tabloidgalaxy

«Στο ύψος της Χρήστου Λαδά άκουσα φωνές, είδα μια διαδήλωση απ’ το παρελθόν, και αναζήτησα την πλάκα που έγραφε Σωτήρης Πέτρουλας».

Ήταν περασμένες τρεις όταν τον πήρε ο ύπνος. Από την άλλη, όταν πήγε για ύπνο, σκέφτηκε ότι δεν θα μπορούσε να κοιμηθεί καθόλου.

-Charles Willeford, Οι Νεκροί Μπορούν Ακόμη Να Ελπίζουν

Πήρα τον αριθμό προτεραιότητας, διέσχισα τα καθίσματα, και στάθηκα στον πάγκο με τα σουβενίρ. Είχε περάσει ένας μήνας από την επίσκεψη του Γαλανομάτη, και έκρινα ότι δικαιούνταν να μάθει τι έκανα με τα λεφτά του.
Έριξα μια ματιά στην αναφορά μου. Εφτά σελίδες με τις περιπλανήσεις στην πόλη, μερικοί χάρτες, κτήρια, άνθρωποι, δρόμοι, και κάποιες ζωγραφιές από τον αδερφό μου, τον Στέφανο.
Τίποτα σπουδαίο, αλλά ήταν μια αρχή. Τα έβαλα όλα σε ένα φάκελο, και βεβαιώθηκα ότι είχα γράψει τη σωστή διεύθυνση.
Ο Γαλανομάτης έμενε στο Χαλάνδρι. Θα ήταν το ίδιο αν έμενε στη Γη του Πυρός. Τόσο μακριά, λογικό ήταν να θέλει πίσω την Αθήνα.
Αλλά αυτό θα το φρόντιζα εγώ.
Ικανοποιημένος, πήρα να χαζεύω το Ταχυδρομείο στην Ομόνοια. Μ’ αρέσουν τα ταχυδρομεία. Οι φάκελοι, τα γραμματόσημα, οι δακτυλογραφημένες σελίδες.
Θα μπορούσες να με πεις παλιομοδίτη, αν δεν ήμουν τόσο μπροστά απ’ την εποχή μου.
Ναι.
Χάιδεψα το φάκελο, φλέρταρα με μια κοπέλα που περίμενε πλάι μου, και σκέφτηκα το τυπωμένο χαρτί. Κάποιος άλλος μπορεί να είχε στείλει μέιλ.
Όχι εγώ. Προτιμώ τα χειροπιαστά πράγματα. Τα παλιά, ανθεκτικά πράγματα. Αυτά που δεν κόβονται χωρίς συνέπειες. Βέβαια.
Έτσι κι αρχίσεις κόβοντας το μελάνι και το χαρτί, δεν θ’ αργήσεις να βρεθείς καρφωμένος στην οθόνη, να βαράς μαλακία, αντί να είσαι στο δρόμο, και να φλερτάρεις τα κορίτσια.
Παλιοζωή.
Γι’ αυτό λέω ότι είμαι μπροστά απ’ την εποχή μου. Όταν όλοι γίνουν άβαταρ, εγώ θα στείλω μια καρτ-ποστάλ στους θεούς, και μετά θα πηδήξω την Βασίλισσα του Ταχυδρομείου σε ένα κρεβάτι όλο συλλεκτικά γραμματόσημα.
Μιλάμε για νόστιμο ήμαρ, όχι βλακείες. Υπομονή χρειάζεται.
Στο μεταξύ, τακτοποίησα τη δουλειά μου, και βγήκα στην οδό Σταδίου. Ήταν περασμένες εφτά, και η Έλσα με περίμενε για ποτό.
Είχε βραδιάσει. Κοίταξα ευχαριστημένος τα φώτα του δρόμου, και βάδισα προς το Σύνταγμα. Προσπέρασα βιτρίνες φωτισμένες, περαστικούς που δεν είχαν λεφτά για να ψωνίσουν, ζητιάνους, άστεγους που είχαν κουρνιάσει σε χαρτόκουτα.
Προσπέρασα τη Στοά (αυτή με τα βιβλία, και το θέατρο του Καρόλου Κουν), την Κοραή, τον Ιανό, και το Εσπέρια, που είχε κλείσει, αλλά που είχα προλάβει να το σημαδέψω με μια μπίρα, κάποιον Αύγουστο, όταν η Αθήνα μπορούσε ακόμη να αδειάζει, και να γίνεται στέπα. Σταμάτησα, και κοίταξα τα καμένα κτήρια. Όταν άναψα τσιγάρο, η καύτρα έβαλε στην πόλη φωτιά.
Τι εικόνες. Τι μακελειό.

«Μ’ αρέσουν τα ταχυδρομεία. Οι φάκελοι, τα γραμματόσημα, οι δακτυλογραφημένες σελίδες. Θα μπορούσες να με πεις παλιομοδίτη, αν δεν ήμουν τόσο μπροστά απ’ την εποχή μου».

Στο ύψος της Χρήστου Λαδά άκουσα φωνές, είδα μια διαδήλωση απ’ το παρελθόν, πανό, συνθήματα, σημαίες, αέρια και ξυλοδαρμό, και αναζήτησα την πλάκα που έγραφε Σωτήρης Πέτρουλας.
Η οδός Τζαβέλλα με τράβηξε απ’ το μανίκι, αλλά την άφησα για μιαν άλλη φορά.
Με ένα συνειρμό απ’ αυτούς που κάνουν όλοι οι υπαρξιακοί ντετέκτιβ όταν ζορίζονται, θυμήθηκα τον Πετράκη Γιάλλουρο, τον έφηβο που είχαν σκοτώσει οι Βρετανοί σε μια διαδήλωση στην Κύπρο, το 1956.
Πέτρουλας.
Πετράκης.
Πετρούσκα.
Πιερότος.
Φορτώθηκα τους νεκρούς μου, και συνέχισα προς την Παλιά Βουλή. Σκέφτηκα τον Τρικούπη, τον Δηλιγιάννη, και ένα βιβλίο του Φρέντυ Γερμανού που δεν θυμόμουν τον τίτλο του.
Μετά, έκλεισα το μάτι στον Κολοκοτρώνη. Έφιππος χώρει, γενναίε στρατηγέ. Επειδή είχα όρεξη για αυθαίρετα λογοπαίγνια, ψιθύρισα: «Δεν χωράς πουθενά, γέρο μου», και κοίταξα προς το σημείο όπου έδειχνε το τεντωμένο δάκτυλό του.
Η στοά του Γκάλαξι. Τίποτα δεν είναι τυχαίο σ’ αυτή την πόλη. Ίσως επειδή είναι όλα τυχαία. Πέταξα το τσιγάρο, και τσακίστηκα να συναντήσω τη γυναίκα μου.
Η Έλσα είχε καταφέρει να μου κρατήσει ένα σκαμπό στο μικρό μπαρ, που ήταν ήδη γεμάτο. Χαιρέτησα τον αειθαλή κύριο Γιάννη, με τη γραβάτα, και το κολλαριστό πουκάμισό του, και φίλησα τη γυναίκα μου, αλλά διακριτικά, για να μην αναστατώσω τα πλήθη.
«Τι έγινε;» είπε η Έλσα, κάνοντας την κλασική ερώτηση-παγίδα.
«Πολλοί πεθαμένοι, ρε γαμώτο…», απάντησα, και ήπια λαίμαργα, κοιτάζοντας τις φάτσες γύρω μου ή, μάλλον, απέναντί μου.
Ο Μπωντλαίρ, ο Κάφκα, ο Κέρουακ, ο Μπουκόβσκι, ο Μπρετόν, ο Μπετόβεν, το Ρατ Πακ, ο Χεμινγουέι, και μια υπέροχη ασπρόμαυρη γυναικάρα, που πρέπει να ήταν η Ρίτα Χέιγουορθ, αλλά θα μπορούσε να είναι κι η Μπακόλ, χωρίς τον Μπόγκαρτ.
Αυτός, γι’ απόψε, ήθελα να είμαι εγώ.
«Αυτή η ιστορία με την Αθήνα σ’ έχει επηρεάσει πολύ, Αρσένιε».
«Εγώ να δεις πόσο την έχω επηρεάσει».
Η Έλσα χαμογέλασε, κι εγώ γύρισα το κεφάλι γιατί μου φάνηκε ότι είδα στα μάτια της τον Νίκο Γκάτσο (μπορεί και τον Χατζιδάκι), από την εποχή που το Γκάλαξι ήταν αλλιώς, και αλλού.
Αντί γι’ αυτό, είδα τον εαυτό μου μεθυσμένο, καμιά δεκαριά χρόνια παλιότερα, να δείχνω στον Γρηγόρη Ψαριανό το κομποσκοίνι στο χέρι του, και να του λέω ότι εκεί έπρεπε να ψάξει, και όχι στην πολιτική.
Ναι.
Στράφηκα πάλι στην Έλσα, και κοίταξα το δικό μου κομποσκοίνι.
«Τι είναι;» είπε η Έλσα, αλλά, αντί γι’ απάντηση, τσούγκρισα μαζί της, και άκουσα τον Ντιν Μάρτιν που έλεγε, all I do is dream of you the whole night through και λοιπά.
Γυρίσαμε στο σπίτι τα μεσάνυχτα. Κάθισα στο σαλόνι, και διάλεξα τον πιο μελοδραματικό δίσκο όλων των εποχών. Μετά, βάλθηκα να μετρώ τους κόμπους, και να σκέφτομαι ονόματα νεκρών.
Ήταν αδύνατο να κοιμηθώ. Και ήταν αδύνατο να μην ελπίζω.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top