Ποδόσφαιρο το φθινόπωρο σημαίνει, εδώ και χρόνια, γλυκιά προσμονή για τα βραδάκια που η παρέα μαζεύεται για να δει Τσάμπιονς Λιγκ, ή πηγαίνει στο γήπεδο για να απολαύσει το υψηλού επιπέδου θέαμα. Δεν ήταν, όμως, πάντα έτσι τα πράγματα στην Ελλάδα. Το να αγωνίζεσαι στην Ευρώπη ήταν κάτι που αφορούσε μόνο στην Εθνική ομάδα και παρότι το Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης είχε ήδη αρχίσει από το 1955, οι Έλληνες φίλαθλοι μάθαιναν για αυτό μόνο μέσα από τις στήλες των δύο αθλητικών εφημερίδων της εποχής και του περιοδικού ΣΠΟΡ που ήταν πρωτοποριακό, με το χρώμα σε κάποιες φωτογραφίες να μετατρέπει την έκδοση σε πολυτελή!
Το απόγευμα της 13ης Σεπτεμβρίου του 1959 θα μείνει ξεχωριστό, γιατί ήταν ένα από αυτά που πιθανότατα είχε στο μυαλό του ο Λουκιανός Κηλαηδόνης όταν έγραφε το διαχρονικό τραγούδι «Αρχίζει το ματς». Φυσικά δεν υπήρχε ούτε σκέψη ακόμη για τηλεόραση, όπου αργότερα μας ένωνε και μας δονούσε «του Διακογιάννη η φωνή», ωστόσο 30.000 κόσμος είχε ξεχυθεί στους δρόμους και πήγαινε με κάθε τρόπο στο Στάδιο Καραϊσκάκη.
Ήταν η επίσημη πρεμιέρα ελληνικής ομάδας στα ευρωπαϊκά κύπελλα, στο πιο σημαντικό, των Πρωταθλητριών ομάδων, το οποίο επί μία τετραετία δυνάστευε η Ρεάλ Μαδρίτης.
Μπορεί οι συζητήσεις για την έναρξη της Α’ Εθνικής να ήταν ακόμη στο τραπέζι, όμως ο επί εξαετία πρωταθλητής Ολυμπιακός δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με τα τεκταινόμενα. Εκείνο το απόγευμα απολάμβανε την είσοδό του στα ευρωπαϊκά «σαλόνια», αντιμετωπίζοντας την πανίσχυρη Μίλαν, μια ομάδα που είχε φτάσει στον τελικό του ευρωπαϊκού Κυπέλλου ένα χρόνο νωρίτερα, το 1958, και είχε κατακτήσει τρεις φορές το «Σκουντέτο» την τελευταία πενταετία. Την προηγούμενη σεζόν, μάλιστα, είχε υποχρεώσει σε ταπεινωτικές ήττες ομάδες όπως η Ουντινέζε (7-0), η Νάπολι (6-1), η Λάτσιο (5-0) και η Τορίνο (5-1).
Στο δυναμικό της είχε αστέρια παγκοσμίου επιπέδου. Ο αρχηγός Τσέζαρε Μαλντίνι –ο πατέρας του μετέπειτα σταρ Πάολο–, ο Κάρλο Γκάλι, ο τερματοφύλακας Λορέντσο Μπουφόν –θείος του Τζιανλουίτζι–, ο δυναμικός εξτρέμ Ντανόβα ήταν οι ντόπιοι ήρωες, αλλά τη διαφορά την έκανανοι ξένοι, λέξη άγνωστη ακόμη στις ελληνικές ομάδες. Η Μίλαν διέθετε τον Σουηδό Νιλς Λίντχολμ, τον μοναδικό εναπομείναντα του θρυλικού «Γκρε-Νο-Λι» (Γκρεν – Νόρνταλ – Λίντχολμ) από την τριπλέτα όλης της δεκαετίας του ’50, τον Ουρουγουανό Χουάν Αλμπέρτο Σκιαφίνο, ο οποίος υπήρξε ο σκόρερ στον «τελικό των δακρύων» το 1950 στο Μαρακανά, το μεσημέρι που η «Σελέστε» άφησε στον… τόπο τη Βραζιλία καιέφτασε στην κορυφή του κόσμου, τον Βραζιλιάνο γκολτζή Ζοζέ Αλταφίνι (παγκόσμιο πρωταθλητή του 1958) και τον Αργεντινό Ερνέστο Γκρίλο. Παίκτες που συνέθεταν μια αξεπέραστη τετράδα, η οποία προσέδιδε τεράστια δυναμική στην ιταλική ομάδα, η οποία μόλις λίγες μέρες νωρίτερα είχε συντρίψει με 4-0 τη γαλλική Νις.
Διαβάστε ακόμα: Διονύσης Χαριτόπουλος: «Τη νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι».
Στο ελληνικό στρατόπεδο, η πίστη για μια καλή εμφάνιση ήταν διάχυτη. Οι παίκτες του Ολυμπιακού «απομονώθηκαν» για τρεις ημέρες στο ξενοδοχείο «Αριάδνη» στην Εκάλη. Παρότι δεν ήταν εύκολο να φτάσεις τότε μέχρι εκεί, πλήθος κόσμου είχε πάει στο ξενοδοχείο για να δει τα ινδάλματά του από κοντά. Ακόμη και παίκτες του Παναθηναϊκού (Λινοξυλάκης, Νεμπίδης, Αγγελόπουλος) εμφανίστηκαν στο ξενοδοχείο, για να εμψυχώσουν τους αντιπάλους τους στο ελληνικό πρωτάθλημα, αλλά φίλους τους έξω από τα γήπεδα, παίκτες του Ολυμπιακού. O tempora o mores που έλεγαν και οι Λατίνοι.
Την ημέρα του αγώνα, οι πόρτες του Σταδίου άνοιξαν στις 12 το μεσημέρι, πέντε ώρες πριν από τη σέντρα. Ο κόσμος μπήκε μέσα από νωρίς. Στην κερκίδα βρίσκονταν όχι μόνο φίλοι του Ολυμπιακού, αλλά όλων των ομάδων και φυσικά, επειδή δεν υπήρχε τηλεόραση, ο αγώνας αποτελούσε μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για κάποιον να θαυμάσει σημαντικά ονόματα του τότε ποδοσφαιρικού στερεώματος. Ακόμα και ο μεγάλος αστέρας της ΑΕΚ Κώστας Νεστορίδης έδωσε το «παρών», χωρίς –φυσικά– να αντιμετωπίσει το παραμικρό πρόβλημα.
Οι μαυραγορίτες, επίσης, είχαν κάνει και αυτοί την εμφάνισή τους όλες τις προηγούμενες μέρες, αλλά το γεγονός πως υπήρχε ραδιοφωνική μετάδοση του αγώνα τούς ανάγκασε να ξεπουλήσουν τα εισιτήρια που είχαν σε τιμές κάτω του κόστους!
Η Μίλαν ήταν η δεύτερη (εκείνη την εποχή) ομάδα σε κόστος συμβολαίων ποδοσφαιριστών μετά τη Ρεάλ Μαδρίτης και φυσιολογικό ήταν οι Ιταλοί να αντιμετωπίσουν με σχετική υπεροψία την επίσκεψή τους στην «πρωτόγονη» ποδοσφαιρικά Ελλάδα, του πλήρους ερασιτεχνισμού και του χωμάτινου γηπέδου. Κατέφθασαν λοιπόν την ημέρα του αγώνα, έμειναν στη «Μεγάλη Βρετάνια» και, λόγω του γεγονότος ότι πλήθος κόσμου κατευθυνόταν στο Νέο Φάληρο από κάθε γωνιά της Αθήνας είτε με τα ελάχιστα αυτοκίνητα της εποχής είτε με λεωφορεία είτε κυρίως με τα πόδια, η αποστολή των Μιλανέζων καθυστέρησε να φτάσει. Η είσοδός τους, μάλιστα, για προθέρμανση τους «πάγωσε» ακόμη περισσότερο, καθώς αντίκρισαν μια υδροφόρα να βρίσκεται εντός του αγωνιστικού χώρου και να βρέχει το χώμα, ενώ οι παίκτες του Ολυμπιακού έκαναν σουτ στον τσιμεντένιο τοίχο που είχε στη μία άκρη το Στάδιο. Οι Ιταλοί αναγκάστηκαν να αλλάξουν τελευταία στιγμή τα παπούτσια τους και είναι γεγονός ότι αυτό τους στοίχισε αρκετά στην προσαρμογή τους στον αγωνιστικό χώρο, ειδικά στο πρώτο ημίχρονο του αγώνα.
Διαβάστε ακόμα: Το Μεγάλο Πόδι το ινδιάνικο, ο Τελευταίος των Μοϊκανών.
Την αδράνεια αυτή εκμεταλλεύτηκαν οι παίκτες του Ολυμπιακού και μόλις στο 19ο λεπτό ο Υφαντής εκτέλεσε κόρνερ και ο Κώστας Παπάζογλου άνοιξε το σκορ. Σε μια ακίνδυνη φάση, όμως, ο Λίντχολμ τροφοδότησε τον Ντανόβα, ο οποίος σέντραρε για να βρει την μπάλα ο Αλταφίνι. Ήταν το 1-1 και η ελληνική ομάδα συνειδητοποίησε πόσο σημαντικό είναι να μην αφήνεις δευτερόλεπτο από τα μάτια σου αυτούς τους αστέρες. Στο τελευταίο λεπτό του ημιχρόνου, ο ηγέτης του Ολυμπιακού, ο απαράμιλλος Θανάσης Μπέμπης, πάσαρε στον Ηλία Υφαντή. Εκείνος κράτησε μακριά από την μπάλα τον Τσέζαρε Μαλντίνι και με ωραίο σουτ σημείωσε το 2-1! Η ομάδα που δυσκόλεψε τόσο πολύ τη Ρεάλ στον τελικό του 1958, στέλνοντας το ματς τότε στις Βρυξέλλες σε παράταση, βρισκόταν στο καναβάτσο.
Θα εξακολουθούσε να βρίσκεται στην ίδια θέση για άλλα 35 λεπτά στο δεύτερο ημίχρονο, ώσπου στο 80’ ο Λίντχολμ εκτέλεσε ένα φάουλ λίγο κάτω από τη σέντρα και ο Ζοζέ Αλταφίνι με έναν ακόμη ωραίο τρόπο, με ψηλοκρεμαστή κεφαλιά, ισοφάρισε. Στο πρώτο γκολ δεν είχαν πανηγυρίσει οι Μιλανέζοι, αλλά στο δεύτερο έκαναν σαν μικρά παιδιά, κάτι που αποδείκνυε το πόσο πολύ είχαν πια φοβηθεί ότι θα αποχωρούσαν ηττημένοι. Όταν ο Αυστριακός Σάιπελ σφύριξε τη λήξη του αγώνα, ο κόσμος χειροκρότησε για πολλή ώρα σαν να ήταν σε θεατρική παράσταση. Ήταν ένα ματς που δημιούργησε και ένα ρεκόρ εισπράξεων, ακατάρριπτο για χρόνια, αφού έσπασε το φράγμα του ενός εκατομμυρίου δραχμών (1.268.000), δείγμα του πόσο ήθελαν οι πάντες να δουν το ματς από κοντά.
Οι συγχαρητήριες δηλώσεις μετά τον αγώνα δεν είχαν προηγούμενο. Στο πλαίσιο μάλιστα του ήθους της εποχής, από τους πρώτους που τα διατύπωσαν ήταν ο αείμνηστος πρόεδρος της ΑΕΚ Νίκος Γκούμας και ο τέως πρόεδρος της ΕΠΣΑ Ανδρέας Βγενόπουλος (παππούς του σημερινού μετόχου του Παναθηναϊκού), ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι οι Ιταλοί έλεγαν πως οι Μπέμπης και Σιδέρης (ο οποίος πραγματοποιούσε το ντεμπούτο του) είναι παίκτες του επιπέδου της Μίλαν.
Ο επαναληπτικός του Σαν Σίρο θα γινόταν δέκα ημέρες αργότερα και με αρκετή αισιοδοξία κάποιοι πίστευαν στο θαύμα. Προηγουμένως, βέβαια, θα μεσολαβούσε μια επίσκεψη των Πειραιωτών στη Θεσσαλονίκη, για να εγκαινιάσουν το γήπεδο της Τούμπας σε φιλικό με τον ΠΑΟΚ και η επίσκεψη των Μιλανέζων στην Αλεσάντρια, όπου θα αντιμετώπιζαν την ομώνυμη ομάδα στην πρεμιέρα του Καμπιονάτο. Η ήττα των πρωταθλητών Ιταλίας με 3-1 γέμισε ελπίδες το ερυθρόλευκο στρατόπεδο.
Στην Τούμπα, ο Ολυμπιακός συνάντησε εξαιρετικά φιλική ατμόσφαιρα και, όπως μας πληροφορεί ο Τύπος της εποχής, η υποδοχή ήταν ιδιαιτέρως θερμή και με πολλές ευχές για επιτυχές αποτέλεσμα στο Μιλάνο. Τη συνέκριναν μάλιστα σε παλμό με τις εκδηλώσεις για τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης! Σχεδόν 52 χρόνια μετά, ας αναλογιστούμε και ας συγκρίνουμε με το παρόν. […]
//Από το βιβλίο «Της Κυριακής τα είδωλα» (εκδόσεις Τόπος, 2011). Στις σελίδες του ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος «επιχειρεί μια βουτιά στον ωκεανό των αναμνήσεων για πρόσωπα και ομάδες που ξεχώρισαν στον τόπο μας, καθώς και για γεγονότα όπως τα έζησε από πολύ κοντά ως αυτόπτης μάρτυρας…». Το απόσπασμα που παραθέτει η στήλη στο βιβλίο έχει τον τίτλο «Αρχίζει το ματς…».
Σ.σ. 1: Η ενδεκάδα του Ολυμπιακού στο ιστορικό ματς της 13ης Σεπτεμβρίου 1959 εναντίον της Μίλαν: Σάββας Θεοδωρίδης, Ηλίας Ρωσσίδης, Θανάσης Κίνλεϊ (Σούλης), Μίμης Στεφανάκος, Κώστας Πολυχρονίου, Μπάμπης Κοτρίδης, Κώστας Παπάζογλου, Γιώργος Σιδέρης, Ηλίας Υφαντής, Θανάσης Μπέμπης, Στέλιος Ψύχος.
Σ.σ. 1: Στον επαναληπτικό του Μιλάνου, στο Σαν Σίρο, δέκα μέρες αργότερα, ο Ολυμπιακός ηττήθηκε με 3-1.
Διαβάστε ακόμα: Λευτέρης Λαζάρου: Ο δικός του Πειραιάς και η εποχή που τον δίδαξε ανθρωπιά.