O «βασιλιάς» του τρόμου, Στίβεν Κινγκ (cbr.com).

Το βλέμμα της έπεσε στη σφηκοφωλιά.

Κατείχε τιμητική θέση στο δωμάτιο του Ντάνι, τοποθετημένη μέσα σε μια μεγάλη πλαστική πιατέλα στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι του. Δεν της άρεσε, ακόμα και άδεια. Αναρωτήθηκε αόριστα μήπως είχε μι-κρόβια, σκέφτηκε να ρωτήσει τον Τζακ, κι έπειτα κατέληξε ότι ο Τζακ θα γελούσε μαζί της. Θα ρωτούσε όμως τον γιατρό αύριο, αν κατάφερνε να τον ξεμοναχιάσει. Δεν της άρεσε η ιδέα ότι αυτό το πράγμα, κατασκευα-σμένο από τα φτύσματα όλων εκείνων των παράξενων πλασμάτων, θα βρισκόταν λιγότερο από μισό μέτρο μακριά απ’ το κεφάλι του γιου της όταν κοιμόταν.

Το νερό στο μπάνιο εξακολουθούσε να τρέχει, και η Γουέντι σηκώ-θηκε και πήγε στη μεγάλη κρεβατοκάμαρα για να βεβαιωθεί ότι όλα ή-ταν εντάξει. Ο Τζακ δεν σήκωσε κεφάλι· ήταν χαμένος στον κόσμο που δημιουργούσε, με το βλέμμα στυλωμένο στη γραφομηχανή, ένα τσιγάρο με φίλτρο ανάμεσα στα δόντια του.

Η Γουέντι χτύπησε μαλακά την κλειστή πόρτα του μπάνιου. «Εντάξει είσαι, ντοκ; Ή μήπως σε πήρε ο ύπνος;»

Καμία απάντηση.

«Ντάνι;»

Καμία απάντηση. Η Γουέντι δοκίμασε την πόρτα. Ήταν κλειδωμένη.

Από εκείνο το βράδυ πριν από δύο χρόνια ο Τζακ δεν είχε ξανασηκώσει χέρι στον Ντάνι, αυτή τη στιγμή όμως ακουγόταν τόσο θυμωμένος που μπορεί να το ξανάκανε.

«Ντάνι;» Τώρα είχε αρχίσει ν’ ανησυχεί. Η απουσία άλλων ήχων ε-κτός από αυτόν του τρεχούμενου νερού δεν της άρεσε. «Ντάνι; Άνοιξε την πόρτα, αγάπη μου.»

Καμία απάντηση.

«Ντάνι!»

«Για όνομα του Θεού, Γουέντι, δεν μπορώ να σκεφτώ αν κοπανάς έτσι την πόρτα.»

«Ο Ντάνι κλειδώθηκε στο μπάνιο και δεν μου απαντάει!»

Ο Τζακ σηκώθηκε απ’ το γραφείο και πήγε δίπλα της, περισσότερο εκνευρισμένος παρά ανήσυχος. Χτύπησε την πόρτα μία φορά, δυνατά. «Άνοιξε, Ντάνι. Δεν έχω όρεξη για παιχνίδια.»

Καμία απάντηση.

Ο Τζακ χτύπησε δυνατότερα. «Άσε τα κόλπα, ντοκ. Είναι ώρα για ύπνο. Και ώρα να σου τις βρέξω αν δεν ανοίξεις.»

Χάνει την ψυχραιμία του, σκέφτηκε η Γουέντι, και φοβήθηκε ακόμη περισσότερο. Από εκείνο το βράδυ πριν από δύο χρόνια ο Τζακ δεν είχε ξανασηκώσει χέρι στον Ντάνι, αυτή τη στιγμή όμως ακουγόταν τόσο θυμωμένος που μπορεί να το ξανάκανε.

«Ντάνι, αγάπη μου…» άρχισε η Γουέντι.

Καμία απάντηση. Μόνο τρεχούμενο νερό.

«Ντάνι, αν με αναγκάσεις να σπάσω την πόρτα, σου εγγυώμαι ότι απόψε θα κοιμηθείς μπρούμυτα», προειδοποίησε ο Τζακ.

Τίποτα.

«Σπάσ’ την», είπε η Γουέντι, και ξαφνικά δυσκολευόταν να μιλήσει. «Γρήγορα.»

Ο Τζακ σήκωσε το ένα πόδι και το κοπάνησε με δύναμη πάνω στην πόρτα, στα δεξιά του πόμολου. Η κλειδαριά ήταν εντελώς ψεύτικη· υπο-χώρησε αμέσως και η πόρτα άνοιξε μ’ ένα τράνταγμα, βροντώντας πάνω στα πλακάκια του τοίχου και ξανακλείνοντας έπειτα ως τα μισά.

Το μυθιστόρημα του Stephen King «Η Λάμψη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.

«Ντάνι!» ούρλιαξε η Γουέντι.

Το νερό έτρεχε με ορμή στον νιπτήρα. Δίπλα του, ένα σωληνάριο ο-δοντόπαστας Crest με το καπάκι βγαλμένο. Ο Ντάνι καθόταν απέναντι, στο χείλος της μπανιέρας, κρατώντας άνευρα την οδοντόβουρτσα στο αριστερό του χέρι, και με το στόμα του τριγυρισμένο από ένα λεπτό στρώμα αφρού οδοντόκρεμας. Κοίταζε σαν υπνωτισμένος τον καθρέφτη που κάλυπτε το πορτάκι του ντουλαπιού πάνω από τον νιπτήρα. Στο πρόσωπό του είχε μια έκφραση αποχαυνωμένου τρόμου, και η πρώτη σκέψη της Γουέντι ήταν ότι είχε πάθει επιληπτική κρίση κι ότι ίσως είχε καταπιεί τη γλώσσα του.

«Ντάνι!»

Ο Ντάνι δεν απάντησε. Λαρυγγικοί ήχοι έβγαιναν απ’ το στόμα του.

Ο Τζακ την παραμέρισε σπρώχνοντάς την τόσο δυνατά που την πέ-ταξε με φόρα πάνω στη ράγα της πετσέτας, και γονάτισε μπροστά στο παιδί.

«Ντάνι», του είπε. «Ντάνι, Ντάνι!» Χτύπησε τα δάχτυλά του μπροστά στα μάτια του γιου του, που εξακολουθούσαν να κοιτάζουν χωρίς να βλέπουν.

«Βββ-βέβαια», είπε ο Ντάνι. «Αγώνας τουρνουά. Εγκεφαλικό. Ερ-ρρρ…»

«Ντάνι…»

Ο Τζακ τον τράνταξε ξανά, και τα μάτια του Ντάνι ξαφνικά καθάρισαν.

«Ρόουκ!» είπε ο Ντάνι, με τη φωνή του ξαφνικά βαθιά, σχεδόν αντρι-κή. «Ρόουκ. Εγκεφαλικό . Το σφυρί του ρόουκ… έχει δύο πλευρές. Γκααααα…»

«Ω, Θεέ μου, Τζακ, τι έχει πάθει;»

Ο Τζακ άρπαξε τον Ντάνι από τους ώμους και τον ταρακούνησε δυ-νατά. Το κεφάλι του παιδιού έπεσε άνευρα προς τα πίσω κι έπειτα τινά-χτηκε μπροστά σαν μπαλόνι σε καλάμι.

«Ρόουκ. Εγκεφαλικό. Redrum.»

Ο Τζακ τον τράνταξε ξανά, και τα μάτια του Ντάνι ξαφνικά καθάρισαν. Η οδοντόβουρτσά του έπεσε απ’ το χέρι του και προσγειώθηκε στα πλακάκια του δαπέδου μ’ ένα μικρό κλικ.

«Τι;» ρώτησε, κοιτάζοντας γύρω του. Είδε τον πατέρα του γονατι-σμένο μπροστά του, τη Γουέντι όρθια δίπλα στον τοίχο. «Τι;» ξαναρώτησε ο Ντάνι με αυξανόμενη ανησυχία. «Τ-τ-τ-τι εγ-εγ-εγ-γ-γ‒»

«Μην τραυλίζεις!» ούρλιαξε ξαφνικά ο Τζακ, κολλώντας σχεδόν το πρόσωπό του σ’ αυτό του Ντάνι. Το παιδί έβγαλε μια τρομαγμένη φωνή, προσπάθησε να τραβηχτεί μακριά απ’ τον πατέρα του, κι έπειτα το γε-μάτο ένταση σώμα του χαλάρωσε ξανά και κατέρρευσε ξεσπώντας σε γο-ερά κλάματα. Σοκαρισμένος, ο Τζακ τον τράβηξε στην αγκαλιά του. «Ω, αγάπη μου, με συγχωρείς. Συγγνώμη, ντοκ. Σε παρακαλώ. Μην κλαις. Με συγχωρείς. Μη φοβάσαι…»

Το νερό έτρεχε ασταμάτητα στον νιπτήρα και η Γουέντι ένιωθε ότι είχε βρεθεί ξαφνικά σ’ έναν φριχτό εφιάλτη όπου ο χρόνος γύριζε προς πίσω, πίσω ξανά σ’ εκείνη τη μέρα που ο μεθυσμένος άντρας της είχε σπάσει το χέρι του γιου της κι έπειτα του είχε ζητήσει συγγνώμη αναμα-σώντας τα ίδια σχεδόν λόγια.

(Ω, αγάπη μου. Συγγνώμη. Συγγνώμη, ντοκ. Σε παρακαλώ. Συγχώρεσέ με.)

Η Γουέντι έτρεξε κοντά τους, κατάφερε να τραβήξει τον Ντάνι από την αγκαλιά του Τζακ (δεν της διέφυγε το οργισμένα επικριτικό βλέμμα του άντρα της, περιορίστηκε όμως απλώς να το καταχωρίσει στο μυαλό της για μελλοντική αναψηλάφηση) και τον σήκωσε στη δική της. Τον πήγε στη μικρή κρεβατοκάμαρα, νιώθοντας τα μπράτσα του σφιχτά δεμένα στον αυχένα της, με τον Τζακ να τους ακολουθεί καταπόδας.

Χωρίς να τον αφήσει από την αγκαλιά της, κάθισε στο κρεβάτι του κι άρχισε να τον κουνάει μπρος πίσω, μουρμουρίζοντάς του ξανά και ξανά τα ίδια, χωρίς νόημα καθησυχαστικά λόγια. Κοίταξε τον Τζακ, και τώ-ρα στα μάτια του είδε μονάχα ανησυχία. Εκείνος της ανταπέδωσε το βλέμμα σηκώνοντας απορημένος τα φρύδια του. Η Γουέντι κούνησε ελα-φρά το κεφάλι της με αποδοκιμασία.

«Ντάνι», του είπε. «Ντάνι, Ντάνι, Ντάνι. Έλα, μη φοβάσαι τώρα, ντοκ. Όλα καλά.»

Επιτέλους ο Ντάνι ηρέμησε. Το κλάμα σταμάτησε, αφήνοντας πίσω του μονάχα μια ελαφριά τρεμούλα. Παρ’ όλο τον φόβο του, στον Τζακ διάλεξε να μιλήσει πρώτα, ο οποίος καθόταν τώρα δίπλα τους στο κρε-βάτι. Η Γουέντι ένιωσε εκείνο το γνώριμο, ανεπαίσθητο τσίμπημα

(Αυτόν βάζει πρώτο και πάντα αυτόν έβαζε)

της ζήλιας. Ο Τζακ του είχε φωνάξει, εκείνη τον είχε παρηγορήσει, και παρ’ όλα αυτά, ήταν στον πατέρα του που ο Ντάνι είπε:

«Συγγνώμη αν ήμουνα κακό παιδί.»

«Δεν υπάρχει λόγος να ζητάς συγγνώμη, ντοκ.» Ο Τζακ του ανακά-τεψε τα μαλλιά. «Τι στο διάβολο έγινε εκεί μέσα;»

Η Γουέντι όμως ένιωσε μια παγωνιά να τυλίγει την καρδιά της· ξαφνικά ο Τζακ φαινόταν τρομαγμένος, σαν να είχε δει κάτι που μπορεί και να ήταν φάντασμα.

Ο Ντάνι κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε, αργά, παραζαλισμένα. «Δεν… δεν ξέρω. Γιατί μου είπες να σταματήσω να τραυλίζω, μπαμπά; Αφού δεν τραυλίζω.»

«Και βέβαια δεν τραυλίζεις», είπε εμφατικά ο Τζακ. Η Γουέντι όμως ένιωσε μια παγωνιά να τυλίγει την καρδιά της· ξαφνικά ο Τζακ φαινόταν τρομαγμένος, σαν να είχε δει κάτι που μπορεί και να ήταν φάντασμα.

«Κάτι με το χρονόμετρο…» μουρμούρισε ο Ντάνι.

«Τι;» Ο Τζακ όρμησε προς το μέρος τους, και η Γουέντι ένιωσε τον Ντάνι στην αγκαλιά της να τινάζεται απότομα.

«Τον τρομάζεις, Τζακ!» είπε και η φωνή της ήχησε στριγκιά, επιτιμη-τική. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι όλοι είχαν τρομάξει. Από τι όμως;

«Δεν ξέρω, δεν ξέρω», έλεγε ο Ντάνι στον πατέρα του. «Τι… τι είπα, μπαμπά;»

«Τίποτα», μουρμούρισε ο Τζακ. Έβγαλε το μαντίλι του από την πίσω τσέπη του παντελονιού του και σκούπισε το στόμα του. Για μια στιγμή, η Γουέντι είχε ξανά εκείνη την αρρωστημένη αίσθηση, του χρόνου που γυ-ρίζει προς τα πίσω. Ήταν μια κίνηση που θυμόταν καλά από τις αλκοολι-κές μέρες του Τζακ.

«Γιατί κλείδωσες την πόρτα, Ντάνι;» ρώτησε μαλακά τον γιο της. «Γιατί το έκανες αυτό;»

«Ο Τόνι», απάντησε ο Ντάνι. «Ο Τόνι μου είπε να το κάνω.»

Η Γουέντι και ο Τζακ αντάλλαξαν ένα βλέμμα πάνω απ’ το κεφάλι του γιου τους.

«Σου είπε γιατί;» ρώτησε χαμηλόφωνα ο Τζακ.

«Έπλενα τα δόντια μου και σκεφτόμουνα το διάβασμά μου», είπε ο Ντάνι. «Σκεφτόμουνα με όλη μου τη δύναμη. Και… και είδα τον Τόνι στο βάθος βάθος του καθρέφτη, πολύ μακριά. Είπε ότι έπρεπε να μου δείξει ξανά.»

«Εννοείς ότι ήταν πίσω σου;» τον ρώτησε η Γουέντι.

«Όχι, ήταν μέσα στον καθρέφτη», είπε με έμφαση ο Ντάνι, απολύτως κατηγορηματικά. «Στο πολύ βάθος βάθος. Και μετά πέρασα μέσα απ’ τον καθρέφτη. Δεν θυμάμαι τι έγινε μετά –μόνο τον μπαμπά να με ταρακου-νάει και να σκέφτομαι ότι πάλι κάτι κακό.»

 

Διαβάστε ακόμα: 40 χρόνια «Λάμψη» – όταν ο Κιούμπρικ όρισε την έννοια του τρόμου.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top