Βλέμμα βαθύ, αντρίκειο.

Ασφαλές τεκμήριο αυθεντικότητας: τραγούδησε Άκη Πάνου. Σωστότερα: τραγούδησε πολλά τραγούδια του Άκη Πάνου. Αυτό δεν μειώνει τους λοιπούς συνθέτες που του πρόσφεραν τραγούδια και επιτυχίες, όμως, όταν ένας αυθέντης της πλέριας λαϊκότητας βλέπει στα μάτια ενός άλλου ταυτόσημα σημάδια, τότε δεν έχουμε να κάνουμε με οικειότητα ή υποτακτική αποδοχή, αλλά με μια κατηγορηματικότητα.

Στην ιεραρχική ακολουθία -άτυπη, αλλά ουσιαστική- των μεγάλων ερμηνευτών του λαϊκού καημού, ο Στράτος Διονυσίου κατέχει τη θέση ενός αρχάγγελου. Αν οι ρεμπέτες είναι οι πρώτοι Χριστιανοί, ο Μάρκος ένας «Μεσσίας», ο Τσιτσάνης ένας «Πέτρος» που πάνω του ακούμπησε η Δύση με την Ανατολή, ο Πάνου ένας αναρχικός «Ιησούς», τότε ο Στράτος, μαζί με τον Καζαντζίδη, τον Μπιθικώτση, τον Κόκοτα και τον Μητροπάνο είναι οι άγγελοι- εξάγγελοι. Δίχως τους τραγουδιστές το μαρτυρολόγιο των λαϊκών ανθρώπων δεν θα μπορούσε να πάρει ηχητική σάρκα, να μείνει στο στόμα, να χτυπήσει το νεύρο της καρδιάς.

Σαν σήμερα πριν από 30 χρόνια, ο Στράτος Διονυσίου αποχαιρέτησε τη ματαιότητα αυτού του κόσμου. Ήταν ένα πρωινό της 11ης Μαΐου 1990, όταν υπέστη ρήξη ανευρύσματος κοιλιακής αορτής σε ηλικία μόλις 55 χρόνων. Τα δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής έγραψαν πολλά για όσα έγιναν στη σουίτα 707 του ξενοδοχείου «Χανδρής» το βράδυ της απώλεια – εκεί που κατέλυε για να βρίσκεται κοντά στον τότε Ιππόδρομο. Όταν μεταφέρθηκε στον Ευαγγελισμό ήταν, σύμφωνα με τους γιατρούς, κλινικά νεκρός. Η επίσημη ανακοίνωση του προϊσταμένου της ιατροδικαστικής υπηρεσίας ανέφερε ότι ο θάνατος του Διονυσίου οφειλόταν σε ρήξη ανευρύσματος κοιλιακής αορτής.

Για ορισμένους, το κενό που αφήνουν πίσω τους δεν μπορεί παρά να είναι χαίνον και διαρκές.

Ως κλασικός άρχοντας της διασκέδασης, το προηγούμενο βράδυ ήταν στο κέντρο Στράτος στη Φιλελλήνων και πρόσφερε αφειδώς τη διασκέδαση στο κοινό του, ενώ το ίδιο απόγευμα λέγεται πως είχε ηχογραφήσει εννέα τραγούδια που στεγάστηκαν στον δίσκο «Ποιος άλλος» που κυκλοφόρησε ένα μήνα μετά τον θάνατό του, κάνοντας ρεκόρ πωλήσεων. Σύμφωνα με τον δημιουργό της τελευταίας αυτής δουλειάς, Τάκη Μουσαφίρη, το τελευταίο τραγούδι που ηχογράφησε εκείνη την ημέρα, ήταν το «Μη μ’ αφήνεις μόνο μου». Τι παράξενη που είναι η μοίρα των μεγάλων καλλιτεχνών.

Με τον Στέλιο Καζαντζίδη.

Το αυθεντικό δεν αγαπάει το βαρύγδουπο, επομένως στο διαρκές ερώτημα αν όλοι είμαστε αναλώσιμοι και αντικαταστάσιμοι, η απάντηση είναι «όχι, δεν είμαστε όλοι ίδιοι». Για ορισμένους, το κενό που αφήνουν πίσω τους δεν μπορεί παρά να είναι χαίνον και διαρκές. Ο Μάνος Χατζιδάκις, θέλοντας να κάνει τη διάκριση του αυθεντικά λαϊκού από το ψευδεπίγραφο θα πει κάποια στιγμή: «Όταν λέω κάτι λαϊκό δεν το εννοώ και για τον Λαό. Κατά σύμπτωση, ο Λαός κάθε άλλο παρά λαϊκός είναι. Τα μπουζούκια, οι μπαγλαμάδες και οι ζουρνάδες είναι η συνήθειά του. Εμένα μ’ ενδιαφέρουν εκείνες οι λίγες, οι μοναδικές του στιγμές που ζει, χωρίς καλά-καλά να το καταλαβαίνει, την αλήθεια του. Είναι οι στιγμές που είναι σκέτα άνθρωπος, χωρίς την βία του Χρόνου, χωρίς την αγωνία του Χώρου, χωρίς την φθορά της τάξης του. Είναι, με δυο λόγια, λιγάκι Νέος, λιγάκι δεκαοχτάχρονος. Μόνο σ’ αυτές του τις στιγμές ο Λαός δέχεται και εκπέμπει σωστά. Όλα τ’ άλλα είναι φιλολογία».

Η συνάντησή του με τον Άκη Πάνου ήταν καθοριστική.

Βλέπουμε, άραγε, κάπου στα λόγια του Χατζιδάκι να αναδεικνύονται μορφές που ενώ εξέφρασαν τον λαό την ίδια στιγμή τον υπερέβαιναν; Ο Στράτος θα τραγουδήσει: «Ο λαός τραγούδι θέλει, φτάνουν τα προσχήματα». Σάρκα από τη σάρκα αυτής της λαϊκής μήτρας και ο ίδιος δεν θα μπορούσε να μην ψάλλει το κοινό αίσθημα του πόνου και της χαράς του απλού ανθρώπου. Την ίδια στιγμή, όμως, δεν εξομοιώνεται με τους πολλούς. Αν συνέβαινε θα ήταν ένας ακόμη λαϊκός βάρδος από τους πολλούς που πέρασαν από τα παλκοσένικα αυτής της χώρας.

Αν και γεννήθηκε τραγουδιστής χρειάστηκε να κάνει προηγουμένως πολλά άλλα επαγγέλματα.

Κι άλλοι είχαν ιδιαίτερη βραχνάδα στη φωνή τους. Κι άλλοι έκαναν φυλακή και στάθηκαν όρθιοι. Κι άλλοι είχαν παντελονάτη συμπεριφορά όπως αρμόζει σε ένα αρσενικό παλαιάς κοπής. Τελικά, κι άλλοι είχαν όλες τις προδιαγραφές να γίνουν λαϊκοί ήρωες, όμως, τι τα θέλετε, η μοίρα στέκεται στο πλευρό ελαχίστων. Ο Στράτος Διονυσίου ήταν ένας εξ αυτών. Και μόνο ότι χρειαζόταν το βαφτιστικό του όνομα για να τον προσφωνεί κάποιος, δείχνει τον βαθμό της ταύτισης. Ένας οικείος πρίγκιπας. Για να το κλείσουμε αυτό το θέμα: η υπερεπάρκεια ταλέντου δεν προδιαγράφει τίτλους τιμής και ευγενείας. Για να τους αποκτήσει κάποιος πρέπει να φέρει τη στάμπα του ξεχωριστού. Ο Στράτος την είχε.

Γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 1935 στη Νιγρίτα Σερρών. Οι γονείς του, Αγγελος και Στάσα, ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Το 1948, μετά την απώλεια του πατέρα του αποφασίζει να περπατήσει τη ζωή με τα δικά του βήματα. Είχε ήδη αφήσει ένα χρόνο νωρίτερα το χωριό του για να εγκατασταθεί μόνιμα στους Αμπελόκηπους της Θεσσαλονίκης όπου και συνάντησε τη σύντροφο και γυναίκα της ζωής του, Γεωργία Λαβένη. Ήταν μαζί για τριάντα πέντε χρόνια και οι απόγονοι τους, οι Άγγελος, Τασούλα, Στέλιος και Διαμαντής ήταν οι καρποί αυτής της σχέσης.

Αν και γεννήθηκε τραγουδιστής χρειάστηκε να κάνει προηγουμένως πολλά άλλα επαγγέλματα: ράφτης, μικροπωλητής, εργάτης. Την πρώτη του εμφάνιση σε κέντρο την κάνει στη Θεσσαλονίκη στο κέντρο «Φαρίντα». Με παρότρυνση συναδέλφων του κατεβαίνει στην πρωτεύουσα ξεκινώντας την καριέρα του. Η Καίτη Γκρέυ, ήδη μεγάλο όνομα στη νύχτα, του προτείνει να συνεργαστούν. Από εκεί ξεκίνησαν όλα.

Το 1959 θα βρεθεί να τραγουδάει στον «Αστέρα» της Κοκκινιάς.  Κυκλοφορεί τον πρώτο του δίσκο 45 στροφών και τραγουδάει το «Δεν είμαι ένοχος» των Χρήστου Κολοκοτρώνη και μουσική Σταύρου Χατζηδάκη.  Η δισκογραφική Columbia του κλείνει αποκλειστικό συμβόλαιο συνεργασίας. Αρχίζει η πορεία της καταξίωσης που θα πάει σάρκα και οστά όταν θα συναντήσει τον Άκη Πάνου το 1967.

Ο τελευταίος του δίσκος.

Ακόμη και ο πάντα φειδωλός Στέλιος Καζαντζίδης θα μιλήσει ανοιχτά για το πόσο σημαντική ήταν η απώλεια του Στράτου.

Τραγουδάει τα «Γιατί, καλέ γειτόνισσα», «Ασ’ τη να φύγει», «Μια γυναίκα» και κάμποσα άλλα διαμάντια.  Στη συνέχεια ο Μίμης Πλέσσας τον επιλέγει για να τραγουδήσει το «Βρέχει Φωτιά Στη Στράτα Μου» σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου για την ταινία «Ορατότης Μηδέν». Ακολουθούν «Ο Παλιατζής», η «Αφιλότιμη» και πλήθος άλλων επιτυχιών. Ο Στράτος κατοικοεδρεύει, πλέον, στο κονάκι των μύθων.

Ακόμη και ο πάντα φειδωλός Στέλιος Καζαντζίδης θα πει για την απώλειά του: «Υπήρξε ένας μεγάλος, λαϊκός τραγουδιστής. Στάθηκε για τριάντα ολόκληρα χρόνια αγωνιστής του κλασικού και αυθεντικού λαϊκού τραγουδιού, που το υπερασπίσθηκε δυναμικά, σταθερά και με μεγάλη συνέπεια. Το κενό που αφήνει ο Στράτος Διονυσίου, αυτός ο ακούραστος εργάτης του λαϊκού τραγουδιού, είναι δυσαναπλήρωτο».

Ομως, αν υπάρχει ένα επιστέγασμα στον μύθο, αν υπάρχει μια εξήγηση, αυτή μπορεί να δοθεί μόνο μέσα από τα δικά του λόγια. Θα πει κάποια στιγμή ο Στράτος για τον… Στράτο: «Ό,τι έκανα στην ζωή μου δεν το μετάνιωσα και τα λάθη μου μπορεί να έβλαψαν εμένα και να τα πλήρωσα ακριβά, αλλά δεν έβλαψα ποτέ κανένα, παρά μόνο τον εαυτό μου».

Ευθυτενής, ντόμπρος, αψίκορος όταν έπρεπε να διαφυλάξει την τιμή του, τίμιος εργάτης του πενταγράμμου (λέγεται ότι μπορούσε να ηχογραφήσει prima vista έναν ολόκληρο δίσκο μέσα σε ένα απόγευμα), παθιασμένος με το τραγούδι, επιρρεπής σε έξεις, σύντροφος εν όπλοις για τους δικούς του ανθρώπους, ο Στράτος Διονυσίου περικλείει με τον μύθο του μια ολόκληρη εποχή. Προφανώς, δεν παρέλυσε το κράτος όταν έφυγε. Παραλύει, όμως, κάτι από την ευρυχωρία του παλαιού κόσμου έναντι της επιθετικότητας του καινούργιου. Κι αυτό είναι κάτι ανεπίστρεπτο.

 

Διαβάστε ακόμα: Σταμάτης Κόκοτας: «Αυτή είναι η ζωή μου…»

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top