Ο Θεόδωρος Κουρεντζής επιστρέφει στην Αθήνα και στο Μέγαρο Μουσικής για να διευθύνει το Κοντσέρτο για βιολί του Μπεργκ και την Πρώτη συμφωνία του Μάλερ. (Όλες οι φωτογραφίες είναι από το επίσημο site του Θεόδωρου Κουρεντζή)

Τακτικός προσκεκλημένος του Μεγάρου τα τελευταία χρόνια, ο Θεόδωρος Κουρεντζής επιστρέφει στην Αθήνα για να διευθύνει το Κοντσέρτο για βιολί του Μπεργκ και την Πρώτη συμφωνία του Μάλερ. Ο χαρισματικός έλληνας μαέστρος είναι ιδρυτής και μουσικός διευθυντής της MusicaAeterna, καλλιτεχνικός διευθυντής της Κρατικής Όπερας και του Μπαλέτου της Περμ και καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Ντιαγκίλεφ.

Πολυβραβευμένος, πρόσφατα τιμήθηκε με μια σημαντική ευρωπαϊκή διάκριση, το Kairos Prize, με τις γερμανικές εφημερίδες να γράφουμ αναφερόμενες στη βράβευσή του: «…ο κόσμος της μουσικής έχει πολλά να μάθει από την Όπερα της Περμ».

«Ο Χατζηνίκος ήταν ένας άνθρωπος που ποτέ δεν γέρασε μέσα του, είχε πάντα την αθωότητα που έχει ένας νέος άνθρωπος που αγαπάει τη μουσική».

-Θα ήθελα να σας ρωτήσω για δύο σπουδαίους δασκάλους που είχατε, τον Γιώργο Χατζηνίκο και τον Ιλία Μούσιν.
Ο Χατζηνίκος ήταν ένας εκπληκτικός άνθρωπος, ο οποίος το πρώτο πράγμα που με δίδαξε ήταν η μεγάλη, απεριόριστη αγάπη για τη μουσική. Η μουσική για κείνον δεν ήταν κάτι που το χρησιμοποιείς σε μια στιγμή της ζωής σου ως καλλιτέχνης, ήταν μια συνεχής κατάσταση πνευματική. Επειδή τον έζησα πάρα πολύ, πάρα πολλά χρόνια από μικρό παιδί, τον έχω δει να μιλάει με λαϊκούς ανθρώπους και να κάνει πειράματα για τη μουσική με φορτηγατζήδες, με ψαράδες, ήταν συγκλονιστικό.

Ήταν ένας μεταφορέας, μεταφέραμε κάτι όργανα και άρχισε και του μίλαγε για τον Ρενέ Λάιμποβιτς και τον Χίντεμιτ, ας πούμε. Θεωρούσε ότι είναι πάρα πολύ φυσικό και εμείς γελάγαμε και λέγαμε «τι του λέει τώρα του ανθρώπου». Αυτός όμως ήρθε στις πρόβες, γιατί τον είχε ιντριγκάρει τόσο πολύ ο Χατζηνίκος, που του έδωσε σημασία σε ένα τέτοιο βαθμό, που άρχισε και ερχόταν στις πρόβες, και έλεγε να τον ρωτήσουμε κιόλας για το πώς πηγαίνει, γιατί αυτοί οι λαϊκοί άνθρωποι έχουνε άλλη οργάνωση μέσα τους του παλμού, γιατί μπορούμε να μάθουμε πολλά από αυτούς. Πραγματικά δηλαδή ήταν ένας άνθρωπος που είχε μια απεριόριστη αγάπη για τη μουσική. Η μουσική ήταν μια πολύ ζωντανή ύπαρξη μέσα του, δεν ήταν μια επιπρόσθετη επαγγελματική ακαδημαϊκή κατάρτιση την οποία την χρησιμοποιείς για να επιζήσεις ως καλλιτέχνης σε αυτόν τον κόσμο.

Και αυτή η αληθινή αγάπη για τη μουσική δημιουργούσε γύρω του ένα μικροκλίμα παραδείσου, κάτι παραδεισένιο. Και τα ωραιότερα χρόνια που ζήσαμε ως παιδιά τα ζήσαμε κοντά στο Χατζηνίκο, γιατί ήτανε ένας αληθινός λάτρης της μουσικής. Πίστευε ότι η μουσική είναι μέλος της ζωής και όχι κάτι έξω από αυτό.

«Η μουσική μπορεί να είναι τα πάντα. Μπορεί να είναι μια Ηπειρώτισσα μοιρολογίστρα στον τάφο του άντρα της. Αυτή είναι ίσως και πιο λειτουργική μουσική».

-Αυτό συνέβαιναν το καλοκαίρι στα σεμινάρια στο Χόρτο;
Το καλοκαίρι ήταν εκπληκτική εμπειρία που μαζευόμασταν όλοι αλλά ήταν όχι μόνο στο Χόρτο είχαμε γενικώς επαφές ήμασταν μαζί σχεδόν όλη την ώρα και το χειμώνα πάντοτε-πάντοτε μαζί του. Ήταν ένας άνθρωπος που ποτέ δεν γέρασε μέσα του, είχε πάντα την αθωότητα που έχει ένας νέος άνθρωπος που αγαπάει τη μουσική. Σαν να μην φοβότανε το θάνατο, ότι θα υπάρξει ένα τέλος σε όλα αυτά τα πράγματα. Ένας εκπληκτικός πραγματικά άνθρωπος, αξιολάτρευτος. Του οφείλω πάρα πολλά, πραγματικά πάρα πολλά.

Και για τον Μούσιν, ο Χατζηνίκος μού είπε. Ο Χατζηνίκος και ο Οδυσσέας Δημητριάδης. Και έτσι πήρα την απόφαση να πάω. Με δέχθηκε ο Μούσιν και έτσι αποφάσισα να σπουδάσω κοντά του. Ο Μούσιν ήτανε σαν δεύτερος πατέρας μου. Είχα μια πολύ σημαντική καλλιτεχνική επαφή μαζί του. Ήμασταν κάθε μέρα μαζί από το πρωί μέχρι το βράδυ, με αγαπούσε πάρα πολύ και ουσιαστικά με έκανε αυτό που είμαι σήμερα και ορισμένα πράγματα που έλεγε όλη την ώρα μόνο σήμερα αρχίζω και τα καταλαβαίνω, μετά από τόση πείρα.

Ο Μούσιν ήταν ένας άνθρωπος που έζησε τους πάντες. Είχε δώσει μαθήματα μέχρι και στον Σοστακόβιτς, διεύθυνσης ορχήστρας, όταν εκείνος ήθελε να κάνει κάποια. Ήταν από τη δεκαετία του 1920 καθηγητής στην Ακαδημία όταν ήτανε ο Γκλαζουνοφ «ρέκτορ» στην Ακαδημία!

Όμως ήταν ο πιο προγκρέσιβ δάσκαλος. Θεωρούσε ότι ο διευθυντής ορχήστρας μέσα από μία τεχνική Στανισλάφσκι πρέπει να έρθει μέσα στο πνεύμα της μουσικής με ένα τέτοιο τρόπο, με μια τέτοια αυθεντικότητα, ώστε να μπορεί αυτό να το εκπέμπει και να το αντικατοπτρίζει στους άλλους ανθρώπους· και μπορεί να κερδίσεις τους άλλους ανθρώπους και να τους κάνεις όχι απλά να παίζουνε νότες, αλλά να αισθανθούν και να μπουν στο πνεύμα της μουσικής.

Οπότε όλη αυτή η τεχνική που είχε με τα χέρια, γιατί δούλευε πάρα πολύ και με την τεχνική, όλη αυτή η τεχνική ήτανε και για να πετύχει ένα τεχνικά άρτιο αποτέλεσμα αλλά περισσότερο για να κάνει το μουσικό να αποστασιοποιηθεί από την ψευτο-επαγγελματική του υπόσταση και να μπει σε μία αληθινή καλλιτεχνική υπόσταση.

Δηλαδή εμπνευστής της αληθινής πραγματικότητας και όχι της επίκτητης πραγματικότητος που ζούμε.

Αυτό είναι ουσιαστικά, έλεγε ας πούμε «πολύ βασικό να ξέρεις να μεταδίδεις αυτό που θέλεις να μεταδώσεις αλλά πιο βασικό ακόμα είναι αυτό που θέλεις να μεταδώσεις να έχει αξία». Το ζήτημα είναι , έλεγε, … [ανακαλεί αυτούσια τα λόγια του στα ρωσικά και έπειτα μεταφράζει] … «να εξελίσσετε πάντα τη φαντασία σας». Η εξέλιξη της φαντασίας στη μουσική. Η τέχνη είναι να δημιουργήσουμε τον κόσμο όπου θέλουμε να ζήσουμε. Πως τον σκηνοθετούμε αυτό τον κόσμο;

Έλεγε φερ’ ειπείν για τους Μοσχοβίτες: «Βλέπω πολλά παιδιά και δεν ξέρουν γιατί κάνουν αυτή τη δουλειά». Παίρνουν αυτό το σκήπτρο τη μπαγκέτα και αρχίζουν να βαράνε γιατί θέλουνε να γίνουν κάτι σε αυτό τον κόσμο, να έχουν ένα είδος εξουσίας, ανταμοιβής κλπ. Όμως δεν είναι αυτό το πράγμα, ο Διευθυντής ορχήστρας είναι μετενσάρκωση του συνθέτη και είναι ένας άνθρωπος ο οποίος μέσα από αυτό που κάνει μπορεί να φέρει έναν άνθρωπο κοντά στο εκστατικό, κοντά στον πόνο, στη χαρά, ένας είδος θεραπείας το οποίο μόνο μέσα από μια σιμιλασιόν, μέσα από μία προσομοίωση ουσιαστικά συμβαίνει, δηλαδή αν εσύ δεν αισθανθείς σε βάθος κάτι συγκεκριμένο δεν μπορείς εμένα να με πείσεις ότι μπορώ να σε εμπιστευθώ. Μετά αν εγώ σε εμπιστευθώ, αν εσύ δεν είσαι πραγματικά στην πληγή δεν θα μου φέρεις εμένα καταπράυνση. Οπότε είναι ένα δύσκολο ταξίδι μέσα από μια αποστολή που έχεις για τον κόσμο, ο Μούσιν πάντα το έλεγε είναι αποστολή, σαν να πηγαίνεις αμνός μεταξύ των λύκων για να γεμίσεις τη σιωπή, να γεμίσεις τον όρκο σιωπής που δίνει ένας άνθρωπος για δύο ώρες που έρχεται να σε ακούσει χωρίς να μιλάει, να τον γεμίσεις με μια αλήθεια.

«Έχω σφαιρική γνώμη και για τη ροκ μουσική και για τζαζ μουσική και για τη λαϊκή μουσική, θεωρώ ότι είναι ένας θησαυρός και μια αίσθηση η μουσική, η οποία εκφράζεται μέσα από διαφορετικούς συντονισμούς».

-Η Σχολή της Αγίας Πετρούπολης διαφέρει από εκείνη της Βιέννης;
Απολύτως, τελείως διαφορετικές, καμία σχέση. Πώς λέμε Πλάτων και Αριστοτέλης.

-Αλλά ποιος είναι ποιος;
Πλάτων είναι οι δικοί μας, οι Ανατολίτες. Η δική μας Σχολή τι λέει; Το ζήτημα δεν είναι να δημιουργήσεις ένα αρχιτεκτόνημα με κάποιους συγκεκριμένους τρόπους, να χτίσεις δηλαδή και να το φτιάξεις έτσι. Είναι να ζήσεις μέσα. Οι άλλοι θεωρούν ότι είμαστε οι χτίστες, το χτίζουμε το αρχιτεκτόνημα και όποιος θέλει μπορεί να ζήσει μέσα σε αυτό. Εμείς κάνουμε και το ιντέριορ, βάζουμε και την ξαπλώστρα (γελάει).

«Είμαι αρκετά έμπειρος άνθρωπος σε πολλά πράγματα. Δεν πρέπει να είμαστε πουριτανοί».

-Στην τριλογία ΝταΠόντε-Μότσαρτ, κάνατε κάποιες πρωτότυπες επιλογές, φέρατε στην επιφάνεια κάποιες δευτέρωσες φωνές που δεν ακούμε συνήθως, στη φωνητική γραφή μια ερμηνεία πιο διανθισμένη σε σχέση σε αυτό που ακούμε σε άλλες ερμηνείες. Αυτή είναι τουλάχιστον η αίσθησή μου. Πως οδηγηθήκατε σε αυτές τις επιλογές;
Ας πούμε βλέπουμε την Ακρόπολη, ένας ζωγράφος μπορεί να κάτσει εδώ και να τη ζωγραφίσει, πάνω κάτω εύκολα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ξέρεις την Ακρόπολη. Το ίδιο συμβαίνει και με αυτές τις όπερες. Εγώ πήγα και μπήκα μέσα στο βράχο, είδα τι είναι από κάτω, τι είναι από μέσα, οπότε βλέποντας την Ακρόπολη τώρα δεν βλέπω αυτό που βλέπει ένας άνθρωπος που δεν έχει ανέβει, βλέπω κάτι άλλο. Βλέπω τις κολόνες, δεν είναι ίσιες, η κάθε μία έχει διαφορετική διάμετρο, έχει την αίσθηση ότι αναπνέει, έχει ένταση. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το ξέρεις αν θέλεις να το ανακατασκευάσεις, ενώ ας πούμε σε μια τουριστική έκδοση του Παρθενώνα που πουλάνε εδώ στην Πλάκα, οι κολόνες είναι γεωμετρικά ίσιες και είναι ένα φέικ πραγματάκι, αν όμως θέλεις να κάνεις μία σωστή δουλειά πρέπει να κάνεις μια ανάλυση μέσα στο έργο. Αυτό έκανα στον Μότσαρτ και πραγματικά δεν θεωρώ ότι μπορεί να γίνει σε άλλο τέμπο, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς από αυτό που έχω κάνει, δηλαδή πιστεύω ότι έτσι είναι.

-Όταν ζούσατε στη Αθήνα είχατε ένα συγκρότημα πανκ.
Ναι είχα, όχι πανκ, αλλά εξπεριμένταλ.


Διαβάστε ακόμα: Δημήτρης Μυστακίδης – «Το λαϊκό τραγούδι το πήρε παραμάζωμα η φούσκα που ζήσαμε για 20 χρόνια»


-Αυτό επηρεάζει κάπως τον τρόπο που προσεγγίσατε την κλασική μουσική;
Δεν νομίζω… μπορεί… στυλιστικά όχι. Αυτό μου δίνει μεγαλύτερη πείρα, γενικά είμαι αρκετά έμπειρος άνθρωπος σε πολλά πράγματα. Δηλαδή ήταν πολλά πράγματα που ήθελα να ξέρω πως είναι και γιατί υπάρχουν και νομίζω ότι δεν πρέπει να είμαστε πουριτανοί. Η μοναδική μουσική δεν είναι αυτή που θεωρούμε εμείς ως καλή μουσική, μια ακαδημαϊκή εντός εισαγωγικών, κλασική μουσική που λέμε στην Ελλάδα ή σοβαρή μουσική που λένε άλλοι. Η μουσική μπορεί να είναι μια Ηπειρώτισσα μοιρολογίστρα στον τάφο του άντρα της. Αυτή είναι ίσως και πιο λειτουργική μουσική.

Αυτό είναι το πρόβλημα, ότι το μπουμπουκάκι που βγαίνει από ένα Ωδείο, μια Ακαδημία έχει μια πολύ συγκεκριμένη κατάρτιση, επειδή του μάθανε να καταλαβαίνει με ένα συγκεκριμένο τρόπο τα πράγματα. Αν δεν φύγεις όμως από αυτή την οργάνωση να μπεις σε μια άλλη οργάνωση κατανόησης των πραγμάτων δεν μπορείς αυτούσια, σφαιρικά να δεις και αυτόν τον τομέα στον οποίο είσαι αφιερωμένος.

Οπότε εγώ έχω σφαιρική γνώμη και για τη ροκ μουσική και για τζαζ μουσική και για τη λαϊκή μουσική, θεωρώ ότι είναι ένας θησαυρός και μια αίσθηση η μουσική, η οποία εκφράζεται μέσα από διαφορετικούς συντονισμούς. Δεν είναι μόνο η ευρωπαϊκή ή η μουσική της κεντρικής Ευρώπης η μοναδική μουσική που υπάρχει στον κόσμο. Υπάρχει η μουσική της Ανατολής, δεν υπάρχει μόνο ο Μότσαρτ που είναι σημαντικός. Ο Πέτρος ο Λαμπαδάριος; Και είναι κρίμα να είσαι τόσο μονόπλευρος και να μην μπορείς να ανακαλύψεις εις βάθος όλη αυτή την πολυμορφία που υπάρχει στον κόσμο μας.

Οπότε ναι, η πείρα μου και ο πειραματισμός μου γενικώς με τη μουσική και την τέχνη με βοηθάνε πάρα πολύ περισσότερο στο να γίνω ένας άνθρωπος πιο απελευθερωμένος ή τουλάχιστον να καταλάβω πόσο δεσμευμένος είμαι, που είναι το πρώτο βήμα προς την απελευθέρωση και μετά να αρχίσω να βλέπω και αυτό που κάνω από μια άλλη σκοπιά χωρίς τις παρωπίδες που σου βάζουνε οι Μουσικές Ακαδημίες.

-Και τα επόμενα καλλιτεχνικά σας σχέδια ποια είναι; Μετά την τριλογία Μότσαρτ θα κάνετε μήπως και Eπιείκεια του Τίτου;
Την Clemenza θα την κάνω στο Ζάλτσμπουργκ το καλοκαίρι με την Musica Eterna. Είναι η μόνη ορχήστρα που θα αντικαταστήσει την Φιλαρμονική της Βιέννης, ποτέ δεν έχουν καλέσει άλλη ορχήστρα να παίξει Μότσαρτ στο Ζαλτσμπουργκ. Φέτος το καλοκαίρι ανοίγουμε το Φεστιβάλ με την Clemenza σε σκηνοθεσία Πήτερ Σέλλαρς.

«Το ζήτημα δεν είναι να δημιουργήσεις ένα αρχιτεκτόνημα με κάποιους συγκεκριμένους τρόπους, να χτίσεις δηλαδή και να το φτιάξεις έτσι. Είναι να ζήσεις μέσα».

-Συνεργάζεστε με σκηνοθέτες συγκεκριμένους;
Έξι-επτά σκηνοθέτες.

-Δεν μπαίνετε σε μία παραγωγή που είναι έτοιμη να διευθύνετε;
Όχι, έχω κάποια θέατρα που συνεργάζομαι, που ξέρουν ότι συμφωνώ μόνο με αυτούς.

-Συζητάτε με το σκηνοθέτη; Έχετε λόγο;
Μόνο έτσι! Το φτιάχνουμε μαζί πόντο-πόντο το έργο. Συναντιόμαστε ένα χρόνο πριν το ανέβασμα και αρχίζουμε τη συζήτηση, μετά κάνουμε σκέψεις, μετά συναντόμαστε από την πρώτη του πρόβα και μαζί πόντο-πόντο αρχίζουμε και το χτίζουμε. Σώμα και ψυχή, δηλαδή είναι και οι δύο μαζί.

-Τι άλλα σχέδια έχετε;
Τις εννέα συμφωνίες του Μπετόβεν στο Κοντσέρτχαους της Βιέννης για το 2020 που είναι τα 250 χρόνια από τη γέννησή του. […] Στην Ελλάδα θα έρθουμε τώρα τον Μάρτιο και μετά δεν ξέρω πότε θα ξαναέρθουμε μέχρι το 2020 γιατί τώρα τα καλοκαίρια έχουνε κλείσει. Ακόμα και για το Ζαλτσμπουργκ υπάρχουνε πρότζεκτς που θέλω, φεστιβάλ που θέλω, σκηνοθέτες, όλα όπως τα θέλω, και δεν υπάρχει χρόνος.

-Ποιος ξέρει όμως μπορεί να βρεθεί κάτι τόσο ενδιαφέρον που να σας βγάλει από το πρόγραμμα και να σας φέρει εδώ.
Μέχρι το 2020; Πολύ δύσκολο…

-Μπορούμε βέβαια να έρθουμε να σας ακούσουμε στο Περμ. Τα εισιτήρια στην όπερα είδα ότι είναι πάρα πολύ οικονομικά.
Είμαστε κομμουνιστικό θέατρο. Αναρχικό θέατρο. (γελάει).

-Αυτό ισχύει παντού στη Ρωσία ή μονο στο Περμ;
Μόνο στο Περμ.

-Πως το χρηματοδοτείτε δηλαδή;
Μας δίνει η πόλις χρήματα για να μπορούμε να κάνουμε έτσι για τον κόσμο. Τους μαθαίνουμε τις όπερες, τους κάνουμε γουορκσοπ. Είμαστε Σχολή για τον κόσμο.

 

Διαβάστε ακόμα: Τελετή παράδοσης του ΚΠΙΣΝ – Μια ακουστική αποτίμηση

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top