«Μία κομβική στιγμή της ζωής μου ήταν κάποιες διακοπές στη Μύκονο».

Ομολογώ πως το «τυράκι» για αυτή τη συνέντευξη ήταν «ο σκηνοθέτης της πρώτης ελληνικής ταινίας που αγόρασε το Netflix». Δεν γνώριζα τον Στηβ Κρικρή πριν ακούσω αυτό όμως εκ των υστέρων κατάλαβα ότι… κακώς. Και γιατί ο Στηβ είναι ένας εξαιρετικός επαγγελματίας με μεγάλη παρακαταθήκη στο δισάκι του και γιατί είναι ένας πολύ ενδιαφέρων τύπος ανθρώπου που έχει τόσα να μοιραστεί μαζί σου, εμπειρίες, σκαναμπανεβάσματα, ανθρώπινα διλήμματα και αποφάσεις οριακές, ο οποίος είναι, συν τοις άλλοις, πολύ αγαπητός σε όλους.

Συνάδελφοι και γνωστοί, όλοι έχουν έναν καλό λόγο για αυτόν τον σκηνοθέτη που με το ένα πόδι στην Αμερική και το άλλο στην Ελλάδα διέπρεψε αρχικά στη διαφήμιση, βραβεύτηκε για την ταινία του «The Waiter» που αγοράστηκε από τον κολοσσό της συνδρομητικής τηλεόρασης Netflix και ετοιμάζει ένα ελπιδοφόρο ντοκιμαντέρ για την πλανεύτρα Μύκονο του παρελθόντος.

Μικρός ήταν πάντα εκείνος που πρότεινε σινεμά στην παρέα, που έφαγε ώρες στο «Ατττικόν», στο «Έλλη», στον «Απόλλωνα», που έκανε την αγάπη και την ευαισθησία του πραγματικότητα στην οθόνη. Που έχει γνωρίσει κόσμο και κοσμάκη εκεί που παίζεται το παιχνίδι – Νέα Υόρκη και L.A – και κρατά πάντα φίλο τον Christopher Coppola, ανιψιό του Coppola.

«Τα τρία χρόνια που έζησα στο Σαν Φρανσίσκο δεν τα αλλάζω με τίποτα. Έχω τρομερές αναμνήσεις».

Ηταν εκεί στο ξεκίνημα του Γιώργο Λάνθιμου, «Φίλοι και γνωστοί θέλαμε να βοηθήσουμε με κάθε τρόπο. Εγώ επιστρατεύτηκα στις πρώτες του ταινίες του Γιώργου με ένα μικρό ρόλο στη κάθε ταινία – στη “Κινέττα” και στον “Κυνόδοντα”. Είχε πλάκα. Προτιμώ, όμως, ειλικρινά να είμαι πίσω από την κάμερα εν τέλει!». Πρόσφατα ολοκλήρωσε μια ταινία μικρού μήκους με τίτλο “The Last Journey” που θα κάνει πρεμιέρα τον Σεπτέμβριο στο Φεστιβάλ Δράμας με πρωταγωνιστές τον Ανδρέα Νάτσιο και τον Γιάννη Στάνκογλου. «Ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, χωρίς καμία χρηματοδότηση, μέσα σε ένα καράβι εν πλώ και εν μέσω lockdown».

«Το Τhe Waiter είναι mystery thriller η μάλλον ένα neo noir βασισμένο σε κάποια δικιά μου εμπειρία όταν ζούσα στο East Village της Νέας Υόρκης».

– Πού μεγαλώσατε;

Γεννήθηκα στην Αμερική στην Washington D.C από Έλληνες γονείς αλλά όταν ήμουνα γύρω στα τρία-τρεισήμισι ήρθαμε στην Ελλάδα. Μεγάλωσα εδώ. Ξαναγύρισα στην Αμερική μετά το σχολείο, εκεί ήταν ο πατέρας μου και εκεί άρχισα να σπουδάζω. Έκανα computer science που ήταν της ‘μόδας’, ήμουν καλός στα μαθηματικά αλλά δεν ήταν κάτι που αγαπούσα. Μετά ασχολήθηκα αρκετά με τη φωτογραφία, και έκανα ένα course σε filmmaking όπου και άρχισα να κάνω ταινίες σε Super 8 φιλμ.

– Επηρεαστήκατε από κάτι;

Μία κομβική στιγμή της ζωής μου ήταν κάποιες διακοπές στη Μύκονο. Είναι πολύ σημαντικό αυτό γιατί τώρα κάνω ένα ντοκιμαντέρ για την Μύκονο την εποχή του 1970. Τότε λοιπόν εκεί γνώρισα τον Βασίλη Μωυσίδη- σκηνοθέτη – με τον οποίο κάναμε πολύ ωραίες συζητήσεις για τον κινηματογράφο και τις σπουδές του στην Cinecitta και αυτό αμέσως μου δημιούργησε τρομερή περιέργεια και επιθυμία. Την ίδια χρονιά, εκεί γνώρισα και μια Γαλλίδα που σπούδαζε στο Σαν Φρανσίσκο. Μετά από λίγο καιρό την επισκέφθηκα και με πήγε στο San Franscisco Art Institute όπου μαγεύτηκα ακαριαία και αποφάσισα να μετακομίσω. Ήταν τρία χρόνια που δεν τα αλλάζω με τίποτα, με τρομερές αναμνήσεις. Το Σαν Φρανσίσκο ήταν μία πολύ ωραία και ενδιαφέρουσα πόλη με ανθρώπους από όλο τον κόσμο. Τώρα είναι πιο πολύ “silicon valley” στυλ πόλη και πιο ακριβή ενώ τότε ήταν πιο artistic και πιο προσιτή.

«Ήμουν πολύ τυχερός γιατί σπούδασα με film makers που θεωρούνται πρωτοπόροι του avant garde cinema».

– Εξειδικευτήκατε λοιπόν στο film making.

Ήμουν πολύ τυχερός γιατί σπούδασα με κάποιους film makers που θεωρούνται πρωτοπόροι του avant garde cinema όπως ο Mike και ο George Kuchar και ο Stan Brakhage. Ήταν μια σχολή που ουσιαστικά λόξευε τη ματιά προς την τέχνη του κινηματογράφου, προς τους πειραματισμούς και όχι προς το εμπορικό κομμάτι της. Eίχα την ευκαιρία να δουλέψω σε διαφορετικές ειδικότητες και να κάνω ταινίες. Απλώς τελειώνοντας δεν είχα έναν επαγγελματικό προσανατολισμό – βρέθηκα μπροστά στο γνωστό δίλημμα: Νέα Υόρκη ή Λος Άντζελες;

Με τον Άρη Σερβετάλη και τον Γιάννη Στάνκογλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

– Ποιος κέρδισε;

Έτεινα να πάω προς το Λος Άντζελες γιατί είχα και κάποιους φίλους εκεί. Τελικά μέσω του μπαμπά μιας φίλης που είχε μια πολύ μεγάλη εταιρεία στη Νέα Υόρκη και στο Λος Άντζελες, δουλεύω στο πρώτο διαφημιστικό σαν βοηθός παραγωγής. Στην έρημο του Palm Springs σε μια φοβερή και αξέχαστη περιπέτεια! Έπρεπε να οδηγήσω ένα φορτηγό στην έρημο και εν τέλει χάθηκα.

– Και πού καταλήξατε; 

Κατέληξα στη Νέα Υόρκη. Συμπτωματικά εκεί γνώρισα τον Bobby Sheehan -σκηνοθέτη- που ξεκινούσε μια εταιρεία παραγωγής την Workhorse Productions εκείνη την εποχή με έναν Ολλανδό φωτογράφο τον Hans Neleman – ο οποίος είναι πλέον ένας πολύ ξακουστός φωτογράφος. Μέσα σε ένα μικρό χρονικό διάστημα μπήκα σε αυτό το σχήμα Εκεί έκανα τα πρώτα μου βήματα στη δουλειά. Είχαμε ένα στούντιο στο Meat Packing district όπου περνάγαμε ατελείωτες ώρες. Κάναμε διαφημιστικά, fashion videos, MTV clips. Αυτό κράτησε γύρω στα δύο χρόνια και κάπως μετά διαλυθήκαμε γιατί ο καθένας ήθελε να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο. Δούλεψα freelance για έναν χρόνο με διάφορες εταιρείες παραγωγής σαν βοηθός σκηνοθέτη,  και σε τηλεοπτικές σειρές.

«Έμεινα στην Αμερική 11 χρόνια και δικτυώθηκα αρκετά. Ήταν τρομερό σχολείο».

– Γίνεται πάντως το American dream έτσι;

Γίνεται με δυσκολία – ήμουν συνέχεια alert για το αν θα τα καταφέρω. Η Νέα Υόρκη ήταν και είναι μια ακριβή πόλη. Έμεινα στην Αμερική 11 χρόνια και δικτυώθηκα αρκετά. Ήταν τρομερό σχολείο σχετικά με την δουλεία μου δηλαδή το πώς λειτουργεί ένα κινηματογραφικό συνεργείο, πώς λειτουργεί ένα γύρισμα, ποιες είναι οι ισορροπίες μεταξύ σκηνοθέτη και πελάτη όταν κάνεις διαφήμιση κλπ. Επέστρεψα στην Ελλάδα κάποια Χριστούγεννα και μου έγινε μια πρόταση να δουλέψω με κάποιες εταιρείες εδώ στη διαφήμιση μεταξύ αυτών και η Stefi. Είδα τότε μια τρομερή ανάπτυξη. Ήταν τέλη του ‘89 όταν ξεκινούσε και η ιδιωτική τηλεόραση. Ξεκίνησα πιστεύοντας πως θα μπορούσα να συνδυάσω να εργάζομαι και τις δύο χώρες. Ωστόσο κάτι τέτοιο ήταν μια ουτοπία εκείνη τη στιγμή γιατί κάπου τελικά πρέπει να έχεις μία βάση και να είσαι established. Στο τέλος παρέμεινα εδώ. Παράλληλα δούλεψα και με εταιρείες παραγωγής στην Ευρώπη.

– Το μετανιώνετε που δεν επιλέξετε την Αμερική;

Υπάρχουν στιγμές ακόμα που πραγματικά έχω ένα ερωτηματικό αν εκείνη την κομβική στιγμή που το αποφάσισα, έκανα καλώς η όχι. Φανταστείτε πως είχα αφήσει τα πράγματά μου στο διαμέρισμα μου στην Νέα Υόρκη για αρκετά χρόνια με την ψευδαίσθηση ότι θα ξαναγυρνούσα. Αυτές είναι οι αποφάσεις που μας καθορίζουν. Δεν το μετανιώνω όμως.

Στα Βραβεία Iris το 2019.

«Κατάγομαι από την Πάτμο και πάντα σκεφτόμουνα να κάνω κάτι καλλιτεχνικό σε αυτό τον τόσο ιδιαίτερο τόπο».

– Δεν επιστρέψατε ποτέ;

Επέστρεψα το 2011 όταν είχε ξεκινήσει η μεγάλη οικονομική κρίση στην Ελλάδα. Υπήρχε μια εταιρεία στη Νέα Υόρκη με την οποία ήμουν ήδη σε επαφή, τους άρεσε η δουλειά μου και κάπως διαπραγματευόμασταν το αν θα μπορούσα να ενταχθώ στο δυναμικό των σκηνοθετών τους. Συμπτωματικά εκείνη την εποχή γεννήθηκε ο γιος μου και αισθανόμουν μια τρομερή ανάγκη να είμαι κοντά του. Υπήρχε το σενάριο να μετακομίσουμε όλοι στην Αμερική αλλά αυτό δεν έγινε οπότε ξαναγύρισα μετά από δύο μήνες. Αυτό το χρονικό διάστημα αποφασίζω ότι θα κάνω μια ταινία, παράλληλα με την γένεση του Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Πάτμου.

– Πώς κι έτσι; 

Κατάγομαι από την Πάτμο και πάντα σκεφτόμουνα να κάνω κάτι καλλιτεχνικό σε αυτό τον τόσο ιδιαίτερο τόπο. Το Φεστιβάλ σιγά σιγά αποκτάει φήμη και πολλοί Ελληνες και ξένοι κινηματογραφιστές έρχονται να περάσουν 10 μέρες καλοκαιρινών διακοπών αλλά και να συνυπάρξουν σε ένα πολύ ζεστό και φιλικό σινεφίλ περιβάλλον. Το 2016 αποχώρησα και άρχισα να ετοιμάζω την ταινία μου, να ψάχνω τι γίνεται με τις χρηματοδοτήσεις στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, και στην ΕΡΤ. Καθυστερήσαμε δύο χρόνια γιατί δεν υπήρχε διοίκηση στο Κέντρο οπότε τελικά την ολοκλήρωσα το 2018 – 2019. Το “The Waiter” έκανε πρεμιέρα στην Θεσσαλονίκη, πήρε δυο βραβεία, και τέσσερα βραβεία από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου εκείνη τη χρονιά.

Στο The Last Journey με τον Γιάννη Στάνκογλου.

– Μόνος σας γράψατε το σενάριο;

Κατά βάση, αλλά είχα μεγάλη βοήθεια από έναν script editor στη Γερμανία και παράλληλα δούλεψα και με τον Γιάννη Πάππο και τον Πέτρο Βουνισέα. Η ταινία γυρίστηκε με αρκετές δυσκολίες αλλά πολλή αγάπη και αφοσίωση από όλους τους συνεργάτες. Είχε μία εκπληκτική φεστιβαλική πορεία – 40 Φεστιβάλ, εγώ πήγα σε περίπου 15 από αυτά. Πήρε δύο βραβεία στο Φεστιβάλ Πεκίνο και Σκηνοθεσίας στο Raindance. Πρόσφατα πωλήθηκε σε 23 ευρωπαϊκές χώρες στο Νetflix.

Αλλο ένα βραβείο στο Φεστιβάλ του Πεκίνου.

«Η συμφωνία με το Netflix με ενθάρρυνε και μου έδωσε μεγάλη χαρά – άνοιξε ένας δρόμος».

– Πως έγινε αυτό; Πώς σε βρίσκει κάποιος από το Netflix;

Εχω έναν sales agent στη Ρώμη, την εταιρεία TVCO, με τον οποίο γνωριστήκαμε στις Κάννες στη παρουσίαση της ταινίας στο “Festival goes to Cannes”. Τους άρεσε πάρα πολύ η ταινία και κάπως έτσι υπέγραψα συμφωνία πως όταν την τελείωνα, θα την είχαν για sales σε όλον τον κόσμο εκτός από την Ελλάδα. Όλο αυτό με ενθάρρυνε και μου έδωσε μεγάλη χαρά – άνοιγε ένας δρόμος. Εύχομαι να είναι μια αρχή για τους Ελληνες δημιουργούς και τον Ελληνικό κινηματογράφο.

– Και τώρα;

Μετά την ταινία κάπως κόλλησα με την Filmiki, την εταιρεία παραγωγής με την οποία έχω στενή συνεργασία. Κάναμε μία Ελληνο-κινέζικη παραγωγή την πρώτη που έγινε ποτέ. Την σκηνοθέτησε ο Βασίλης Ξηρός με τίτλο “A day in the life of a teddy bear”. Τώρα δουλεύω το «Super Paradise», ένα μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ για την Μύκονο του 1970, ενώ παράλληλα γράφω ένα σενάριο για ταινία με τον Daniel Sussman ένα Αμερικάνο σεναριογράφο που διδάσκει στο UCLA.

– Αρχειακό υλικό πού βρήκατε;

Για τη Μύκονο ψάχνουμε συνεχώς αρχειακό και φωτογραφικό υλικό και μουσικές της εποχής. Είναι ένα πολύ ωραίο και ενδιαφέρον project που ελπίζουμε να φέρει κοντά στο κόσμο ένα «χαμένο παράδεισο». Το παρουσιάσαμε στο work in progress στη Θεσσαλονίκη, στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, και υπήρξε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον από sales agents και παραγωγούς. Τώρα συνεργαζόμαστε με έναν Γερμανό παραγωγό οπότε θα είναι μία συμπαραγωγή με τη Γερμανία. Τον Σεπτέμβριο θα κάνουμε κάποια γυρίσματα στη Μύκονο,  και θα συνεχίσουμε με το μοντάζ.

Στα γυρίσματα του The Waiter.

«Η Αμερική που έζησα εγώ ήταν πιο ελεύθερη και πιο αληθινή. Τώρα είναι σε αναστάτωση».

Αμερική σήμερα και Αμερική τότε.

Τρελή διαφορά. Έχω να πάω δυο- τρία χρόνια, αλλά συζήτησα πάρα πολύ τώρα με το Daniel ο οποίος ενδιαφέρεται για την πολιτική κατάσταση και είναι πολύ μέσα στα πράγματα και τον είδα εξαιρετικά απαισιόδοξο. Ο,τι ξεκίνησε επί Τραμπ είναι ανεπανόρθωτο. Πρόκειται για μία κοινωνία σε φοβερή αναστάτωση κάτι που φυσικά δεν βλέπεις στη Νέα Υόρκη, στη Βοστώνη ή στο LA, στο Σαν Φρανσίσκο, αλλά υπάρχει στη βαθιά Αμερική που είναι τεράστια. Η Αμερική που έζησα εγώ ήταν πιο ελεύθερη και πιο αληθινή. Τα χρόνια που έζησα στο Σαν Φρανσίσκο  και στην Νέα Υόρκη ήταν ονειρεμένα. Πιστεύω ότι τώρα νιώθεις τον κίνδυνο από παντού: πώς θα κρατηθείς οικονομικά, πώς θα επιβιώσεις, πώς θα υπάρξεις μέσα σε ένα αφιλόξενο σύστημα, πώς θα αντιδράσεις σε όσα παράλογα λέει ο νόμος… Είναι τρομακτικό να μπορείς να έχεις ένα όπλο και να κάνεις ό,τι θέλεις χωρίς έλεγχο.

– Πείτε μας λίγο για το The waiter. To The waiter είναι μια ταινία θρίλερ;

Είναι mystery thriller η μάλλον ένα neo noir βασισμένο σε κάποια δικιά μου εμπειρία όταν ζούσα στο East Village της Νέας Υόρκης στο Saint Marks Place,  έναν πολύ γνωστό δρόμο. Η αποτρόπαια και φρικιαστική δολοφονία του Τσέχου γείτονα μου μετά από αρκετά χρόνια έγινε η πηγή έμπνευσης για το “The waiter”. Στην αρχή ήθελα να κάνω την ταινία στη Νέα Υόρκη αλλά μετά θεώρησα ότι θα είναι πολύ ενδιαφέρον να την κάνω εδώ και να αναδείξω ένα «είδος» – genre -που δεν πολύ υπάρχει στην Ελλάδα.

 

Διαβάστε ακόμα: Ορφέας Αυγουστίδης. «Θα πνιγούμε από τον συντηρητισμό στο τέλος».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top