήμερα ακούει easy listening.
Εντωμεταξύ, ο Tanino έχει αναπτύξει ένα γραφισμό εκρηκτικό, μοντέρνο, πρωτότυπο. Του αρέσει, λόγου χάρη, να χρησιμοποιεί τα μολύβια του μακιγιάζ ώστε να αποδώσει το χρώμα. Εγκαθίσταται στο Παρίσι, κάνοντας παράλληλα άπειρες εικονογραφήσεις για γαλλικά και αμερικανικά έντυπα.
Αγάπες του ο Μιχαήλ Άγγελος, η Σχολή της Φλωρεντίας, ο Καραβάτζιο. Μετά ο Μανέ κι ο Τουλούζ-Λωτρέκ, ο Γκωγκέν, ο Βαν Γκογκ. «Όλοι οι σχεδιαστές είναι μεγάλα σφουγγάρια». Όμως το μεράκι του, αλλά κι η πρώτη δουλίτσα που του επέτρεψε να βγάζει το ψωμί του είναι τα εξώφυλλα δίσκων. Πράγμα το οποίο τον αναζωογονεί και εξακολουθεί να κάνει. Αναγνωρίζει, ωστόσο, ότι χρωστάει τα πάντα στον Ranx.
Ο Frank Zappa ήθελε έναν «Frank Zerox». Ήταν το ’82, λίγες μέρες πριν από τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου (Ιταλία-Γερμανία 3-1 και Paolo Rossi). Μετά ήρθαν οι Bloody Beetroots, Gold, Shakaponk, Bijou, Dick Rivers. Το προτσές του: «Σήμερα, καταστρέφουμε για να ανακατασκευάσουμε. Εγώ προτιμούσα πάντα τη μεσαιωνική αρχή της αρχιτεκτονικής: τη συσσωμάτωση. Μ’ αρέσει τα πράγματα να αποκτούν μορφή ανάλογα με τη λειτουργία τους. Γι’ αυτό πάντα γούσταρα μηχανές και κινητήρες. Μου θυμίζουν τα κάστρα».
Πάνε καμιά δεκαριά χρόνια που ανέλαβε να εικονογραφήσει τις 11.000 βέργες του Απολινέρ, μετά τα Άνθη του Κακού του Μποντλέρ. Δεν πολυήξερε τα έργα. Βρήκε το πρώτο πολύ SM, με το σεξ να έχει περισσότερο αίμα παρά σπέρμα. Τα ποιήματα στο δεύτερο ξεκινάνε σαν ένα όνειρο, αλλά μιλάνε για τo θάνατο, τον έρωτα και τις γυναίκες όπως ακριβώς ο Απολινέρ. «Κι οι δυο τους αγαπούν πολύ τις γυναίκες, αρχίζουν λέγοντας καλά λόγια γι’ αυτές, αλλά καταλήγουν να τις περιγράφουν σαν τέρατα! Αν κι ο ίδιος τρέφω μια σχέση αγάπης-μίσους απέναντι στις γυναίκες, οι οποίες με τρομάζουν, η προσέγγισή μας διαφέρει».
Πριν από μερικά χρόνια υπέγραψε τα κοστούμια για το Αστερίξ και Οβελίξ: Επιχείρηση Κλεοπάτρα. Την κινηματογραφική μεταφορά του RanXerox επιμένει ώς και σήμερα να προσπαθεί ο Chris Cunningham. Κι ο Liberatore εξακολουθεί ν’ αγαπά τον Παζολίνι. Όπως και το Παρίσι. Το πρόγραμμά του περιλαμβάνει: το χωριό του, τη Ρώμη, τη Βενετία, το Παρίσι, τη Νέα Υόρκη. Αλλά θέλει να πεθάνει ή στην Ιρλανδία ή στη Σκοτία.
Διαβάστε ακόμα: Ο φευγάτος φίλος μας Corto Maltese.