Άκουγα την αναπνοή μου. Θα σταματούσε σε λίγο, οπότε θα γινόμουν μια παγωμένη μάζα, που κάποιοι αναβάτες θα ανακάλυπταν. (Φωτογραφία: Josh Quint)

Τρεις βδομάδες χιονίζει κι εγώ βρίσκομαι αποκλεισμένος σ’ αυτό το δαιμονισμένο βουνό. Ολομόναχος, περικυκλωμένος από λύκους και τσακάλια. Χτες βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, μου κόπηκαν τα ήπατα. Κάποιος άρχισε να χτυπά με δύναμη την βαριά, ξύλινη πόρτα. Όταν νικώντας τους φόβους μου άνοιξα, ένα ψυχρό κύμα αέρα εισέβαλε στην καλύβα. Το χιόνι που έπεφτε έξω πυκνό όρμησε μέσα φουριόζικο, σκεπάζοντας τα τομάρια των ζώων που ήταν στρωμένα στο πάτωμα. Ο ετοιμοθάνατος κυνηγός σωριάστηκε στα πόδια μου. Κάτι προσπάθησε να μου πει, όμως δεν τα κατάφερε. Τα χείλη του ήταν κολλημένα μεταξύ τους από την παγωνιά. Με κοίταξε για λίγο κατατρομαγμένος. Μετά έμεινε κόκκαλο. Έσκυψα κι αφουγκράστηκα την καρδιά του. Δεν χτυπούσε.

Μη ξέροντας τι να κάνω τον έπιασα απ’ τον γιακά του γούνινου παλτού του και τον έσυρα δίπλα στην μάντρα. Πήρα το φτυάρι και τον έθαψα πρόχειρα, αν και ούτως ή άλλως, μέσα σε μερικά λεπτά θα τον σκέπαζε η χιονοθύελλα. Όταν θα έφτιαχνε ο καιρός, όταν οι πάγοι που είχαν σκεπάσει το βουνό έλιωναν, θα κατέβαινα στο χωριό και θα πήγαινα στην αστυνομία για να τους εξηγήσω τι είχε συμβεί, μιας και τώρα αυτό ήταν αδύνατον. Ούτε λόγος για τηλέφωνο σε αυτά τα υψόμετρα.

Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τις σκέψεις μου, έξω ήμουν ακόμα, ολόλευκος σαν χιονάνθρωπος από την χιονοθύελλα, όταν έσκασε μύτη η αρκούδα. Το μέγεθός της μου έκοψε την ανάσα. Έτρεξα προς την καλύβα λαχανιασμένος και σε κατάσταση πανικού, έπιασα την καραμπίνα και ταμπουρώθηκα. Το κτήνος είχε φτάσει. Μόνο η πόρτα μας χώριζε. Το άκουσα και το μύρισα. Όρθιο στα πίσω πόδια του, άρχισε να σπρώχνει την καλύβα η οποία έτριξε λες και θα γινόταν κομμάτια. Το ζώο έβγαλε μια κραυγή που ακούστηκε μέχρι την απέναντι πλαγιά. Κόντεψα να πεθάνω από την αγωνία όταν αντίκρισα τα γαμψά σαν σουγιάδες νύχια να χώνονται ανάμεσα στα σανίδια. Ήταν υπόθεση δευτερολέπτων μέχρι να ορμήσει μέσα.

Το θηρίο, που είχε σκύψει ήδη πάνω από πάνω μου, ξαφνιάστηκε όσο κι εγώ.

Η φωτιά στο τζάκι ξεψυχούσε και το φιτίλι της λάμπας ρουφούσε τις τελευταίες σταγόνες κηροζίνης όταν ακούστηκε ο γδούπος. Η πόρτα υποχώρησε και η τερατώδης αρκούδα αφού στάθηκε όρθια στα δυο της πόδια μπροστά μου, άνοιξε το φοβερό στόμα της διάπλατα αφήνοντας να φανούν τα δολοφονικά της δόντια. Παρά την τρομάρα μου, κατάφερα να σηκώσω την καραμπίνα και να την σημαδέψω ανάμεσα στα μάτια. Μετά πάτησα τη σκανδάλη. Όμως, αλίμονο! Η καραμπίνα ήταν άδεια.

Έκλεισα τα μάτια και περίμενα το τέλος μου.

Ένας απερίγραπτος θόρυβος ήταν το τελευταίο πράγμα που άκουσα. Η γη σείστηκε τόσο δυνατά που λες και είχε φτάσει η συντέλεια. Το θηρίο, που είχε σκύψει ήδη από πάνω μου, ξαφνιάστηκε όσο κι εγώ.

Η συλλογή διηγημάτων του Πέτρου Μπιρμπίλη «Έχω Μόνο Εσένα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι.

Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι πως βρισκόμουν καταπλακωμένος κάτω από το χιόνι. Η χιονοστιβάδα που κύλησε από το βουνό παρασέρνοντας ότι έβρισκε στο διάβα της, είχε θάψει και την αρκούδα και εμένα. Σαν από θαύμα όμως το πρόσωπό μου προεξείχε. Ανέπνεα. Τουλάχιστο για λίγο, αφού σε δευτερόλεπτα ένα δεύτερο ποτάμι χιονιού που είχε κυλήσει από τη βουνοπλαγιά με έθαψε μέχρι πάνω.

Άκουγα την αναπνοή μου. Θα σταματούσε σε λίγο, οπότε θα γινόμουν μια παγωμένη μάζα, που κάποιοι αναβάτες θα ανακάλυπταν δίπλα σε μια αρκούδα. Αν και σπάνια κάποιος αποφασίζει να ανέβει σε αυτήν την φονική πλαγιά. Το πιο πιθανό ήταν να μας παρέσυρε κανένας χείμαρρος, την άνοιξη που τα χιόνια λιώνουν, και να μας ξέβραζε σε κάποια μακρινή θάλασσα.

Καθώς πέθαινα μια φανταστική εικόνα σχηματίστηκε κάτω από τα βλέφαρά μου. Ήταν μια μέρα καλοκαιριού. Μεσημέρι στην παραλία. Ο ήλιος έκαιγε. Η άμμος έβραζε. Ούτε υποψία σκιάς.

Άνοιξα τα μάτια έτοιμος να ανακαλύψω που είχα έρθει. Να μάθω αυτό που όλοι θέλουν. Που πηγαίνουν οι ψυχές όταν αφήνουμε τα εγκόσμια.

– Ε, ξύπνα επιτέλους, ακούστηκε ένας από την παρέα. Πάνε δύο ώρες που κοιμάσαι στην παραλία.

Σηκώθηκα. Με χίλια χρώματα είχε στολίσει τα σύννεφα το ηλιοβασίλεμα. Τα άστρα στον ουρανό αχνολαμπύριζαν. Είχε βάλει λίγη δροσιά.

Μάζεψα την πετσέτα, το βιβλίο μου, το αντηλιακό, και πλησίασα τους άλλους. Όλοι μαζί πήραμε το μονοπάτι προς τη Χώρα.

//Το διήγημα συμπεριλαμβάνεται στην συλλογή διηγημάτων του Πέτρου Μπιρμπίλη «Έχω Μόνο Εσένα» από τις εκδόσεις Μελάνι.

 

Διαβάστε ακόμα: Πέτρος Μπιρμπίλης – «Η κουρελού που με έβγαζε απ’ τα ρούχα μου»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top