Ο Μέλβιλ τα στοίχειωσε όλα…
Μπαίνουμε σε ρυθμούς φθινοπωρινούς (να ανασάνει, επιτέλους, κι ο Μπαμπασάκης, που κατάπιε άλλη μια βιβλιοθήκη για να αντέξει τον Αύγουστο), και αιωρούνται από πάνω μας επέτειοι, φρίκες, αναμονές, και διάφορα άλλα οδυνηρά παρελκόμενα της Ιστορίας, αλλά στο πεδίο του Μύθου, όπου κινούμαστε (μαζί με την πραγματική πραγματικότητα), η κατάσταση είναι πολύ πιο συναρπαστική, ριψοκίνδυνη, και, βεβαίως, δημιουργική.
Ας εμβαθύνουμε σ’ αυτό, λοιπόν, με μια σύντομη, και μόνον ενδεικτική (πώς αλλιώς;) αμερικάνικη ανταπόκριση από τον τόπο των πύργων που δεν θα πέσουν ποτέ.
Για ν’ αρχίσουμε απ’ την αρχή, προτείνω με πάθος, και μια θαλασσινή εμμονή, το καταγωγικό έπος, τον Μόμπι Ντικ, που μου φαίνεται επαρκέστατη αιτία (αν και δεν έχω γνώση σαφή επ’ αυτού) για το κλισέ που αναζητούμε κάθε χρόνο και το λέμε Μεγάλο Αμερικανικό Μυθιστόρημα.
Πιο μεγάλο απ’ αυτό δεν ξέρω, ούτε, νομίζω, ότι υπάρχει, και προτρέπω φίλους και συγγενείς να οπλιστούν με ενθουσιασμό, και να το διαβάσουν (ολόκληρο) έχοντας κατά νου Παπαδιαμάντη, Εμπειρίκο, Χεμινγουέι, και πλήθος άλλους, γιατί ο Μέλβιλ τα στοίχειωσε όλα –και πιο πολύ απ’ όλα, τα φέρετρα.
«Ανεβασμένος πάνω στο φέρετρο εκείνο έμεινα στον αφρό, πλέοντας μια ολόκληρη μέρα και μια ολόκληρη νύχτα σχεδόν σε μια ήσυχη θάλασσα που έμοιαζε σαν να μοιρολογούσε».
Πλάι (ή πάνω) στο έπος, το ενορατικό δοκίμιο (ας πούμε, μπόνους, ή εξτραδάκι) του γενναίου μεταφραστή Α. Κ. Χριστοδούλου, από τις εκδόσεις Ίνδικτος.
Με ένα άλμα στο χρόνο, ή έναν ξεγυρισμένο χρονοσεισμό, και μιας και τα αγγλικά, απ’ όσο μαθαίνω, τα έχουμε όλοι πρόχειρα, ο Αρλεκίνος που ούτε ο Αρμαγεδδών δεν τον τρόμαξε, ο Κερτ Βόνεγκατ με το Timequake, που οι πιο πολλοί το βρίσκουν αδύναμο, ή κακογραμμένο, μα που είναι από τα αγαπημένα μου, για ένα σωρό λόγους και, κυρίως, για τη φράση / έκφραση: «Ting-a-ling?» που το μυστικό νόημά της θα το ανακαλύψετε στις σελίδες του έργου.
Για το φινάλε, πάλι στα αγγλικά, στο πρωτότυπο, ένα χορταστικότατο κουαρτέτο, αυτό του Αρτούρο Μπαντίνι, δια χειρός Τζον Φάντε, που μας τον έμαθε, και μας τον χάρισε, σε όλους, ο Μπουκόβσκι, όταν τον βρήκε κι ο ίδιος, μετά τη βιβλιοθήκη, σε ένα νοσοκομείο, ακρωτηριασμένο, και τσαντισμένο με τις σόου-μπίζνες και τα σενάρια του Χόλιγουντ.
Σε ένα θαυμάσιο τόμο από την Canongate, με εισαγωγή από το συγγραφέα, και από τον Μπουκόβσκι, ο οποίος το κλείνει το θέμα, για να το κρατήσει εσαεί ανοιχτό, γράφοντας: «Μένει να ειπωθούν πολλά ακόμα για την ιστορία του Τζον Φάντε. Μια ιστορία τρομερής τύχης και τρομερής μοίρας και ενός θάρρους σπάνιου και φυσικού. Κάποια μέρα θα ειπωθούν όλα αυτά, αλλά μου φαίνεται ότι ο ίδιος δεν θέλει να τα πω εγώ, τώρα. Ας πω μόνο ότι ο τρόπος που έγραψε δεν διαφέρει απ’ τον τρόπο που έζησε: δυνατά, και όμορφα, και ζεστά. Αρκεί αυτό. Τώρα, το βιβλίο είναι δικό σας».
Herman Melville, Μόμπι-Ντικ ή Η Φάλαινα, μτφρ. Α. Κ. Χριστοδούλου, εκδ. Gutenberg / Α. Κ. Χριστοδούλου, Ένα Διπλό Πρελούδιο στο Μόμπι-Ντικ,εκδ. Ίνδικτος / Kurt Vonnegut, Timequake (και στα ελληνικά: Χρονοσεισμός, μτφρ. Χριστόδουλος Λιθαρής, εκδ. Πατάκης), Vintage /John Fante, The Bandini Quartet, Canongate (και στα ελληνικά: Ρώτα τον Άνεμο, μτφρ. Τέος Ρόμβος, εκδ. Απόπειρα)
ΚΜ
* * *
Τύχη και Αναγκαιότητα με Ημερομηνίες
Σκεφτόμουν και συζητούσα με φίλους για τη διαλεκτική φιλοδοξίας/συγκυρίας, και ο τίτλος εκείνου του παλαιού πονήματος που υπέγραφε ο νομπελίστας βιολόγος Jacques Monod (1919-1976) κατέκλυσε το μυαλό μου: Τύχη και Αναγκαιότητα. Ο κρίσιμος ρόλος του timing. Η επιτυχία ως αναχρονισμός. Το να σου ξεφύγει η συγκυρία για ένα πεντάλεπτο ή για δύο δεκαετίες. Το άγχος (ή/και η αγωνία) της καταξίωσης. Το να έχεις σε κλοιό την αναγκαιότητα, αλλά να μη σε θέλει η τύχη. Το να λαχταράς να υπερβείς το εντόπιο και να τσακώσεις τη φήμη στο διεθνές, αλλά να μη σε ξέρουν αυτοί που διακαώς επιθυμείς να σε υπολήπτονται.
Άκου/Σκέψου: το παγκόσμιο χωριό του Marshall McLuhan (1911-1980), η Κωλοπετεινίτσα του Διαδικτύου, η μανία των συγγραφέων στις Ηνωμένες Πολιτείες για το Great American Novel. Ο πολύς Norman Mailer (1923-2007), ο ιδιοφυής κλαρινογαμπρός της αμερικανικής λογοτεχνίας, να είναι ο champion των απανωτών μεγαλειωδών αποτυχιών να γράψει το Great American Novel, κάτι που άνευ άγχους ή/και αγωνίας κατάφερε μια χαρά ο συγκαιρινός του, κοσμοναύτης στις στρατόσφαιρες αλλά και στα έγκατα του εφιάλτη, θαμώνας στο night-club των συνειρμών, και μαιτρ της επιβίωσης William Shakespeare Burroughs (1914-1997), συνθέτοντας την Τριλογία του. Cities of Red Night / The Place of Dead Roads / Western Lands.
Επίσης επιτυχώς και χωρίς φαμφάρες, ροκάνες και κλαμπατσίμπαλα, το Great American Novel το αγκάλιασε ο Don DeLillo (1936) με τον Υπόγειο Κόσμο/Underworld, και ο επίτηδες εξαφανισμένος Thomas Ruggles Pynchon(08/05/1937), συνθέτει την απόλυτη τριλογία, ένα απαράμιλλο έπος της παράνοιας που είναι παιδί της τεχνολογίας, του ελέγχου, του συστήματος, της μεγαλομανίας, του μοναχικού πλήθους και του κλιματιζόμενου εφιάλτη. Κυρίες και κύριοι, από το 1973, σαράντα χρόνια πριν, ο Commander, με χιούμορ και γνώση, με φαντασία και μέθοδο, με πάθος και λογική, μας προσφέρει τον χάρτη του χάους: Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, Mason & Dixon, Ενάντια στη Μέρα.
DeLillo/Underworld: «Πώς ξεχωρίζεις τον ήχο του αυλού από του βλήματος, όταν έχεις μετατραπεί σε ένα άτομο εύπιστο; Όταν είσαι έτοιμος να πιστέψεις τα πάντα, να πιστέψεις το τίποτα; Και πώς ξέρεις αν η εικόνα υπήρχε πριν εφευρεθεί η βόμβα; Μπορεί να υπήρχε ένας υπόγειος κόσμος από εικόνες, γνωστός μόνο στους ιερείς των ινδιάνικων φυλών, εικόνες που λειτουργούσαν σαν διάμεσο μεταξύ της ορατής πραγματικότητας και του πνευματικού κόσμου […] Θάνατος και μαγεία – το μανιτάρι. Θάνατος και αιώνια ζωή […] Όλη η τεχνολογία έχει να κάνει με τη βόμβα».
Pynchon/Gravity’s Rainbow: «Ο πραγματικός Πόλεμος διεξάγεται σε μόνιμη βάση. Οι θάνατοι μειώνονται πού και πού, αλλά ο Πόλεμος σκοτώνει ακόμα πολλούς ανθρώπους. Μόνο που τώρα σκοτώνει με πιο διακριτικούς τρόπους. Πολλές φορές, με τρόπους τόσο περίπλοκους που ακόμα κι εμείς, σ’ αυτό το επίπεδο, δεν μπορούμε να τους ανιχνεύσουμε. Αλλά πάντα πεθαίνουν οι σωστοί άνθρωποι, όπως και όταν μάχονται οι στρατοί. Αυτοί που, στη βασική εκπαίδευση, στέκονται στη μέση της διάταξης των πολυβόλων. Αυτοί που δεν έχουν εμπιστοσύνη στους λοχίες τους. Αυτοί που ολισθαίνουν και δείχνουν μια στιγμή αδυναμίας στον Εχθρό. Αυτοί είναι που ο Πόλεμος δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει, κι έτσι πεθαίνουν. Και οι σωστοί επιζούν. Οι άλλοι μάλιστα, όπως λένε, γνωρίζουν ότι έχουν μικρή προσδοκία ζωής. Αλλά επιμένουν να συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο. Κανείς δεν ξέρει γιατί. Δεν θα ήταν καλύτερα αν τους αφανίζαμε εντελώς; Τότε κανείς δεν θα χρειαζόταν να πεθάνει στον Πόλεμο. Αυτό θα είχε πλάκα, έτσι δεν είναι, Αρχηγέ;»
Στο μεταξύ, ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1908-1993) αδιαφορούσε αγέρωχα για όλα αυτά και συνέθετε έργα καμωμένα από πουπουλένια πετρώματα και πυρίμαχες προσευχές, ενώ ο Νίκος Καρούζος (1926-1990) επαναλάμβανε ρυθμικά «Άντε μωρέ παλιόκοσμε /που θα κάτσω να προγραμματίσω».
Don DeLillo, Υπόγειος Κόσμος, μτφρ. Έφη Φρυδά, εκδ. Εστία / Thomas Pynchon, Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας. μτφρ. Γιώργος Κυριαζής, εκδ. Χατζηνικολή
ΓΙΜ