Αν ήταν Άγγλος θα είχε αναγορευτεί ήδη σερ με τον βασιλιά Κάρολο, ακολουθώντας το πρέπον τελετουργικό, να του αποθέτει το σπαθί του στους δύο ώμους του. Δεν νομίζω πως ο Σταύρος Ξαρχάκος θα ήθελε να είναι κάτι άλλο από Έλληνας και σίγουρα δεν του λείπει η προσφώνηση «σερ» και ούτε ποτέ την έχει ονειρευτεί.
Αντίθετα, αυτό που συνέβη στο βράδυ της περασμένης Παρασκευής στο Ηρώδειο συνιστά τη μέγιστη καταξίωση για έναν συνθέτη που σε όλη την καριέρα του έχει πιάσει σημαντικές κορυφές. Η παρουσίαση του εμβληματικού Ρεμπέτικου, 40 χρόνια από τη στιγμή που πρωτοακούστηκε, είναι κάτι παραπάνω από μια γενέθλια συναυλία. Κάτι σαν «να έχουμε να θυμόμαστε».
Είναι η παλλόμενη καρδιά μιας χώρας που μέσα στις δεκαετίες έχει υποστεί δεινά, έχει αλλάξει χαρακτήρα, έχει μπει ξανά στο τρένο της ανάπτυξης, έχει γίνει παράδειγμα και περίγελως διεθνώς, αλλά μέσα της, εκεί που καμία τρέχουσα μόδα δεν μπορεί να εισχωρήσει, έχει παραμείνει ρεμπέτισσα με ό,τι αυτό σημαίνει.
Για τον Σταύρο Ξαρχάκο, το Ρεμπέτικο είναι ό,τι για τον Μάνο Χατζιδάκι ο Μεγάλος Ερωτικός και για τον Μίκη Θεοδωράκη το Άξιον Εστί. Είναι η θαυμαστή ένωση της ποίησης, της μουσικής, του εθνικού οράματος, αλλά και της πάνδημης αποδοχής. Όλα αυτά δεν γίνεται να μην αντέχουν στο χρόνο διότι φτιάχτηκαν για να διαρκούν.
Στο Ρεμπέτικο, ακόμη και ο σημερινός Έλληνας, έστω κι αν απέχει πάρα πολύ από τις εποχές που γέννησαν αυτή τη μουσική, ακουμπάει κάτι δικό του. Κάτι που προέρχεται από τις προηγούμενες γενιές: ένας παππούς που ήρθε από τη Σμύρνη, ένας θείος που πολέμησε στο Αφιόν Καραχισάρ, μια γιαγιά που κοιλοπόνεσε και έχασε το παιδί της μέσα στην ανέχεια.
Αυτές οι μουσικές δεν είναι φολκλόρ να πωλούνται κάθε καλοκαίρι στους ξένους για να ξεφαντώνουν. Είναι δημιουργημένες από σπάνιους συνθέτες που κατάφεραν μέσα στην αναγκαία συγκυρία να μελοποιήσουν ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής Ιστορίας.
Υπό αυτή την έννοια ο Χατζιδάκις, ο Θοεδωράκης, ο Ξαρχάκος και κάποιοι άλλοι αυτού του βεληνεκούς λειτουργούν ως ιστορικοί του μέλλοντος. Δεν φτιάχνουν τραγούδια, αλλά ιστορούν τη λύπη, το κουράγιο, τη θλίψη, την κατάρρευση των οραμάτων και την απαντοχή των νέων που κάποια στιγμή θα δημιουργηθούν.
Ο Ξαρχάκος, ως τελευταίος των μεγάλων των περασμένων γενεών, είναι μια γέφυρα ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. Είναι από αυτούς τους Έλληνες που εξακολουθούν, σε πείσμα των καιρών, να εμφορείται από μια μεγάλη ιδέα, από μια συνεκτική εικόνα του ελληνισμού που δεν φοβάται τη γειτονία και τη συνεργασία με τις άλλες χώρες, καθώς γνωρίζει πως οι ρίζες αυτού του τόπου (οι αυθεντικές) παραμένουν αναλλοίωτες.
Το ένθερμο χειροκρότημα των θεατών του Ηρωδείου, αλλά και το εκστατικό σιγοτραγούδισμα σε όλα τα τραγούδια της παράστασης, μοιάζει με μια συλλογική φωνή που θέλει να πει ότι υπάρχει ακόμη η άλλη Ελλάδα που δεν χαίρεται για τους λάθους λόγους και δεν υποστέλλει τη σημαία της διαφορετικότητάς της. Αυτής που της έταξε η ιστορία και η γεωγραφική της θέση.
Μακριά από στείρους πατριδοκάπηλους και εθνικισμούς που στενεύουν τα όρια της χώρας, το Ρεμπέτικο είναι μια ανοιχτή θάλασσα που άλλοτε μάς πονάει για όσα χάσαμε στον βυθό της κι άλλοτε μάς σώζει από ναυάγια. Όμως αυτή ακριβώς είναι η Ελλάδα: αυτή που έγραψε στους στίχους του ο Νίκος Γκάτσος και έντυσε με εξαίσια μουσική ο Σταύρος Ξαρχάκος.
Δεν είναι τα πλουμιστά νησιά μας που γεμίζουν από γιοτ και Άραβες. Δεν είναι τα ακριβά διαμερίσματα του κέντρου που μοσχοπουλιούνται σε Κινέζους. Δεν είναι η ξενομανία που μας πιάνει κατά καιρούς και θέλουν να είμαστε αρεστοί στους ξένους.
Είναι το αίσθημα της ταπεινότητας, του μέτρου, της αγίας συντριβής, αλλά και της μέθεξης που προσφέρει η άνωση προς κάτι σημαντικότερο. Αυτή η άνωση υπήρξε στο Ηρώδειο ως μια ξεχωριστή στιγμή, παγωμένη στο χρόνο, έτσι ώστε να επιστρέφουμε πάντα σ’ αυτήν όταν έχουμε αμφιβολίες για το ποια είναι η πατρίδα μας.
Ε, λοιπόν, αυτή είναι…
Διαβάστε ακόμα: Μάνος Χατζιδάκις. «Ψέματα η Ελλάδα πώς τάχα δεν πεθαίνει ποτέ».