Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κοζάνη. Από μητέρα Πόντια και πατέρα Πόντιο τουρκόφωνο, που όταν ήρθαν στην Ελλάδα έφεραν μαζί τους όλο αυτό το ποντιακό στοιχείο. Στο σπίτι μας, όσον αφορά στη μουσική, κυριαρχούσε το ανατολικό στοιχείο, οπότε όταν ήρθα σε επαφή με το δυτικό άκουσμα, μου κέντρισε την προσοχή. Αν ακούγαμε στο σπίτι μου όπερα και κλασική μουσική, μπορεί να εξελισσόμουν αλλιώς… Δεν είναι τυχαίο που προέρχομαι από μια οικογένεια που ο πατέρας μου έψελνε και η μητέρα μου τραγουδούσε ποντιακά. Εγώ σήμερα παίζω τζαζ, γιατί είχε ικανοποιηθεί από όταν ήμουν μικρός εκείνη η συγκεκριμένη πλευρά της μουσικής μου αισθητικής.
Όταν έγινα 16 χρονών οι γονείς μου μού είπαν «αφού έχεις τόσο πάθος με τη μουσική, ασχολήσου σοβαρά μαζί της». Κάπως έτσι, στα 14 μου, μαθητής της πρώτης Λυκείου, βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη, όπου ξεκίνησε το ταξίδι μου στη μουσική. Σε ένα δωμάτιο μαζί με τα ξαδέρφια μου, που τότε σπούδαζαν εκεί, τέλειωσα τα κλασικά κρουστά, πήρα πτυχίο και, μέσα στην ίδια χρονιά, την υποτροφία μου στο Berklee College of Music.
Όταν έφτασα, στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα, στην Αμερική, ξέροντας πως είναι η χώρα της εξειδίκευσης, αποφάσισα να ασχοληθώ με το βιμπράφωνο: ο ήχος και η εμφάνισή του μού κέρδισαν αμέσως το ενδιαφέρον. Δεν υπήρχε Ιντερνέτ τότε, σχεδόν δεν είχα ιδέα τι συνέβαινε στην άλλη άκρη της γης. Το έμαθα επιτόπου, από όταν πάτησα το πόδι μου εκεί, και εννοείται πως σοκαρίστηκα, ένιωσα ανασφαλής, αυτό όμως, βαθιά μέσα μου, λειτούργησε ως κίνητρο. Το πρόβλημα ήρθε μετά, με το που αποφοίτησα από το Πανεπιστήμιο. Εκεί άρχισαν τα δύσκολα. Κατάλαβα ότι το Πανεπιστήμιο μου έδειξε πέντε πράγματα, αλλά εγώ, για να κάνω κάτι σημαντικό στη ζωή μου, έπρεπε να μάθω άλλα εικοσιπέντε.
Οδηγήθηκα στη δημιουργία των Manhattan Vibes γιατί με τραβούσε η πολυπολιτισμικότητα, το γεγονός ότι ο καθένας φέρνει στην τέχνη του κάτι απ’ τον τόπο του. Η πρώτη μορφή του γκρουπ ήταν με τον ντράμερ Steve Hass και τον μπασίστα John Benitez (σ.σ.: βραβευμένοι αμφότεροι με Grammy). Είχα μπει σε ένα μουσικό περιβάλλον σαφώς πιο απαιτητικό και το χαιρόμουν. Είναι κάτι που ανέκαθεν προσπαθώ στη ζωή μου: να βάζω τον εαυτό μου σε καταστάσεις όπου οι άλλοι είναι καλύτεροι από μένα. Αυτό με ωθούσε να προχωράω μπροστά, έχει βέβαια και κάποιο τίμημα, γιατί πάντα νιώθω λίγο πιο πίσω, ειδικά εκείνα τα χρόνια όμως, που ακόμα πλάθονταν ο μουσικός μου χαρακτήρας, ήταν αληθινά γοητευτικό.
Με το πρώτο μας, ομώνυμο, CD, το 2002, μπήκα επίσημα στο χώρο της σύγχρονης τζαζ σκηνής της Νέας Υόρκης, σε μια τροχιά, το ένα πράγμα έφερνε το άλλο, κι έτσι φτάσαμε στην τελευταία μορφή των Manhattan Vibes, με τον Sergio Salvatore, τον Πέτρο Κλαμπάνη στο κοντραμπάσο και τον Ludwig Alfonso στα ντραμς. Μαζί θα ηχογραφήσουμε την καινούρια μας δουλειά μες στη χρονιά και προετοιμάζουμε τη συνεργασία με την ΚΟΑ στις αρχές Δεκεμβρίου, φέρνοντας στην Αθήνα αυτό που κάνουμε στην Αμερική και συνδυάζοντας το κουαρτέτο μας με ίσως την καλύτερη ορχήστρα στην Αθήνα.
Δεν σκέφτομαι να επιστρέψω στην Ελλάδα. Δεν είναι πως δεν το θέλω, απλώς αυτό που κάνω έχει εφαρμογή στο εξωτερικό. Οπότε, δεν νομίζω ότι τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να προσπαθήσω να ανοίξω εδώ ένα τεράστιο μονοπάτι μόνος μου και να πω «επειδή εγώ κάνω αυτό πρέπει να με ακούσετε». Ουσιαστικά, βέβαια, με τις τρεις-τέσσερις φορές το χρόνο που έρχομαι στην Ελλάδα, γίνεται έτσι κι αλλιώς, εννοώ φέρνω εδώ αυτό με το οποίο ασχολούμαι στη Νέα Υόρκη. Με σεμινάρια, με συναυλίες. Δεν είναι πως δεν μου λείπει η χώρα μου, δεν μπορώ να πω όμως ότι το να επιστρέψω μόνιμα είναι κάτι που ξυπνάω κάθε πρωί και το σκέφτομαι. Ο βιοπορισμός έχει γίνει εξαιρετικά δύσκολος εδώ… Βλέπω, ωστόσο, κάποιους που φτάνουν στα 50 τους και λένε «ήρθε η ώρα να γυρίσω πίσω». Δεν αποκλείεται να το πω κι εγώ κάποια στιγμή, δεν θέλω να μείνω για πάντα στην Αμερική, απλώς σε καμία περίπτωση δεν θέλω να γυρίσω στην Ελλάδα και να έχω βιοποριστικό πρόβλημα…
Το «ουδείς προφήτης στον τόπο του» δεν ισχύει στην περίπτωσή μου. Η Κοζάνη με έχει τιμήσει με το παραπάνω, κι αυτό είναι κάτι που το αναγνωρίζω. Έτσι κι εγώ, με τη σειρά μου, προσπαθώ να κάνω ό,τι μπορώ για τον τόπο μου. Αυτός είναι ο λόγος που ασχολήθηκα με το Διεθνές Jazz Festival Κοζάνης. (Σ.σ.: Από 4 έως και 7 Σεπτεμβρίου 2013). Ήταν μια πάρα πολύ καλή και επιτυχημένη προσπάθεια, που χρονιά με τη χρονιά θα βελτιώνεται και πιστεύω πως θα γίνει θεσμός. Θα ήθελα να συνεχίσω να δραστηριοποιούμαι στο Φεστιβάλ, να βοηθάω όπως μπορώ. (Φέτος είχε πενήντα παιδιά στο σεμινάριο απ’ όλη την ευρύτερη περιοχή). Πιστεύω ότι μπορούμε να το κάνουμε να λάμψει, να μαζέψουμε κι άλλο κόσμο και να κινητοποιήσουμε πιο έντονα το ενδιαφέρον των media τις μέρες που θα γίνεται κάθε χρόνο.
Έκανα μια δική μου εταιρεία, την Emarel Music, για να βγάζω τη μουσική μου. Το όνομά της προέρχεται από τα αρχικά MRL (Melody, Rhythm, Lyrics – Μελωδία, Ρυθμός, Λόγος) των τριών λέξεων που απαρτίζουν τη μουσική, και μπορεί να διαβαστεί απ’ όλους: απ’ όποια χώρα κι αν είσαι, ό,τι γλώσσα και αν μιλάς, μπορείς να το διαβάσεις, να το προφέρεις. Στην Emarel βγήκε και το CD «We Two» που κάναμε με τον Μίμη Πλέσσα, ένα μοναδικό συνθέτη και πιανίστα, αλλά και το «Ηχώ», πάλι με τον Μίμη Πλέσσα και την Εύη Σιαμαντά.
Το καινούριο πρότζεκτ στο οποίο συμμετέχω, με τίτλο «Χρόνος», είναι με τη Δήμητρα Γαλάνη, τον Πέτρο Κλαμπάνη και άλλους καταξιωμένους μουσικούς. Είμαι πολύ περήφανος για τη συμμετοχή μου, διότι το «Χρόνος» έχει ως στόχο την προώθηση του ελληνικού πολιτισμού στο εξωτερικό. Επίσης, με τον Πέτρο Κλαμπάνη, ως «Point Two», θα παίξουμε στις 26 Ιανουαρίου στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, και τον Απρίλιο στην Κίνα, ενώ από τις 23 Οκτωβρίου θα δώσω μια σειρά συναυλιών, μαζί με τον Dario Bonde, στην Ινδία. Το αποκορύφωμα φέτος, ωστόσο, θα είναι οι συναυλίες με τους Manhattan Vibes και την ΚΟΑ στις 6 Δεκεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στις 7 Δεκεμβρίου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και στις 8 στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Θα είναι μια μίξη λάτιν, τζαζ και ελληνικών στοιχείων, σε μια υπέροχη συνεργασία με την ΚΟΑ, που δεν έχει ξαναγίνει.