1) Αυτός ο μπαμπάς.
Όταν ήμουνα μικρός (λίγο πιο μεγάλος απ᾽ όσο είμαι τώρα) είχα αποφασίσει κι είχα πατέρα δικηγόρο και μανιώδη κυνηγό. Αυτός ο μπαμπάς μάς κουβάλαγε κάθε Σαββατοκύριακο σε κυνηγότοπους κι ένα Σαββατοκύριακο μας πήγε στη Λάρισα και μέναμε στο σπίτι ενός εισαγγελέως. Μέσα στο σπίτι δεν μπορούσες να καθίσεις, αλλά ούτε κι έξω στην πόλη, γιατί η Λάρισα παραείναι άσχημη και ασφυκτική. Εμείς όμως ήμασταν εκεί και πηγαίναμε κύκλους μ᾽ ένα τζιπ.
Είχαν πέσει τότε σμήνη πολλά κάργες και σκοτείνιαζε κι ο ουρανός. Εκεί που ήμασταν μες στην ασφυξία μας, ήρθε διαταγή να σκοτώνει ο κόσμος τις κάργες και να πηγαίνουνε τα πόδια στη Νομαρχία και να παίρνουνε δύο δραχμές τα δύο πόδια.
Αρπάξανε οι γύρω μας Λαρισινοί ό,τι βρήκανε από ντουφέκια και πυροβολούσανε διαρκώς και ρίχνανε τις κάργες ο ένας στο κεφάλι τ᾽ αλλουνού και τραβούσανε ο ένας απ᾽ το λαιμό τής σκοτωμένης κι ο άλλος απ᾽ τα πόδια.
Εκεί που σου μιλούσε ωραία―ωραία ο Λαρισινός, σήκωνε το όπλο, έβαζε τρεις μπαταριές και το ξανακατέβαζε και σου συνέχιζε.
Μετά από χρόνια, το είπα το Σαββατοκύριακο αυτό σ᾽ έναν που έχει εργοστάσιο κατασκευής παιχνιδιών και τον ενέπνευσα τόσο, που εφηύρε και κυκλοφόρησε στο εμπόριο μια Μονόπολη με τον τίτλο Η ΜΑΥΡΗ ΛΑΡΙΣΑ, όπου αντί για ξενοδοχεία και σπίτια αγοράζεις κάργες και πόδια.
(Από το «Παραμύθια σαν αστεία άστρα», 1984)
(2) Δρόμοι γεμάτοι πιπεριές.
Θα περάσει κι η Μύκονος. Θα περάσει, πάει, πέρασε ο γυμνισμός, και θα ντυνόμαστε, όσο είμαστε ζωντανοί και κατακόρυφοι. Άμ᾽ αρχίσουνε οι ίλιγγοι και δεν μπορούμε να κάνουμε γωνία με το έδαφος, ας γδυθούμε τσίτσιδοι κι ας αφήσουμε τους άλλους από τη Μάνη να μας ντύσουν, να μας μοιρολογήσουν.
Η γωνία, που λέτε, με το χώμα επιβάλλει το ημίγυμνο. Όχι το σεξ μόνο, αλλά και το Αίσθημα, όχι το σεξ μόνο, αλλά και τον Έρωτα, όχι το σεξ μόνο αλλά και το Χεράκι―Χεράκι.
Έχω πάει κι εγώ στη Μύκονο, στο νησί του Αιγαίου που φυσάει πια απ᾽ όλες τις κατευθύνσεις κι έχει γίνει σαν ο Φάρος στη Μέση του Κόσμου, με φαροφύλακα, όχι τον Κέρκ Ντάγκλας και το λακάκι του, αλλά τον Ε.Ο.Τ. και Μαϊμού του το Σεξ. Πήγα στη φίλη μου τη Μαρία, γιατί μ᾽ άρεσε τότε λίγο σεξουαλικά η Νάνσι, και τελικά όλο καθόμασταν και τα λέγαμε με τον Ράντι, και τις γυναίκες βρίζαμε.
Χάρηκα τότε το βρωμόξυλο που ᾽φαγε ένας ντόπιος ταξιτζής με Μερσεντές (δυο ντιρέκτ κι ένα κροσέ, σέκος) από έναν Γάλλο ήρωα, γιατί μας είχε κολλήσει μπρούμυτα στους τοίχους για να περάσει ο σίφουνας με την ταξάρα του. Κι ο Γάλλος του ᾽ριξε τότε μια γερή στο καπό, κι ο κουτσαβάκης έλληνας κατέβηκε να καθαρίσει.
Το ημίγυμνο: έπλεε η Μύκονος στο δέρμα, και τα πιο καλά σημεία ακόμα του δέρματος φαινόντουσαν δυστυχώς με ραγάδες, άντρες γυμνασμένοι τους έβλεπα με κυτταρίτιδα απ᾽ όλη αυτή την δερματοπάθεια των συγκοινωνούντων γυμνών. Πράγματα σαν την καψούρα και τις δήθεν εξηγήσεις τραγουδιστριών.
Κι όπως πικραινόμουνα στη Μέση της Ξέρας, στη Μέση του Σβηστού Φάρου, στη Μέση του Σβηστού Κόσμου, φύσηξε λίγο πιο δροσερός ο άνεμος. Έπαψε η ανακατωσούρα των ισχυρών μποφόρ, κι είδα ένα μεταμφιεσμένο κορίτσι με τιγρέ μίνι να περιμένει το βρωμολ᾽ωφορείο.
Φύσηξε και στη Μέση Όλων τής σήκωσε το φουστανάκι, κι είδα τι γίνεται. Είδα το μουνάκι της και τον πισινό της μόνα τους εναντίον Όλων.
(Από το «Μέρη που χάσανε τη μαγεία τους», 1985)
(3) Όνειρα γλυκά.
Κάθε τύπος αυτοκινήτου είναι και μία γυναίκα. Το πράγμα θέλει μελέτη και παρατήρηση, αλλά όχι τόσο όσο φαντάζεστε. Μπορεί κανείς σαν και μένα να πάρει δυο―τρεις τύπους ενδεικτικά/εκδικητικά, και να πει δυο λόγια σαν τεχνοκράτης/σαν τεχνοκρίτης.
Λογικό είναι, κατ᾽ αρχήν, να συμβαίνει αυτό που λέω, γιατί και τ᾽ αυτοκίνητα όνειρα των αντρών πάνε να φανερώσουν, όνειρα γλυκά. Και παλιά που τα αυτοκίνητα ήτανε λιμουζίνες, που είχανε καμπύλες απλωτές, ήτανε και οι γυναίκες αισθηματικότερες, με απλωτές και καμπύλες ήρεμες συμβαδίζανε με τους άντρες, και πήγε ο αιώνας μας όπως πήγε, πολεμικός και ερωτικός, ευθεία και στενάχωρος.
Στενάχωρες που είναι όμως σήμερα οι καμπύλες! Οι καμπύλες των γυναικών και των αυτοκινήτων είναι απότομες, σαν γκρεμός είναι, και δεν είναι καμπύλες καθόλου πολλές φορές, γωνία γίνονται, σέρνονται πάνω στο χώμα. Η ρόδα, βέβαια, δεν αλλάζει, όσο θα υπάρχουν επίγεια αυτοκίνητα, θα υπάρχουν και ρόδες και βυζάκια, θα υπάρχουν ταχύτητες μεγάλες μέσα στο τάσι και στη ρόγα, θα υπάρχει η ευελιξία τού χαϊδολογήματος.
Κλασικός τύπος γυναίκας υπήρξε το Φολξβάγκεν. Ο Σκαραβαίος, που ακόμα είναι γεμάτος ο κόσμος, αποδείχτηκε πολύ καλή σύντροφος, με απλότητα και σιγουριά, όπως στα χωριά ήτανε κάποτε οι γυναίκες, λιτοδίαιτες, λιτές, δεμένες με το πάθος του κύρη τους, σημαία πάνω από το κεφάλι του, σημαία που την κουβαλούσε ο κύρης τους στην πλάτη όπως οι Σαμουράι, ο Σκαραβαίος. Κοιτάξτε τις καμπύλες ενός Φολξβάγκεν: είναι στρουμπουλό, δεν λέω, αλλά πολύ πιο φαντασμένο, πολύ πιο εκρηκτικό από τα σημερινά μοντέλα. Δεν παρκάρεται εύκολα από τους ανίδεους, γιατί φαίνεται μικρό, ενώ δεν είναι. Στην καρδιά του έχει δύο θέσεις άνετες, και χώρο πολύ για παιδιά, που μένουν ανάκατα πίσω, να βλέπουν απ᾽ το πίσω παράθυρο τα χιλιόμετρα του έρωτα των μπροστινών ή να κοιμούνται. Έχει τη μηχανή πίσω αυτή η γυναίκα, μπροστά χωράει τις βαλίτσες με τα λίγα μου πράγματα, με τις ιδέες, τα φανελάκια και τον αφρό.
Αν δείτε, ύστερα, το Νίβα τής Λάντα, θα συμφωνήσετε ότι είναι από τα επιτυχημένα σημερινά κόλπα. Είναι φτηνό σχετικά για το ύψος του, έχει πάτημα περισσότερο απ᾽ όσο πατάει η γάτα, αλλά δύο θέσεις μπροστά έχει κι αυτό, υπερτονισμένες. Από τα ψηλά του βλέπεις τον κόσμο λίγο πιο συννεφάτο, σκαρφαλώνεις για να μπεις μέσα του ή σε παίρνει ένας αέρας θιβετιανός και περνάς από το παράθυρο, και είσαι έτοιμος, ερωτευμένος. Είναι φτηνό αυτοκίνητο, το επαναλαμβάνω, εύκολο, με τα ανταλλακτικά του μυστηριώδη, με καταγωγή ροδοκόκκινη, ενδιαφέρον για λούπινγκ ροζ ανάμεσα στα γκρι της Δύσης και της Κρήτης.
Πέντε αυτοκίνητα θα πω. Το τρίτο και το τέταρτο τα αντιπαθώ, και τώρα θα τα κακολογήσω. Το Ρενώ 5 το παίρνει όλος ο κόσμος. Ήτανε μια περίοδος που γέμισε η Αθήνα από τις καμπύλες του, που έκανε εδώ κι εκεί εμφανίσεις, και που συνεχίζει να κάνει, ως μόδα. Το Ρενώ 5 σχετικά με το Φολξβάγκεν είναι ψεύτικο, τα τοιχώματά του, όπως σ᾽ όλα τα σημερινά αυτοκίνητα, είναι λεπτά αλλά αδύναμα, στρίβουνε στις στροφές απότομα και γελάνε σαδιστικά. Εγώ τα Ρενώ 5 δεν τα οδηγώ, κάθομαι δίπλα στην οδηγό και κρατιέμαι σαν γέρος από ᾽να χερούλι πάνω δεξιά και σκέφτομαι ότι τ᾽ αγαπάω κι αυτά δεν με αγαπάνε, ότι στρίβουνε μαζί μου στις στροφές απότομα από μόδα, από αδυναμία. Και στα Φορντ Φιέστα παρόμοια πράγματα συμβαίνουν. Γεμίζει ο κόσμος με τη χάρη τους, με το σουλούπι τους το επιφανειακά κομψό και μετά τελείως χοντροκομμένο, με τον επίσης ισχνό φλοιό τους, με τη μίμηση που κάνουνε του αυτοκρατορικού Σκαραβαίου. Δεν συζητάω, όπως βλέπετε, για πολλά άλλα εξίσου αποτυχημένα μοντέλα, κατακρίνω αυτά τα δύο γιατί, εντάξει, έχουνε κάποιο νεύρο, κάποια υπερβολή. Το Φιέστα το οδήγησα δυστυχώς λίγο, πήγα να σκοτωθώ και δεν σκοτώθηκα, κατέβηκα, με πετάξανε έξω σ᾽ ένα φανάρι, που το πέρασε μετά με κόκκινο, και, απ᾽ όσα μαθαίνω, όλα με κόκκινο από τότε τα περνάει τα φανάρια, η φιέστα συνεχίζεται μέχρι τα Φάληρα, μέχρι το μεγάλο μπαμ.
Αν μου πάθει τίποτα το Φολξβάγκεν, θα πάρω ένα εξίσου αυτοκρατορικό Ντε Σεβώ. Είναι αυτοκίνητο προσωπικό, όταν στρίβεις εσύ, στρίβει κι εκείνο, από τα τελευταία αυτοκίνητα που παίζει ρόλο ο άνθρωπος, ο άνδρας, η γυναίκα, δεν έχει σημασία. Από τα τελευταία αυτοκίνητα που παίζει ρόλο η πίστη, η εμπιστοσύνη. Όπου τα μικρομάγαζα έχουν φιλοδοξίες και ενώνονται. Όπου το τραστ είναι τραστ κι όχι τραστ.
Όπου οι καμπύλες είναι για μένα όταν πρέπει και για τους άλλους πάλι όταν πρέπει.
(Από το «Οι καλές γυναίκες», 1986)
//Το νέο βιβλίο του Σωτήρη Κακίση, Παλιές ιστορίες, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αιγαίον/Εκδόσεις Κουκκίδα.
Διαβάστε ακόμα: Ο κρητικός ντάκος, το καταλανικό pan con tomate και ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ.