Ήταν για ένα μεγάλο διάστημα ο πιο επιτυχημένος συγγραφέας του γερμανόφωνου χώρου, διακρίθηκε για τα δοκίμιά του, τις αφηγήσεις του, τα θεατρικά του έργα, τα λιμπρέτα του, ιδιαίτερα επίσης για την επιτυχημένη και δημοφιλή εκλαΐκευση διαφόρων θεμάτων από τα πεδία της ιστορίας, της φιλοσοφίας, της τέχνης. Η ζωή του ωστόσο απεδείχθη μια τραγική επιβεβαίωση της ρήσης «Μηδένα προ του τέλους μακάριζε».
Γεννήθηκε ως ένας πλούσιος μεγαλοαστός και του δόθηκε η ευκαιρία να απολαύσει τους καρπούς μιας ιδιαίτερα εξεζητημένης παιδείας, να μεγαλώσει ανάμεσα στις μεγαλύτερες πνευματικές προσωπικότητες της εποχής του, να έρθει σε επαφή με όλα τα είδη της τέχνης, σύγχρονης του και κλασικής, να ταξιδέψει σε πολλά μέρη του κόσμου, σε εποχές που αυτό ήταν προνόμιο των πολύ λίγων, να κερδίσει και ο ίδιος πολλά χρήματα από τη συγγραφική του δραστηριότητα, αφού τα βιβλία του είχαν από τότε μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες, και να ζήσει ως «Bourgeois Grande», ένας από τους κατεξοχήν εκπροσώπους των εβραϊκής καταγωγής αστών που είχαν πλήρως ενταχθεί στην αυστριακή κοινωνία και συναποτελούσαν τη γερμανόφωνη οικονομική, αλλά και πνευματική ελίτ της Βιέννης την εποχή της ακμής της. Στην εντυπωσιακή του βίλα στο Salzburg, ο Αυστριακός συγγραφέας Stefan Zweig διατηρούσε το γραφείο του και μια συλλογή μεταξύ άλλων από χειρόγραφά του, πρωτότυπα λογοτεχνικά έργα του φίλου του Arthur Schnitzler, παρτιτούρες του Beethoven και άλλα πολύτιμα κειμήλια της ευρωπαϊκής πολιτισμικής κληρονομιάς.
Όλα αυτά, όμως, άλλαξαν ραγδαία. Η κήρυξη του πολέμου, πριν από 100 χρόνια, τον Αύγουστο του 1914, διέκοψε βίαια το «τελευταίο καλοκαίρι της Ευρώπης» και ο κόσμος της ασφάλειας και της ευημερίας, όπως περιγράφει ο Zweig ασφαλώς από τη σκοπιά της ευημερούσας κοινωνικής του τάξης, τη βιεννέζικη belle époque, τελείωσε άδοξα. Γυρίζοντας από την Ελβετία όπου βρισκόταν στο τέλος του πολέμου, το τρένο στο οποίο επέβαινε ο Zweig διασταυρώθηκε στα σύνορα με αυτό του τελευταίου εστεμμένου Αψβούργου, ο οποίος εγκατέλειπε οριστικά το έδαφος της μέχρι πριν από λίγες μέρες αυτοκρατορίας του. Λίγο νωρίτερα στο λεγόμενο κινέζικο, λόγω της διακόσμησής του, δωμάτιο του εξοχικού ανακτόρου Schönbrunn, στα δυτικά προάστια της αυστριακής πρωτεύουσας, ο Κάρολος είχε υπογράψει την παραίτηση της οικογένειάς του από το θρόνο, γεγονός που σφράγισε τη διάλυση της μακραίωνης αυτοκρατορίας.
Η Βιέννη, από πλούσιο κέντρο μιας πολυεθνικής επικράτειας, περιορίστηκε να είναι η φτωχή πρωτεύουσα μιας μικρής δημοκρατίας που «κανείς δεν ήθελε», αφού κάποιοι, όπως ο Zweig, νοσταλγούσαν την αίγλη της παλιάς Αυστροουγγαρίας, ενώ πολλοί ήθελαν την ένωση με την- στα μάτια τους- πολύ ισχυρότερη Γερμανία. Η Βιέννη είχε ήδη, από την υποδοχή των πρώτων τραυματιών και προσφύγων τις πρώτες κιόλας εβδομάδες του πολέμου, εξαντλήσει τις ιδιαίτερα υψηλές για την περίοδο της ειρήνης νοσοκομειακές και άλλες προνομιακές δυνατότητές της. Υπολογίζεται ότι δέχτηκε πάνω από ένα εκατομμύριο αναξιοπαθούντες τον πρώτο μόλις χρόνο του πολέμου. Ακολούθησε στη συνέχεια η πείνα, η φτώχεια και ο υπερπληθωρισμός. Ο Zweig περιγράφει ανάγλυφα ότι στα χρόνια του μεσοπολέμου, μέχρι να φτάσει στα χέρια του με το ταχυδρομείο η επιταγή για τα πνευματικά του δικαιώματα από τις πωλήσεις των βιβλίων του από τον Γερμανό εκδότη του, το μεγάλο αρχικά ποσό που αναγραφόταν σε αυτή έφτανε μόνο για να πληρωθεί το γραμματόσημο του ευχαριστήριας απαντητικής επιστολής!
Ο Zweig αναγκάστηκε ήδη από το 1934, αντιλαμβανόμενος ίσως νωρίτερα από άλλους την κατάσταση στη Γερμανία να εγκαταλείψει για πάντα την αγαπημένη του χώρα, ενώ μετά την είσοδο των Ναζί στην Αυστρία το 1938 τα βιβλία του απαγορεύτηκαν και εκεί. Ακολούθησαν πολλοί άλλοι διανοούμενοι, ανάμεσά τους νομπελίστες καθηγητές του πολύ σημαντικού τότε πανεπιστημίου της Βιέννης, σε κάτι που περιγράφεται συνήθως ως η «εκδίωξη του ορθού λόγου». Ένας από τους τελευταίους που κατάφερε να ξεφύγει από τον εγκληματικό αυτό παραλογισμό, με τη βοήθεια του φίλου του Zweig από την Αγγλία ήταν ο πατέρας της ψυχανάλυσης Sigmund Freud, ο οποίος εγκατέλειψε την τελευταία στιγμή, λίγες μέρες πριν από τη λεγόμενη «Νύχτα των Κρυστάλλων», την αγαπημένη του Βιέννη.
Ο σεβάσμιος καθηγητής πέθανε ένα χρόνο αργότερα στο Λονδίνο με την έναρξη του πολέμου να δηλητηριάζει τις τελευταίες μέρες της ζωής του. Ο Zweig εκφώνησε τον επικήδειο προς τιμήν του διάσημου φίλου και συμπατριώτη του και λίγο αργότερα εγκατέλειψε τη Βρετανία. Μετά από μια σύντομη παραμονή του σε ένα προάστιο της Νέας Υόρκης, εγκαταστάθηκε με τη δεύτερή του γυναίκα στην Πετρούπολη της Βραζιλίας. Εκεί ο συγγραφέας ολοκλήρωσε δύο από τα σημαντικότερα έργα του την «Σκακιστική Νουβέλα» και την αυτοβιογραφία του.
Και ενώ είχε ήδη υποστεί, όπως ο ίδιος περιγράφει στον πρόλογο της αυτοβιογραφίας του, και με πόνο αντέξει, την απώλεια της πατρίδας στην οποία γεννήθηκε το 1881, δεν κατάφερε, όπως λέει, να προσαρμοστεί στην ακόμα μεγαλύτερη γι’ αυτόν απώλεια, αυτού που ίδιος θεωρούσε ως πραγματική πατρίδα του: την Ευρώπη. Πριν από τους πολέμους, την ευημερούσα κοσμοπολίτικη ήπειρο, όπου οι μετακινήσεις και οι ανταλλαγές ιδεών ήταν ελεύθερες και όπου οι όποιες κοινωνικές αναταραχές ή και πολεμικές συγκρούσεις έμοιαζαν, τουλάχιστον εκ των υστέρων, εντελώς ανώδυνες σε σχέση με τις διαστάσεις του πρώτου και, πολύ περισσότερο, του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Μετά την ολοκλήρωση του βιβλίου αυτού ο Zweig και η σύζυγός του έδωσαν τέλος στη ζωή τους, μην μπορώντας να αντέξουν το μίσος, τη σφαγή του πολέμου, το διωγμό των Εβραίων, σε δικά τους λόγια, την απώλεια της πολιτισμένης Ευρώπης. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι τη χρονιά της αυτοκτονίας του Zweig (1942), κατά την οποία γίνεται αυτή η διάγνωση του εκβαρβαρισμού της Ευρώπης, πολλά από τα χειρότερα εγκλήματα των Ναζί είτε δεν είχαν γίνει πλήρως γνωστά είτε δεν είχαν καν πάρει την ασύλληπτη για τον ανθρώπινο νου έκταση που γνωρίζουμε σήμερα.
Στην εμπειρία της εξορίας και σε αυτά τα δύο τελευταία έργα του ήταν αφιερωμένη μια έκθεση του Μουσείου Θεάτρου της αυστριακής πρωτεύουσας, την οποία είχα την ευκαιρία να επισκεφτώ το 2014 για λογαριασμό της εφημερίδας “Ελευθεροτυπία”. Η έκθεση έδωσε την ευκαιρία να επαναπατριστούν για πρώτη φορά ορισμένα από τα προσωπικά αντικείμενα του Zweig από βιβλιοθήκες και αρχεία των ΗΠΑ και του Ισραήλ. Την έκθεση επιμελήθηκαν οι Peter Karlhuber και Klemens Renoldner.
Καθώς εισέρχονταν ο επισκέπτης στο χώρο της έκθεσης κυριαρχούσαν τα τεκμήρια της περιήγησης του συγγραφέα στις χώρες που τον φιλοξένησαν, οι φωτογραφίες του διαβατηρίου, η ταυτότητά του από τις βρετανικές αρχές, τα δακτυλικά του αποτυπώματα από την αμερικανική υπηρεσία μετανάστευσης. Όλα αυτά στο εντυπωσιακό φόντο ενός υπερωκεανίου σε μια φωτογραφία που έδινε της αίσθηση της απεραντοσύνης και παρέπεμπε και στο δεύτερο μισό της αφήγησης στην οποία ήταν αφιερωμένη η επόμενη αίθουσα, με την αριστουργηματική «Σκακιστική νουβέλα».
Αυτό το αριστούργημα του Zweig αναφέρεται στην εμπειρία της αναγκαστικής εξορίας, μέσω της ιστορίας ενός αριστοκρατικής καταγωγής δικηγόρου, ο οποίος προτού μπει στο πλοίο της φυγής, είχε βιώσει την κράτηση σε απόλυτη απομόνωση από τους Ναζί και, για να ξεφύγει από την τρέλα, αποστήθιζε στην αρχή παρτίδες σκακιού από ένα βιβλίο που βρήκε, ενώ αργότερα έπαιζε σκάκι με τον εαυτό του. Πρόκειται για μια κατάδυση στα κατάβαθα του ανθρώπινου μυαλού και στην ψυχολογία των ακραίων καταστάσεων.
Ο ήρωας του βιβλίου, με την ευγένεια και την πνευματική πειθαρχία, αλλά και τα ανεπούλωτα τραύματα του οποίου ο Zweig φαίνεται να ταυτίζεται, κρατείται σε ένα δωμάτιο του Μετροπόλ της Βιέννης, το ομοίωμα του οποίου κυριαρχεί στην επόμενη αίθουσα. Το κτίριο αυτό υπήρξε κάποτε ένα από τα σημαντικότερα ξενοδοχεία της Ευρώπης. Το βιβλίο απαθανατίζει τη μελανή τελευταία σελίδα της ιστορίας αυτού του κτιρίου, την αίγλη της οποίας κηλίδωσε για πάντα η μετατροπή του σε τόπο μαρτυρίου από την GESTAPO, με αποτέλεσμα το αυστριακό κράτος να αφήσει κενό το οικόπεδο στο ανατολικό άκρο της παλιάς πόλης, με μια μόνο λιτή αναμνηστική, όσο και προειδοποιητική επιγραφή.
Το κύριο μέρος της έκθεσης ξεκινούσε από το τραγικό τέλος του συγγραφέα και τα περιστατικά της συγγραφής και έκδοσης των απομνημονευμάτων του, για τα οποία ο Zweig επέλεξε τελικά τον τίτλο: «Ο κόσμος του Χθες. Αναμνήσεις ενός Ευρωπαίου». Το βιβλίο, αν και καλύπτει όλη τη ζωή του συγγραφέα, εστιάζει με νοσταλγία στον κόσμο πριν από τους πολέμους, στην πέραν των συνόρων και χρόνου Ευρώπη του πολιτισμού, μέσω φωτογραφιών, αλληλογραφίας και χειρογράφων των συγγραφέων και άλλων πνευματικών ανθρώπων με τους οποίους είχε σχέσεις ο Zweig. Ανάμεσά τους, πέραν από τον Freud και τον Schnitzler, ξεχωρίζουν οι Hugo von Hofmannsthal, Romain Rolland, Salvator Dali, Walter Rathenau.
Μπορεί οι αντιστοιχίες του σήμερα με εκείνη τη μαύρη εποχή, παρά τα όσα λέγονται, να είναι περιορισμένες, όμως στην προσπάθεια να αποφευχθούν τα λάθη του παρελθόντος ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς λαούς, τους οποίους ενώνουν πιο πολλά από όσα τους χωρίζουν και έχουν σημαντικότερα πράγματα να διαφυλάξουν από τα δεκαδικά ψηφία του πληθωρισμού, είναι επίκαιρη η ύστατη προτροπή του Zweig που αποτελεί και τον τίτλο της έκθεσης: «Χρειαζόμαστε ένα καινούργιο θάρρος για την Ευρώπη!»
INFO: Το ρεπορτάζ με την επίσκεψη στην έκθεση έγινε από τον υπογράφοντα για λογαριασμό του ενθέτου “ΕΠΤΑ” της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, το 2014. Οι φωτογραφίες από την έκθεση είναι μαι ευγενική προσφορά του Μουσείου Θεάτρου της Βιέννης. © Theatermuseum, Wien.
Διαβάστε ακόμα: Στέφαν Τσβάιχ, Μια μέρα με τον Ροντέν.