Στο βιβλίο του «Δεν υπάρχει τίποτα πίσω από μια φωτογραφία», ο Σπύρος Στάβερης συγκεντρώνει φωτογραφίες και κείμενα ιδιαίτερης αισθητικής.

Aν είναι να επιβεβαιωθεί η προφητική φράση του Γιώργου Χειμωνά «Ο κόσμος να γίνει εικόνα. Αυτή θα είναι η τελευταία ζωή των ανθρώπων – να τους σκεπάσει μια εικόνα», τότε ας είναι κάποια εικόνα του Σπύρου Στάβερη που θα αποτυπώσει αυτόν τον κόσμο.

Από τους πιο ιδιαίτερους φωτογράφους που έχουμε στα μέρη μας. Σπάνια περίπτωση που η συνάφειά του με τα έντυπα όχι μόνο δεν αλλοίωσε την αυθορμησία του ταλέντου του, αλλά της έδωσε βάθος και προοπτική.

Η δεκαετία του ’80, 0ι κρυφές όψεις της πόλης, τα κακόφημα σημεία της, οι γυναίκες της νύχτας, οι απρόσμενοι διαβάτες των δρόμων, άνθρωποι που εκ πρώτης όψεως μοιάζουν σαλοί, ωστόσο, στην ουσία είναι διαφορετικοί με τον τρόπο τους. Το φωτογραφικό υλικό που συλλέγει ο Στάβερης από την περιδιάβασή του στους δρόμους της πόλης δεν είναι ιζήματα, αυτά που περισσεύουν από το βλέμμα, αλλά μια νέα αστική αφήγηση, ένας άλλος τρόπος να δεις την δονούμενη καθημερινότητα.

Με αφορμή το βιβλίο του «Δεν υπάρχει τίποτα πίσω από μια φωτογραφία» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις και το οποίο περιλαμβάνει δικές του φωτογραφίες, αλλά και κείμενά του που δίνουν αφορμές να «διαβάσει» κανείς με άλλο τρόπο τις φωτογραφικές αποτυπώσεις, μίλησε στο Andro γι’ αυτό που εκείνος θεωρεί φωτογραφία, απεικόνιση της στιγμής και κάδρο της καθημερινότητας.

«Σ’ αυτό το βιβλίο, τράβηξα την κουρτίνα για να φανεί το ειλικρινές πορτρέτο ενός φωτογράφου».

– Διακρίνω ένα εύγλωττο παράδοξο στον τίτλο του βιβλίου σας. Δεν υπάρχει τίποτα πίσω από μια φωτογραφία, αλλά, αίφνης, εμφανίζονται κάποιες ιστορίες που λες και ξεπηδούν από τις εκτυπώσεις.

Κοιτάς μία τυχαία φωτογραφία και δεν ξέρεις τι ακριβώς ώθησε τον φωτογράφο να την τραβήξει, ποια κρυφή παρόρμηση βρίσκεται πίσω από ένα πρόσωπο, ένα λουλούδι, μία σκιά. Είναι μία δισδιάστατη επιφάνεια που τη γεμίζεις με τα δικά σου συναισθήματα. Στα παλιά χρόνια, ο φωτογράφος εξαφανιζόταν πίσω από ένα μαύρο πανί, προκειμένου στο στούντιό του να αποτυπώσει μία σκηνή. Σ’ αυτό το βιβλίο, τράβηξα την κουρτίνα για να φανεί το ειλικρινές πορτρέτο ενός φωτογράφου.

– Σε αρκετές από τις ιστορίες σας δίνετε στον αναγνώστη την αίσθηση ενός πηγαίου flâneur ή ενός, καλλιεργητή της στιγμής, ας μου επιτραπεί ο όρος. Είναι ένας τρόπος να βρίσκετε τα θέματά σας ή να τοποθετείτε τον εαυτό σας σ’ αυτά;

Στο δρόμο, πας να συναντήσεις τη ζωή, τη βουή του κόσμου. Η εικόνα του flâneur ίσως να μην μου πολυταιριάζει, γιατί υποδηλώνει μία νωχελική στάση κι έναν κάπως απαθή ρεμβασμό. Στη δική μου περίπτωση, η περιπλάνηση συνοδευόταν από μία αμείωτη ένταση και μία μόνιμη εγρήγορση, για να μην χαθεί η μαγική στιγμή, το πολυπόθητο τυχαίο.

– Ενας φωτογράφος πρέπει να «μυρίζει» την πόλη πριν «μυριστεί» τα θέματά του;

Δεν χρειάζεται να τη «μυρίσει», παρά μόνο να αφεθεί σε μία «ελεύθερη κατάδυση», χωρίς σχέδιο, χωρίς σκέψη, επιλέγοντας τους πιο τυχαίους τρόπους για την περιπλάνησή του: μπαίνοντας στο πρώτο λεωφορείο που θα σταματήσει μπροστά του, ακολουθώντας έναν περαστικό, μια διαδήλωση…

«Αυτό που δεν βρήκα στο Παρίσι, το βρήκα στην Αθήνα, μία δουλειά σχετική με τη φωτογραφία».

– Η δεκαετία του ’80, εν πολλοίς, είναι έντονη στα κείμενά και τις φωτογραφίες που συνιστούν την έκδοση. Τι το ιδιαίτερο είχε εκείνη η περίοδος;

Δεν θα μιλήσω γενικά, θα πω μόνο πως ήταν για μένα η πιο ανέμελη, και επιπόλαιη ίσως, περίοδος. Δεν είχα ακόμη, όπως λένε, πάρει αποφάσεις για τη ζωή μου. Ημουν γενικά μετέωρος, ακόμη και γεωγραφικά, ποτέ στο Παρίσι, πότε στην Αθήνα. Και τελικά, αυτό που δεν βρήκα στο Παρίσι, το βρήκα στην Αθήνα, μία δουλειά σχετική με τη φωτογραφία.

»Νομίζω πως όλοι οι άνθρωποι αξίζουν την φωτογραφική μας προσοχή».

– Οι λεγόμενοι κακόφημοι δρόμοι, τα σινεμά πορνό, τα ταπεινά μπουρδέλα και οι ιερόδουλες είναι θεματικές που επανέρχονται στο βιβλίο με μια θαυμαστή αισθαντικότητα που συνάμα δεν χάνει την αυθεντικότητά της. Τι σας ελκύει σ’ αυτά τα «περιβάλλοντα»;

Είναι κόσμοι που γνώρισα μέσα από τη φωτογραφία. Κόσμοι που με αγγίζουν επειδή συστήνονται χωρίς προσποίηση, με μία αληθινή εντιμότητα και αμεσότητα, που κατά κανόνα δεν νοθεύεται από την αστική υποκρισία.

«Την ανθρωπογεωγραφία, μπορείς να την επιδιώξεις συνειδητά, αλλά δημιουργείται κι από μόνη της ακόμη και μέσα από την άσκοπη αναζήτηση».

– Ενδιαφέρον έχει, επίσης, η ενσυναίσθηση με την οποία περιβάλλεται χαρακτηριστικές φιγούρες των δρόμων όπως ο Νόλης, η κυρία Ματίνα, ο άντρας με τα δύο σκυλιά στην Ομόνοια. Σαν να φέρνετε στο φως μια αθέατη ανθρωπογεωγραφία της πόλης.

Ο Νόλης ήταν οικογενειακό φίλος, τον οποίο συνάντησα τυχαία ένα πρωί στην Ομόνοια. Στο κατάστημα της κυρίας Ματίνας, με τράβηξε ένα ρομαντικό κεφάλι κούκλας που υπήρχε πάντα στη βιτρίνα. Όσο για τον νέο με τα δύο σκυλιά, είναι από αυτές τις μαγικές παραστάσεις που χαρίζει απλόχερα η κίνηση της πόλης. Την ανθρωπογεωγραφία, μπορείς να την επιδιώξεις συνειδητά, αλλά δημιουργείται κι από μόνη της ακόμη και μέσα από την άσκοπη αναζήτηση.

– Τι είναι φωτογενές για εσάς; Τι σας τραβάει σε ένα πρόσωπο;

Δεν το έχω αναλύσει, δεν το έχω βρει, αλλά κι ούτε με έχει απασχολήσει σοβαρά. Νομίζω πως όλοι οι άνθρωποι αξίζουν την φωτογραφική μας προσοχή.

To βιβλίο του Σπύρου Στάβερη «Δεν υπάρχει τίποτα πίσω από μια φωτογραφία» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.

– Ένα τέλεια σμιλεμένο πρόσωπο μοντέλου συνιστά πρότυπο ομορφιάς; Τι σημαίνει για εσάς ομορφιά;

Δεν είχα ποτέ πρότυπα. Η ομορφιά είναι παντού, κι όσο πιο απελευθερωμένος και δεκτικός είσαι, τόσο περισσότερο θα σου αποκαλύπτεται.

«Πάνω από το κρεβάτι μου υπήρχε μονίμως μία αφίσα με την ”Συλβέτ στην πολυθρόνα” του Πικάσο».

– Καίτοι με τα «αν» δεν φτιάχνεται ιστορία: αν δεν είχατε ζήσει στο Παρίσι, θα είχατε διαμορφωθεί καλλιτεχνικά με διαφορετικό τρόπο;

Το Παρίσι με διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό, αυτό είναι σίγουρο. Αλλά, όπως κατάλαβα αργότερα, συνέβαλε και η αγάπη των γονιών μου για την Τέχνη, έστω την κλασική τέχνη που είναι πιο προσιτή στις προλεταριακές οικογένειες. Πάνω από το κρεβάτι μου υπήρχε μονίμως μία αφίσα με την «Συλβέτ στην πολυθρόνα» του Πικάσο.

«Το βλέμμα εξελίσσεται ακόμη και μέσα από τις μηχανές που χρησιμοποιείς, είτε είναι εξελιγμένες, είτε όχι».

– Φωτογράφος γίνεται κάποιος με εξελιγμένη μηχανή ή με το βλέμμα του;

Το βλέμμα εξελίσσεται ακόμη και μέσα από τις μηχανές που χρησιμοποιείς, είτε είναι εξελιγμένες, είτε όχι. Σου ορίζουν ένα περίγραμμα – ένα κάδρο – και μία απόσταση ανάλογα με το φακό που επιλέγεις. Αν δεν χειρίζεσαι σπασμωδικά τα τεχνικά σου μέσα, αλλάζοντας συνεχώς φακούς και μηχανές, είναι σίγουρο πως το βλέμμα θα αποκτήσει οξυδέρκεια και βάθος μέσα από μία σταθερή πρακτική.

– Σας αλλοίωσε η συνεργασία σας με τον Τύπο; Βάλατε νερό στο κρασί σας για χάρη κάποιου εντύπου;

Εξαρτάται. Με κάποια λίγα περιοδικά (01, Symbol, Lifo, κ.α.), αυτά εν προκειμένω που διηύθυνε ο Στάθης ο Τσαγκαρουσιάνος, η συνεργασία με μεταμόρφωσε, με έκανε κυριολεκτικά άλλο φωτογράφο. Σε άλλα, χρειάστηκε είτε συνειδητά, είτε υποσυνείδητα, να αυτοπεριοριστώ, παρότι δεν μου το ζήτησε αυτό ρητά κανείς. Παίζει μεγάλο ρόλο το περιβάλλον του κάθε εντύπου – η διεύθυνση, οι συντάκτες, το ατελιέ. Μπορεί εύκολα να λειτουργήσει σαν φρένο, να μην σε εμπνέει για να δοκιμάζεις καινούργια πράγματα, ειδικά άμα ξέρεις ότι οι φωτογραφίες σου θα αντιμετωπιστούν με ένα ρουτινιέρικο τρόπο.

«Δεν με ελκύει καθόλου η έρημη πόλη, ούτε οι άνθρωποι με μάσκες».

– Έχετε συναντήσει το βλέμμα κάποιου ανθρώπου που δεν μπορούσατε με τίποτα να αποτυπώσετε στη φωτογραφία τον μαγνητισμό του;

Δεν υπάρχει περίπτωση να μην αποτυπώνεται αυτή η αίσθηση. Αυτό που διακρίνεις, το διακρίνει και η μηχανή.

– Η σημερινή Αθήνα έχει φωτογραφικό ενδιαφέρον;

Οι πόλεις δεν παύουν να αλλάζουν, και η Αθήνα ειδικά βρίσκεται, από πάντα νομίζω, σε μία διαδικασία συνεχούς μετάλλαξης. Δεν είναι μία πόλη-βιτρίνα, μία πόλη-μαυσωλείο, όπως η Βιέννη ή και το Παρίσι ακόμη, το χάος της πολλαπλασιάζεται με απρόβλεπτο τρόπο, ανάλογα βέβαια και με τις λιγότερο ή περισσότερο αλλόκοτες διοικητικές αποφάσεις, και την κτηματομεσιτική κερδοσκοπία. Δεν υπάρχει περίοδος που η Αθήνα να μην παρουσιάζει φωτογραφικό ενδιαφέρον.

Η δεκαετία του ’80 και η αισθητική της παραμένει μια διαρκής έμπνευσή του Σπύρου Στάβερη.

– Ο εγκλεισμός πώς μπορεί να αποτυπωθεί φωτογραφικά; Οι ερημότοποι είναι το σημερινό σκηνικό;

Δεν με ελκύει καθόλου η έρημη πόλη, ούτε οι άνθρωποι με μάσκες, τουλάχιστον στις παρούσες συνθήκες. γι’ αυτό και παρέμεινα άπρακτος φωτογραφικά όλο αυτό το διάστημα. Στην Ιαπωνία, και στην Ασία γενικότερα, όπου το μισοκαλυμμένο πρόσωπο είναι μέρος της καθημερινότητας, θα το έβλεπα αλλιώς.

– Πώς κρίνετε τη μόδα των selfies; Είναι μια νεύρωση; Ένας αυτοπροσδιορισμός της ύπαρξής μας ή μήπως ένας άκρατος ναρκισσισμός;

Όλα αυτά μαζί υποθέτω, αλλά δεν το κρίνω. Ο ίδιος δεν είμαι φαν, και δυσκολεύομαι πολύ όταν πρέπει να βρω κάποια υποφερτή φωτογραφία για το βιογραφικό μου, αλλά δεν μπορείς να μη βλέπεις με τρυφερότητα το νέο παιδί που αγωνιά για την εικόνα του, αλλά και που ταυτόχρονα το έχει σαν παιχνίδι.

«Η δικά μου θυσία υπήρξε ο χρόνος που αφιέρωσα στη φωτογραφία. Η πιο αλόγιστη θυσία».

– Γράφετε σε ένα σημείο ότι η φωτογραφία είναι και χορογραφία. Πώς τελείται αυτός ο χορός ανάμεσα στον φωτογράφο και το είδωλο;

Μία συγκεκριμένη συνθήκη με οδήγησε σε αυτή τη διαπίστωση. Ξεκίνησα να φωτογραφίζω με έναν υπερευρυγώνιο φακό που με ανάγκαζε από τη μια να έχω μία σχεδόν μετωπική επαφή με τους ανθρώπους στο δρόμο, κι από την άλλη να δημιουργώ με το σώμα μου τις κατάλληλες προϋποθέσεις ώστε να τους οδηγώ στο σημείο που ήθελα. Αυτό μου έμεινε μετά, ακόμη και στο πορτρέτο. Δεν ωφελεί η στατικότητα, πρέπει να κινείσαι για να πιάσεις αυτό που σου διαφεύγει.

– Δεν αγοράσατε μια Μπουίκ για χάρη της φωτογραφίας. Τι άλλο έχετε θυσιάσει γι’ αυτήν;

Γνώρισα κάποτε έναν συνομήλικο φωτογράφο που δούλευε στο Paris-Match. Πάνω στην κουβέντα, μου εκμυστηρεύτηκε πως είχε και μία παλιά Ferrari στο σπίτι του στη Γαλλία. Ήταν ένας μέτριος φωτογράφος, κι όμως είχε Ferrari. Δεν ξέρω με τι θυσίες την είχε αποκτήσει. Η δικά μου θυσία υπήρξε ο χρόνος που αφιέρωσα στη φωτογραφία. Η πιο αλόγιστη θυσία.

«Αρκετοί με εξέπληξαν θετικά, με την εμπιστοσύνη τους απέναντι σε μένα, και πολύ λίγοι αρνητικά»

– Εχετε απομυθοποιήσει άτομα φωτογραφίζοντάς τα; Αντιστοίχως: έχετε μυθοποιήσει πρόσωπα που τα γνωρίσατε μέσα από τις φωτογραφίες σας;

Δεν λειτούργησα ποτέ έτσι. Ούτε μυθοποίησα, ούτε απομυθοποίησα, γιατί λίγο πολύ ήξερα ποιους φωτογράφιζα, αν αναφερόμαστε σε γνωστά πρόσωπα. Αλλά αρκετοί με εξέπληξαν θετικά, με την εμπιστοσύνη τους απέναντι σε μένα, και πολύ λίγοι αρνητικά.

«Για τον φωτογράφο, η πρώτη αίσθηση δεν χάνεται όταν πρόκειται για εικόνες που σημαίνουν κάτι γι’ αυτόν».

– Οι καλύτερες φωτογραφίες είναι αυτές που δεν έχουν τραβηχτεί ακόμα;

Όχι, δεν θα το έλεγα. Είναι αυτές που με την πρώτη ματιά μας επιβάλλονται. Και είναι και λίγες ακόμη, οι πιο ταπεινές, που κρύβονταν για πολύ καιρό ανάμεσα σε άλλες, και που μας καλούν να τις προσέξουμε σε μία απροσδόκητη στιγμή.

Φιγούρες του δρόμου που τραβούν τον Σπύρο Στάβερη με τον μαγνητισμό τους.

– Παγώνει ο χρόνος όταν φωτογραφίζουμε; Χάνεται το θάλπος που γέννησε τη φωτογραφία ή την «διαβάζουμε» κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο;

Έτσι κι αλλιώς παγώνει με μηχανικό τρόπο. Για τον φωτογράφο, νομίζω πως η πρώτη αίσθηση δεν χάνεται όταν πρόκειται για εικόνες που σημαίνουν κάτι γι’ αυτόν. Μπορεί να δυσκολεύεται να θυμηθεί τις ακριβείς συνθήκες που τις δημιούργησαν, αλλά, ναι, η δική του «ανάγνωση» δεν αλλάζει. Η ζεστασιά παραμένει.

– Τα κείμενά σας έχουν έντονη λογοτεχνικότητα. Ορισμένα είναι εκλεκτά διηγήματα. Σκεφτήκατε ποτέ να ακολουθήσετε τον συγγραφικό δρόμο;

Για να προχωρήσεις σε κάτι πιο λογοτεχνικό, χρειάζονται άλλες αρετές, η παρατήρηση δεν αρκεί. Στα κείμενα του βιβλίου υπάρχει μόνο η περιγραφή των περιστάσεων μέσα από τις οποίες τραβήχτηκαν οι φωτογραφίες. Βασίστηκα στις σημειώσεις που είχα κρατήσει «εν θερμώ», συνήθως το βράδυ της ίδιας μέρας. ‘Άλλες τις καθαρόγραψα όπως είχαν, άλλες τις μετέφρασα από τα γαλλικά, και γενικά προσπάθησα να διατηρήσω με μία καλύτερη σύνταξη την αυθόρμητη γραφή τους, μία χρήσιμη άσκηση για κάποιον που δεν έχει πάει σε ελληνικό σχολείο.

 

Διαβάστε ακόμα: Νίκος Μπακουνάκης – «Το Παρίσι είναι όλη η συναισθηματική αγωγή μου».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top