«Φανταζόταν τους ήρωες αιχμάλωτους αυτού του φινάλε: να μην το επιθυμούν, έρμαια σε ξένες διαθέσεις, και μετά από αυτή την ανεπιθύμητη κατάληξη να ζουν διαφορετικά, να συναντούν κάτι άλλο». (Στη φωτογραφία στιγμιότυπο από την τελευταία σκηνή της ταινίας «Casablanca», 1942).

Ο γνωστός συγγραφέας με ειρωνική αυτοπεποίθηση τον είχε ρωτήσει πατρικά γιατί δεν δίνει οριστική λύση στο φινάλε των διηγημάτων του.

Όταν ήταν νεαρός έμενε για λίγο ακίνητος στο κάθισμά του όταν οι άλλοι σηκώνονταν από τις θέσεις τους και έφευγαν από την αίθουσα, ενώ στην οθόνη του κινηματογράφου έσβηνε αργά η λέξη «Τέλος».

Δεν ήξερε γιατί σκεπτόταν όχι μόνο μια συνέχεια σε αυτά που είχε δει αλλά και πολλές διαφορετικές λύσεις στην έξοδο του έργου. Φανταζόταν τους ήρωες αιχμάλωτους αυτού του φινάλε: να μην το επιθυμούν, έρμαια σε ξένες διαθέσεις, και μετά από αυτή την ανεπιθύμητη κατάληξη να ζουν διαφορετικά, να συναντούν κάτι άλλο, το ίδιο σπουδαίο με τα προηγούμενα, που έπρεπε να μάθει. Ποτέ δεν πίστεψε ότι εκεί λίγο πριν από την τρομερή λέξη, που σφράγιζε τάχα τη δράση, είχε κλείσει ο κύκλος.

«Ποτέ δεν πίστεψε ότι εκεί λίγο πριν από την τρομερή λέξη, που σφράγιζε τάχα τη δράση, είχε κλείσει ο κύκλος».

Υπήρχαν, βέβαια, εκτός από τις ταινίες σε «επεισόδια», και τα αναγνώσματα σε «συνέχειες» που υπόσχονταν το αέναο. Αλλά και αυτά τα ευτελή, που εντούτοις είχαν καταλάβει πολύ απλά ότι δεν μας χωρίζει ούτε και ο τελευταίος ασπασμός, κατέληγαν κάπου αναγκαστικά. Γιατί όλα εκεί τα κινούσε σαν μαριονέτες ένα νήμα από ψηλά και όχι η ίδια τους η άγνωστη ζωή.

Αυτή η ζωή που στα αυτοτελή έργα μοιάζει μία και μοναδική, σαν να μην υπάρχουν τόσες άλλες ταυτόχρονες παρουσίες της, τον έκανε να την αναζητά σε όλη τη δράση. Ήθελε οι χαρακτήρες να απαντούν στις πολλές εικόνες που τους κατακλύζουν, αβέβαιοι.

«Όταν ήταν νεαρός έμενε για λίγο ακίνητος στο κάθισμά του όταν οι άλλοι σηκώνονταν από τις θέσεις τους και έφευγαν από την αίθουσα, ενώ στην οθόνη του κινηματογράφου έσβηνε αργά η λέξη ‘‘Τέλος’’».

Βλέποντας από μικρός τον πατέρα του να μην ξέρει ποια τιμωρία του να διαλέξει, όπως και να μην αποφασίζει για άλλα μικρά και μεγάλα, έμαθε πολλά από το χαμένο βλέμμα του.

Ακόμα και στα σχολικά παιχνίδια, που τα θυμόταν το βράδυ πλαγιάζοντας, όταν έπρεπε να μείνει σε κάποιο σημείο της αυλής «ακίνητος και αλύγιστος», ένιωθε να βρίσκεται μακριά από τη θέση του, σε πολλές άλλες ταυτόχρονα. Εκεί που ίσως δεν θα τον έπιανε ο συμμαθητής του, σώος μέσα σε άλλους κανόνες. Αυθαίρετους ή όχι, δεν είχε σημασία: αυτό που μέτραγε ήταν το διαφορετικό, που σκεπτόταν σαν λύση την ίδια στιγμή με κάτι προηγούμενο.

«Δεν ένιωθε ότι οπισθοχωρούσε μπροστά στο τέρμα μιας διαδρομής αλλά συνέχιζε ονειρικά και άυπνος σε μια διάρκεια».

Στην υποκριτική ερώτηση του ώριμου συγγραφέα, λοιπόν, που απορούσε γιατί αφήνει μετέωρες τις αισθήσεις και προτιμά την τελική σιωπή στα διηγήματά του, δεν απαντά.

Δεν περιφρονεί την απορία, αλλά εξηγώντας φοβάται ότι θα προσθέσει άλλο ένα αίνιγμα σε όσα προσπάθησε να περιγράψει στις σελίδες του. Ότι θα κλείσει βιαστικά πίσω του την πόρτα, κρύβοντας σ’ αυτόν που την έχει χτυπήσει άγνωστα πλάσματα και στον ίδιο μέσα στο δωμάτιο.

Το νέο βιβλίο του Τάσου Γουδέλη περιλαμβάνει «είκοσι πέντε σύντομα διηγήματα, με εξομολογητική διάθεση. Ιστορίες που μιλούν για τη ‘‘γοητεία των υποσχέσεων’’, των καθοριστικών αυτών δεσμεύσεων, που τις δίνουμε και τις αποζητάμε, έστω και αν δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα».

Γι’ αυτό από παλιά έβλεπε μια ταινία πολλές φορές ή ξαναδιάβαζε ένα βιβλίο, σαν να ήταν το τέλος τους ενωμένο με την αρχή. Δεν ένιωθε ότι οπισθοχωρούσε μπροστά στο τέρμα μιας διαδρομής αλλά συνέχιζε ονειρικά και άυπνος σε μια διάρκεια: χωρίς να αφήνει πίσω του τίποτα αφού όλα προχωρούσαν.

Από τότε που έβλεπε στο θέατρο τους πεθαμένους εραστές να υποκλίνονται ζωντανοί μετά την αυλαία, δεν χρειαζόταν περισσότερα για να σκεφτεί την κωμωδία του «τέλους» σαν μεταφορά.

Αυτή η ανατροπή τον έκανε να νιώθει ότι βιάστηκε με τα αισθήματά του για ένα φινάλε που θα μπορούσε να είναι άλλο από ό,τι τον είχε καθηλώσει σαν να ήταν η τελευταία εικόνα του κόσμου.

 

// Τάσος Γουδέλης, «Η γοητεία των υποσχέσεων», Εκδόσεις Πατάκη, Δεκέμβριος 2022. (Σημ.: Στο βιβλίο ο τίτλος του διηγήματος που φιλοξενεί η στήλη είναι «Η λύση», σελ. 55).

 

Διαβάστε ακόμα: Τζουζέπε Τομάζι Ντι Λαμπεντούζα – «Ο θάνατος του Πρίγκιπα».

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top