Οι τρεις συντελεστές του Σπιρτόκουτου φωτογραφήθηκαν για το Andro και τα είπαν έξω από τα δόντια.

Το πρώτο ελληνικό μιούζικαλ υψηλών προδιαγραφών είναι πραγματικότητα. «Αν θέλεις, κάνε συνέντευξη και στους τρεις μας σε παρακαλώ. Εγώ, ΟΚ, έκανα κάποτε το έργο. Γιατί όμως να μην μιλήσεις και με τα παιδιά που έκαναν όλη τη δουλειά; Σε εκείνους αξίζει η προβολή», μου είπε στο τηλέφωνο ο Γιάννης Οικονομίδης όταν του ζήτησα να μιλήσουμε.

Οπερ και εγένετο και είχε δίκιο φυσικά. Ασφαλώς, δεν είναι απλό task να έχεις τρεις ανθρώπους με τέτοιο μυαλό απέναντί σου – ωστόσο οι φόβοι μου ότι θα… «χαωνόμασταν» διαψεύστηκαν. Ηταν και οι τρεις σοβαροί, ευγενικοί μεταξύ τους – δεν διέκοπταν ο ένας τον άλλον καθόλου, δεν το κάφρισαν ούτε στα πιο αστεία στα οποία αναφερόμασταν.

Ο Γιάννης Οικονομίδης, ο Γιάννης Νιάρρος και ο Αλέξανδρος Λιβιτσάνος με έμαθαν πράγματα, έψαξα διάφορα να μάθω μετά τη συνάντησή μας (όπως για τον Σμιτ, συνθέτη του 1900 για παράδειγμα στον οποίο αναφέρθηκε ο Λιβιτσάνος) και πάνω από όλα επιβεβαίωσαν διάφορες αντιλήψεις και πεποιθήσεις που μου περνούν κατά καιρούς από το μυαλό. Κατ’ αρχάς πως τα σπουδαία θεάματα, σ’ αρέσουν δεν σ’ αρέσουν, είναι σπουδαία θεάματα γιατί από πίσω τους έχουν πολλή δουλειά, γνώση και κόπο. Δεύτερον, πως αν πιστέψει κάποιος σε σένα και σε εμπιστευτεί τυφλά, θα ανθίσεις όσο περισσότερο γίνεται – στην προκειμένη περίπτωση, η Αφροδίτη Παναγιωτάκου, Διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση, εμπιστεύθηκε τον Οικονομίδη και την ομάδα και ο Οικονομίδης τους Νιάρρο-Λιβιτσάνο.

Tο Σπιρτόκουτο, The Musical | Πόλεμος σε τέσσερις τοίχους είναι από τις πλέον πολυσυζητημένες παραστάσεις αυτό το χειμώνα.

Και τρίτον, πως τα σπουδαία θεάματα χρειάζονται σοβαρή υποστήριξη για να υλοποιηθούν – πώς αλλιώς να έχεις τέλειο ήχο, τέλεια φώτα, τέλεια σκηνικά, εκπληκτικούς συντελεστές. Μεταξωτά και επιδέξια δηλαδή – άμα αρχίσεις τις τσιγγουνιές, λοξοκοιτάς τη μετριότητα. Και το «Σπιρτόκουτο, The Musical | Πόλεμος σε τέσσερις τοίχους» δεν ήθελε να αρκεστεί σε τίποτα λιγότερο από το μάξιμουμ.

Αν δεν έχει δει κάποιος την ταινία, το μιούζικαλ και δεν ξέρει τίποτα για τον Οικονομίδη, έναν από τους σπουδαιότερους Ελληνες σκηνοθέτες, ίσως να πιστέψει πως δεν τον αφορά η συνέντευξη. Αν όμως φθάσει στο τέλος, θα καταλάβει γιατί άξιζε να τη διαβάσει ώστε να γνωρίσει, με το μιούζικαλ, αυτόν τον τόσο υπερρεαλιστικό μα και ρεαλιστικό, σουρεαλιστικό και ντανταϊστικό, σαρκαστικό και σπαρακτικό, γελοία και σοβαρά σοκαριστικό δικό μας, ολονών μας, κόσμο.

«Δεν υπάρχει βωμολοχία στο Σπιρτόκουτο, αλλά σκληρή γλώσσα. Οι ήρωες μιλούν έτσι όταν καίγονται και δεν τους φτάνουν τα λόγια» (Γιάννης Οικονομίδης).

Γιατί τόσα μπινελίκια στις ταινίες σας, κύριε Οικονομίδη;

Γιάννης Οικονομίδης: Εγώ αυτά δεν τα λέω ούτε μπινελίκια ούτε βωμολοχία. Τα λέω σκληρή γλώσσα. Είναι συνεχή, γιατί είναι τέτοιο το ταμπεραμέντο των χαρακτήρων. Το συνεχές και η επανάληψη δικαιολογούνται από τη θερμοκρασία των ηρώων, από το διακύβευμα της κάθε σκηνής. Δεν τους το επιβάλλω εγώ, είναι των χαρακτήρων. Αλλωστε αυτό το συνεχές, όσο και να μη θέλουμε να το παραδεχτούμε, υπάρχει δίπλα μας. Δείτε ζωντανά βιντεάκια που έχουν τραβήξει από ανθρώπους που διαπληκτίζονται στον δρόμο σε υψηλές θερμοκρασίες, όπου η επανάληψη πάει σύννεφο. Απλώς αυτό δημιουργεί εντύπωση. Είναι κάτι που υπάρχει, εγώ απλώς το φορτίζω. Όταν μια σκηνή είναι cool, δεν υπάρχει ούτε βρισιά ούτε επανάληψη, γιατί δεν υπάρχει καμία ιδιαίτερη αντίδραση. Μιλούν έτσι όταν καίγονται και δεν τους φτάνουν τα λόγια.

– Στο μιούζικαλ πάντως μοιάζει η μουσική να απενοχοποίησε τις λέξεις. Σαν να μην τις άκουγα, σαν να μην έδινα σημασία;

Αλέξανδρος Λιβιτσάνος.: Αυτό θέλαμε άλλωστε, να βγει το συναίσθημα. Για τον Έλληνα όμως αυτό δεν είναι εύκολο, γιατί έχει συνηθίσει τραγούδι και όχι σκέτη μουσική. Έτσι όταν ακούει μουσική και από κάτω λιμπρέτο με ένταση, αλλά και πάλι κρατάει το συναίσθημα, σημαίνει ότι καταφέραμε να τον παρασύρει η μουσική.

Γ. Οικ.: Ο Αλέξανδρος λέει ότι η μουσική απενοχοποιεί τη γλώσσα, εγώ πιστεύω ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ενοχή στη σκληρή γλώσσα, υπάρχουν ένοχοι άνθρωποι. Υπάρχουν βρώμικοι άνθρωποι, δεν υπάρχει βρώμικη γλώσσα. Ένας μηχανισμός είναι η γλώσσα. Αν η ταινία έχει αναφορά λοιπόν τον ρεαλισμό, το μιούζικαλ έχει αναφορά τον ντανταϊσμό, τον σουρεαλισμό, την προβοκάτσια. Το μουσικό θέαμα επιδεικνύει αιχμηρές, προβοκατόρικες, συγκρουσιακές καταστάσεις, τα τελευταία χρόνια.

Α. Λ.: Είμαστε γενιά που ακούγαμε μουσική για λικέρ. Μέχρι πριν, Floyd. Αυτό ήταν το πιο σκληρό που ακούγαμε! Ήμαστε πολύ φλώροι δηλαδή.

Γ. Οικ.: Όταν λέμε για μουσική, εννοούμε τη φάση που ο Dylan αφήνει την κάντρι και τραγουδάει ροκ και σείεται η Αμερική. Και ο Bowie ακόμα προκάλεσε την κοινωνία και τα ήθη. Με δυο λόγια, μιλάμε για επαναστατική μουσική, που συγκρουόταν με τη συντήρηση, με τη μαυρίλα. Αυτός πιστεύω ότι είναι και ο χαρακτήρας αυτής της παράστασης, επαναστατικός, συγκρουσιακός, προβοκατόρικος, με μαύρο χιούμορ, βέβηλος. Ας παίζεται στη Στέγη. Και ξέρετε, η μουσική πολλές φορές τα κάνει αυτά πολύ πιο εύκολα από ένα βιβλίο ή μια ταινία.

– Αρα, είναι πολιτική η παράσταση.

Γ. Οικ.:  Ασφαλώς. Ξέρετε, και παλιά η ίδια βία υπήρχε, απλώς σήμερα μιλάμε για την παράγκα που γκρεμίζεται. Ίδια η παρακμή, η σήψη και όλα τα σκατά τα ίδια ήταν όπως και σήμερα. Η διαφορά σήμερα είναι η πτώση. Αυτό νιώθω και  αυτό βλέπω γύρω μου. Μια κοινωνία, μια χώρα, μια πατρίδα, μια οικογένεια μιας ηθικής και μιας φιλοσοφίας που έχει αρχίσει να γκρεμίζεται χοντρά. Διαλύεται το σύμπαν.

«Το κράτος δεν θέλει να χτίσει με τον πολίτη. Δεν φταίει ο κόσμος. Το κράτος έφτιαξε την παράγκα», σημειώνει ο Γιάννης Οικονομίδης.

«Είμαστε γενιά που ακούγαμε μουσική για λικέρ. Πολύ φλώροι» (Αλέξανδρος Λιβιτσάνος).

– Δεν προμηνύει αυτό κάτι νέο που θα γεννηθεί;

Γ. Οικ.: Συνήθως σε τριτοκοσμικές χώρες όπως η δική μας δεν βγαίνει σε καλό αυτό το γκρέμισμα. Αυτό μπορεί να κάνει καλό σε μητροπόλεις. Εκεί που μπορούν να αξιολογήσουν την καταστροφή, την αλλαγή, το αδιέξοδο. Εκεί που μπορούν να κάνουν ένα restart.

Α. Λ.: Ο Γιάννης μιλάει για ένα ερείπιο. Και ένα ερείπιο μπορεί να χαρακτηριστεί προς κατεδάφιση, ή διατηρητέο, ή μνημείο. Πιστεύω ότι είμαστε στο διατηρητέο αυτή τη στιγμή -και αυτό είναι και το νόημα της ταινίας και του μιούζικαλ. Και πάμε προς κατεδάφιση, γιατί πιστεύω ότι επειδή ήρθε από το εξωτερικό, η παρρησία των ανθρώπων που μίλησαν, ήρθε η ώρα να κατεδαφιστούν διάφοροι. Δεν έχει σκοπό κανείς να χτιστεί μία σχέση με το κράτος.

Γ. Οικ.: Το αντίθετο συμβαίνει, το κράτος δεν θέλει να χτίσει με τον πολίτη. Δεν φταίει ο κόσμος. Το κράτος έφτιαξε την παράγκα. Ο κόσμος ψηφίζει και διαψεύδεται συνέχεια. Έχει χύσει ο κόσμος αίμα εδώ πέρα για πράγματα. Δεν είναι αστείο, δηλαδή.

Α. Λ.: Μεγαλοπιανόμαστε  και βαυκαλιζόμαστε. Ενώ είμαστε μια πολύ μικρή χώρα, νομίζουμε ότι είμαστε κάτι πολύ σπουδαίο.

Γ. Οικ.: Και τον μεγαλοϊδεατισμό ποιος τον δημιουργεί; Τα παιδικά βιβλία τον δημιουργούν. Από την παιδεία ξεκινούν όλα.

«Δείτε ζωντανά βιντεάκια που έχουν τραβήξει από ανθρώπους που διαπληκτίζονται στον δρόμο σε υψηλές θερμοκρασίες, όπου η επανάληψη πάει σύννεφο», λέει ο Γιάννης Οικονομίδης.

«Δεν είχαμε συγκεκριμένο σκελετό και στόχο, δεν κρίναμε πολύ αυτό που κάναμε -αν είναι άρτιο ή έχει λάθη. Κυρίως γουστάραμε να το κάνουμε» (Γιάννης Νιάρρος).

Πώς και σας κατέβηκε μια τέτοια ιδέα; Πού σας ήρθε δηλαδή, το Σπιτρόκουτο – μιούζικαλ;

Γ. Οικ.: Η ιδέα ότι το «Σπιρτόκουτο» θα ήταν μια πολύ ωραία όπερα με περιτριγύριζε εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Το έβλεπα σαν ένα ενδιαφέρον στοίχημα – να ήταν τραγουδιστό αυτό το σύμπαν! Κατά καιρούς, το πέταγα στις παρέες μου, μετά το μάζευα -σαν να ήταν κάτι ακραίο, μια προσωπική μου παραξενιά… Μέχρι που κάποια στιγμή ειπώθηκε σοβαρά και έφτασε και στο κρίσιμο αυτί, αυτό της Αφροδίτης Παναγιωτάκου, η οποία, εκτός των άλλων, είναι και μουσικολόγος και καταλαβαίνει.

Α.Λ.: Για αυτό και έγινε πραγματικότητα. Γιατί αυτό ακριβώς ήταν το θέμα με την Αφροδίτη, ότι καταλάβαινε το γιατί επιλεγόταν ένα κομμάτι ακριβώς. Ένιωθε και την πλάκα και τη σημειολογία του πράγματος -στο κόκκαλο. Είναι πολύ ωραίο αυτός που κουράρει ένα project να καταλαβαίνει ακριβώς γιατί πρόκειται.

– Πώς ξεκίνησε η υλοποίηση;

Γ. Οικ.: Αφού λοιπόν αποφασίσαμε ότι «ναι, μπορεί να γίνει», αρχίσαμε να σκεφτόμαστε με την Αφροδίτη ποιος θα έγραφε τη μουσική, που ήταν ασφαλώς και το βασικό μας ζήτημα. Ούτως ή άλλως, στην Ελλάδα είναι 5-6 άνθρωποι που το κάνουν αυτό καλά. Εντωμεταξύ ο Γιάννης (σ.σ. Νιάρρος) ήταν ήδη μέσα στα πλάνα, ως ηθοποιός – ως γιος δηλαδή, ως Λουκάς. Και τότε μου ήρθε μια ιδέα από αυτές που μπορεί και να μην σου έρθει και καθόλου, από αυτές της στιγμής. Ένα φλας. Δεν το πολυσκέφτηκα, είπα από μέσα μου, «δεν γαμιέται, θα τον πάρω να του την πως», και σήκωσα το ακουστικό ένα βράδυ. Θυμάμαι εκείνη τη στιγμή!

Γιάννης Νιάρρος.: Πράγματι χτύπησε το τηλέφωνο ένα βράδυ, μου είπε την ιδέα του, ότι με προόριζε μεν για τον γιο αλλά ταυτόχρονα με ρώτησε εάν θα ήθελα να ασχοληθώ και με τη σύνθεση της μουσικής! Εμένα μου φάνηκε αυτό πολύ παράξενο. Παρ’ όλα αυτά με ιντριγκάρισε τόσο πολύ το πώς θα μπορούσε η συγκεκριμένη ταινία να γίνει με μουσική, που κάθισα και έγραψα κάνα δυο κομμάτια. Παρ’ όλ’ αυτά δεν το είχα πιστέψει ακόμα, νόμιζα ότι κάτι θα γίνει και θα σταματήσει. Τελικά, νομίζω πως δεν θα μπορούσα να περάσω την καραντίνα μου πιο παραγωγικά. Σε μια εκδήλωση του ΣΕΗ γνώρισα τον Αλέξανδρο (σ.σ. Λιβιτσάνο), μιλήσαμε λίγο και κατάλαβα ότι με αυτόν τον άνθρωπο επικοινωνώ. Με το που βρεθήκαμε και μια-δυο φορές σπίτι του και δουλέψαμε λίγο, έγινε εμφανές ότι μπορούμε να συνεργαστούμε.

Ο Γιάννης Νιάρρος και ο Αλέξανδρος Λιβιτσάνος παραδέχονται πως ο Γιάννης Οικονομίδης δεν παρενέβη στο έργο τους.

«Μπορεί να φας και τα μούτρα σου καμιά φορά, αλλά έχει νόημα. Γίνεσαι πιο σοφός. Έτσι γίνονται και οι ενδιαφέρουσες αποτυχίες όπως λέμε.» (Γιάννης Οικονομίδης).

– Καραντίνα και ένα project χωρίς προηγούμενο λοιπόν.

Α. Λ.: Νομίζω ότι γι’ αυτό ήμασταν τόσο ελεύθεροι, δεν πιστεύαμε πως κάποτε αυτό θα παρουσιαστεί σε… αληθινό κόσμο! Στην πρεμιέρα δηλαδή έπαθα σοκ όταν άκουσα πραγματικές φωνές να αντιδρούν σε αυτό που έβλεπαν.

Γ. Ν: Για μένα ήταν ακόμη πιο απίστευτο, γιατί δεν είχα αντίστοιχη εμπειρία συγγραφής μουσικής στο παρελθόν. Ήταν σαν να μου έλεγαν: «Θα ήθελες να φτιάξεις ένα γλυπτό στο Σύνταγμα;». Και εγώ να απαντούσα, «ναι, θέλω να φτιάξω ένα γλυπτό στο Σύνταγμα. Γιατί όχι;».

Α. Λ.: Πάντως, από ό,τι αποδείχτηκε, δεν χρειάστηκε να επιστρατεύσουμε ακαδημαϊκές γνώσεις ή γνώσεις Ωδείου για να γράψουμε αυτή τη μουσική. Θέλω να πω ότι δεν πειράζει καθόλου που ο Γιάννης δεν ήταν επαγγελματίας μουσικός. Στο τέλος μόνο εφάρμοσα αυτή μου την ιδιότητα, στην ενορχήστρωση, δηλαδή στην τεχνική μεταβίβαση των πραγμάτων στην ορχήστρα. Θα μπορούσαμε να έχουμε πάει με την πεπατημένη, να κάνουμε μία μοντέρνα όπερα με αυστηρά πλαίσια, για να δείξουμε την κλειστοφοβία του έργου και τέτοιες κοινοτοπίες. Δεν το επιλέξαμε όμως.

– Η διαδικασία ήταν χρονοβόρα; Θέλω να πω, το καθετί που σκεφτόσασταν το άκουγε και ο Οικονομίδης και μετά διορθώσεις κλπ;

Γ. Ν: Όχι, δεν είχαμε πολλά μπρος-πίσω. Επειδή πηγαίναμε με πολύ χαλαρό ρυθμό και τα συζητούσαμε πολύ πριν τα γράψουμε, φτάναμε στον στόχο πολύ εύκολα. Άλλωστε πρόκειται για ένα πολύ δομημένο έργο, που ξέραμε ακριβώς τι πρέπει να γράψουμε για την κάθε σκηνή. Ουσιαστικά δουλέψαμε πολύ συντηρητικά, με την καλή έννοια, πάνω ακριβώς στην ταινία.

Γ. Οικ.: Μέχρι να έρθει ο Αλέξανδρος, ανταλλάσσαμε πληροφορίες και ιδέες με τον Γιάννη αρκετά. Με την έλευση του Αλέξανδρου, όμως, αποχώρησα εγώ σιγά σιγά. Το κοκτέιλ των δυο τους λειτούργησε πολύ εκρηκτικά.

Α. Λ.: Είναι φοβερό πάντως ότι μας έδωσε λευκή επιταγή ακούγοντας στην αρχή μόνο δύο κομμάτια. Δεν ζήτησε ποτέ ούτε να ελέγξει, ούτε να τσεκάρει, ούτε επενέβη να αλλάξει.

Γ. Οικ.: Πράγματι δεν είχα καθόλου αγωνία. Είχαν κερδίσει την εμπιστοσύνη μου τα παιδιά. Τη μόνη αγωνία που είχα, είναι αν θα προλάβουν και συνέχεια τους ρωτούσα αν έχουν προχωρήσει.

Α. Λ.: Νομίζω ότι αυτό ήταν το πιο καθοριστικό, το γεγονός ότι ποτέ δεν μας αμφισβήτησε, ποτέ δεν ζήτησε να ακούσει ένα κομμάτι, ότι μας εμπιστεύτηκε τόσο πολύ! Εγώ στη θέση του δεν υπήρχε περίπτωση να μην ζητήσω να ακούσω κομμάτια, για να ξέρω τι κάνουν οι άλλοι με το δικό μου έργο. Όταν μάλιστα άρχισε η φάση να ξεφεύγει λίγο με την τραπ μουσική, είχαμε μεγαλύτερη αγωνία ο Γιάννης και εγώ, γιατί ο Οικονομίδης δεν ήξερε τι κάναμε και δεν ζητούσε να μάθει.

«Κακέκτυπα της αμερικάνικης κουλτούρας είμαστε -θέλουμε, δεν θέλουμε. Προσωπικά τους αγαπώ τους Αμερικανούς καλλιτεχνικά», λέει ο Γιάννης Νιάρρος.

«Μεγαλοπιανόμαστε  και βαυκαλιζόμαστε. Ενώ είμαστε μια πολύ μικρή χώρα, νομίζουμε ότι είμαστε κάτι πολύ σπουδαίο». (Αλέξανδρος Λιβιτσάνος).

– Εσείς ήσασταν τόσο χαλαρός πραγματικά;

Γ. Οικ.: Πρώτον, ήξερα ότι η Αφροδίτη Παναγιωτάκου παρακολουθούσε το μουσικό project από κοντά και πολύ περισσότερο από μένα – προσωπικά μου αρκούσε το γεγονός ότι τους έβλεπα τόσο πολύ καυλωμένους. Με πάρα πολλή χαρά και με πάρα πολλή αυτοπεποίθηση. Ολη μου η αγωνία ήταν να μη χαθεί αυτή η χαρά, να μην περάσουν σε φάση διεκπεραίωσης. Ή να φτάσουν σε ένα αδιέξοδο. Όσο τους άκουγα στην επίθεση, μου αρκούσε. Σκεφτόμουν από μέσα μου «ας με εκπλήξουν κι εμένα μαζί με όλους τους υπόλοιπους που θα το ακούσουν».

Γ. Ν: Ναι, πράγματι είχαμε αυτοπεποίθηση. Δεν είχαμε συγκεκριμένο σκελετό και στόχο, δεν κρίναμε πολύ αυτό που κάναμε -αν είναι άρτιο ή έχει λάθη. Κυρίως γουστάραμε να το κάνουμε και ήμασταν αφοσιωμένοι.

Α. Λ.: Δεν θα το έλεγα ακριβώς αυτοπεποίθηση, νομίζω ότι είχαμε αυτή την άγνοια, το χαρακτήρισα «βόλτα παιδιών με ποδήλατα». Με το που ερχόταν σπίτι ο Γιάννης, παραγγέλναμε σουβλάκια και ξεκινούσαμε να δουλεύουμε με τρομερή χαρά.

Γ. Οικ.: Όταν δύο άνθρωποι έχουν πείσει ότι είναι συγκροτημένοι, σοβαροί και υπεύθυνοι και ακούς αυτόν τον ενθουσιασμό, εκεί επιβάλλεται να κρατήσεις το στόμα σου κλειστό. Πρέπει να το βουλώσεις και να το ράψεις, γιατί αλλιώς μπορεί να τον ξενερώσεις τον άλλον. Επίσης, δεν είχα τίποτα να αποδείξω με αυτή τη δουλειά και δεύτερον, δεν κάνω αυτά που δεν μου αρέσει να μου κάνουν. Εκεί που βάζω την υπογραφή μου θέλω να μ’ αφήνουν ήσυχο. Οι παρεμβάσεις μου αφορούσαν μόνο ουσιαστικά ζητήματα αποφάσεων, όπως για παράδειγμα το αν ο Γιάννης θα έπρεπε να παίξει ή όχι. Η γνώμη μου ήταν ότι δεν έπρεπε να παίξει, είναι κάτι που συζητήσαμε και τελικά έγινε. Και έκανε μια εξαιρετική σκηνοθετική δουλειά – να το τονίσουμε αυτό γιατί και δύσκολο ήταν πολύ και πρωτόγνωρο για τον ίδιο.

Α. Λ.: Αυτή είναι η διαφορά του Οικονομίδη, ότι δεν έχει την τάση επιγονισμού που χαρακτηρίζει τον ελληνικό καλλιτεχνικό χώρο: όχι να σου κληροδοτήσω, αλλά να σου περάσω. Θα είναι δέκα άλογα Γκανιάν στον ιππόδρομο, θα τρέξουν, και όποιο και να κερδίσει, θα πούμε «δικό μου άλογο ήταν αυτό», ανεξαρτήτως τού αν τα άλλα έχουν σκοτωθεί ή σπάσει τα πόδια τους. Το έργο αυτό έγινε τελείως διαφορετικά από το ελληνικό γίγνεσθαι.

Και οι τρεις δηλώνουν πως δεν υπήρξε καμιά λογοκρισία, καμιά ματαίωση και κανένας περιορισμός από την πλευρά της Στέγης Ιδρύματοςω Ωνάση.

«Αν κάνεις κάτι άλλο στην Ελλάδα από δράμα, σε καταδικάζουν με τη μία. Ότι είσαι Σεφερλής, ας πούμε ή και γελοίος». (Γιάννης Νιάρρος).

– Και η σύνδεση σκηνών-μουσικού θέματος, ήταν τόσο εύκολη;

Γ. Ν: Μόλις γράφαμε ένα κομμάτι, επειδή έχω σχέση με το θέατρο, έβλεπα τη σκηνή μπροστά μου. Άρα είχα στο νου μου όταν έγραφα το πώς θα κουμπώνουν τα τραγούδια και η μουσική πάνω σε έναν ηθοποιό. Είναι σημαντικό να έχεις τη γνώση, ώστε να μπορείς να κάνεις εικόνα τον ήχο και να εξυπηρετήσει σωστά την ιστορία.

Α. Λ.: Πολλές φορές όταν γράφαμε τη μουσική, λέγαμε ακριβώς τι φανταζόμασταν να βλέπουμε στη σκηνή. Αφού φτιάξαμε τα ξεχωριστά σκετσάκια λοιπόν, ο Γιάννης τα ένωσε με μία σκηνοθετική κλωστή και εγώ μπόρεσα να δουλέψω τα πιο τεχνικά μουσικά, όπως π.χ. ποιο θα είναι το μοτίβο του έργου, οι νότες δηλαδή που εμφανίζονται κατά διαστήματα ίδιες.

Γ. Οικ.: Και όλα αυτά με το φως μιας απόλυτης ελευθερίας που προερχόταν από την Αφροδίτη. Καμιά λογοκρισία, καμιά ματαίωση, κανένας περιορισμός. Ούτε φοβήθηκε τα άκρα, ούτε μας ζήτησε να βάλουμε νερό στο κρασί μας, ούτε τίποτα. Η ίδια η Στέγη δηλαδή προστάτεψε το προϊόν της έτσι όπως οι δημιουργοί του το ονειρεύτηκαν. Μπορεί να φας και τα μούτρα σου καμιά φορά έτσι, αλλά έχει νόημα. Γίνεσαι πιο σοφός. Έτσι γίνονται και οι ενδιαφέρουσες αποτυχίες όπως λέμε.

– Ο Γιάννης σκηνοθέτης/συνθέτης και ο Αλέξανδρος συνθέτης, νιώσατε πως πετύχατε κάτι πρωτοπόρο και χωρίς προηγούμενο;

Γ. Ν: Μπορεί να ευχαριστήθηκα τη διαδικασία, αλλά όταν μου λένε ότι «με είδαν» μέσα στην παράσταση, τότε, ναι, συγκινούμαι! Θέλεις να το ακούσεις αυτό. Επίσης είναι πολύ σημαντικό να ακούμε ότι πετύχαμε να κάνουμε ένα ελληνικό μιούζικαλ. Εμείς κάναμε πράγματα που τα ονομάζουμε αμερικάνικα, με απροκάλυπτο τρόπο. Και αυτό το θεωρώ πιο σωστό. Ούτως ή άλλως, κακέκτυπα της αμερικάνικης κουλτούρας είμαστε -θέλουμε, δεν θέλουμε. Προσωπικά τους αγαπώ τους Αμερικανούς καλλιτεχνικά. Από εκεί εμπνέομαι, όταν θέλω να εμπνευστώ. Και αυτό μου ήρθε «κουτί», γιατί έβαλα την αμερικανική λογική μέσα σε ένα ελληνικό καλλιτεχνικό δημιούργημα. Φανταστικός συνδυασμός! Ήταν ένα έδαφος πολύ πρόσφορο.

Γ. Οικ.: Είναι και πολύ ντανταϊστικό το αποτέλεσμα.

Α. Λ.: Το λένε πολυστυλιστικό. Αλλά αυτό που απέδιδαν στον Σμιτ έναν αιώνα πριν, είναι τελείως διαφορετικό από αυτό που εννοούμε πολυστυλιστικό σήμερα. Έχω δει τόσο youtube που δεν φαντάζεστε. Κυρίως πράγματα από παλιά, για να μη χαθούν. Το παλιό λοιπόν είχε να κάνει με το ότι υπήρχε η γνώση, ενώ το καινούργιο έχει να κάνει με το ότι υπάρχει η πληροφορία. Η υπερπληροφόρηση βέβαια δεν πάει πάντα σε βάθος, όμως εμείς σκάψαμε πολύ. Πήραμε την παλιά γνώση και την καινούργια πληροφορία και τα συνδυάσαμε. Με τα συμφωνικά κομμάτια μου, που κυκλοφορούν σε όλη την παράσταση, νομίζω ότι αυτό που έκανα είναι πολύ απελευθερωτικό. Τα βάζουν στα ίσια με τα κονσέρτα και ήταν συμφωνικά έργα. Αυτή η δουλειά με έκανε να νιώθω πιο πολύ ενεργό μέλος της κοινωνίας, γιατί στην Ελλάδα, όση συμφωνική ή κλασική μουσική και να γράψεις, δεν είσαι μέσα στα πράγματα.

Γ. Οικ.: Εδώ θίγεις και ένα άλλο σημαντικό θέμα, που με απασχολεί όταν κάνω ταινίες. Αυτή η αβάσταχτη σοβαροφάνεια της Ελλάδας, του ελληνικού καλλιτεχνικού χώρου.

Α. Λ.: Είμαστε η χώρα και η γενιά του μνημόσυνου και του μακαρίτη.

«Θα μπορούσαμε να έχουμε πάει με την πεπατημένη, να κάνουμε μία μοντέρνα όπερα με αυστηρά πλαίσια, για να δείξουμε την κλειστοφοβία του έργου και τέτοιες κοινοτοπίες. Δεν το επιλέξαμε όμως», λέει ο Αλέξανδρος Λιβιτσάνος.

«Με αυτά που γράφαμε, ένιωθα ότι βλέπω μια κατσαρίδα στο μπάνιο και παίρναμε τον Πούτιν τηλέφωνο για να ρίξει μια βόμβα να τη σκοτώσει». (Αλέξανδρος Λιβιτσάνος).

– Είναι γεγονός πάντως ότι στίχοι, μουσική, ταινίες, όλα ένα δράμα πραγματεύονται!

Γ. Ν: Ναι και αν κάνεις κάτι άλλο στην Ελλάδα, σε καταδικάζουν με τη μία. Ότι είσαι Σεφερλής, ας πούμε ή και γελοίος. Είναι να αναρωτιέσαι τελικά γιατί τη θλίψη και τη σοβαρότητα την τοποθετούν πάντα σε ένα ανώτερο επίπεδο, ότι είναι καλής ποιότητας. Όσο πιο ακαταλαβίστικο κάτι τόσο πιο κουλτουριάρικο. Οτιδήποτε μπορείς να καταλάβεις και να περάσεις καλά μαζί του, αυτομάτως κατεβαίνει επίπεδο. Όταν ο Γιάννης για παράδειγμα έφερε τα μπινελίκια στον ελληνικό κινηματογράφο, οι Αμερικανοί το είχαν κάνει πάρα πολλά χρόνια πριν και ήταν μια χαρά. Εδώ δεν υπήρχε κάποιος που να μη φοβάται να το κάνει. Να μη φοβάται τους γύρω του δηλαδή, όχι τον εαυτό του. Επίσης υπάρχουν πάρα πολλές αμερικανικές ταινίες που έχουν πάρα πολλή δουλειά για κάτι φαινομενικά απλό ή αστείο. Μπορεί να έχουν πέσει εκατομμύρια σε μία ταινία που να σου φαίνεται ηλίθια.

Α. Λ.: Μα δες τον Πίτερ Σέλερς…

Γ. Ν: Ακριβώς! Αυτό λοιπόν, για να καταλήξουμε, που πήγαμε να κάνουμε εμείς είναι σαν να θέλαμε να καθαρίσουμε τα πλακάκια ενός μπάνιου και αντί να χρησιμοποιήσουμε απορρυπαντικό, ρίξαμε μια βόμβα.

Α. Λ.: Του έλεγα ότι καμιά φορά, με αυτά που γράφαμε, ένιωθα ότι βλέπω μια κατσαρίδα στο μπάνιο και παίρναμε τον Πούτιν τηλέφωνο για να ρίξει μια βόμβα να τη σκοτώσει.

 

//Info: Σπιρτόκουτο: The Musical, Πόλεμος σε τέσσερις τοίχους.
Βασισμένο στην ταινία του Γιάννη Οικονομίδη.
Έως τις 22 Ιανουαρίου.
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, τηλ. 213 017 8200

 

Διαβάστε ακόμα: Τάσος Λέκκας. «Δεν έχω χάσει την εμπιστοσύνη μου στους ανθρώπους, υπάρχει καλό γύρω μας».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top