«Μόνο αν με κυνηγήσεις μερικές μέρες στα γυρίσματα και στη μουβιόλα του ‘’Μεγάλου Κανονιού’’, που γυρίζουμε τώρα με τον Γλυκοφρύδη, κάτι μπορεί να βγάλεις», μου είπε ο Βέγγος. «Μόνο έτσι. Χρόνος δεν υπάρχει, δεν υ-πάρ-χει, Σω-τη-η-ή-ρη!» (Φωτογραφία: Γιώργος Τζερτζίνης)

«Μόνο αν με κυνηγήσεις μερικές μέρες στα γυρίσματα και στη μουβιόλα του ‘’Μεγάλου Κανονιού’’, που γυρίζουμε τώρα με τον Γλυκοφρύδη, κάτι μπορεί να βγάλεις», μου είπε ο Βέγγος. «Μόνο έτσι. Χρόνος δεν υπάρχει, δεν υ-πάρ-χει, Σω-τη-η-ή-ρη!» (Φωτογραφία: Γιώργος Τζερτζίνης)

Τρομερός τίτλος, ε; Εντελώς μεταφυσικός θα ’λεγα, γιατί ποιος από τους Έλληνες όλους θα μπορούσε να καυχηθεί πως μπόρεσε κάποτε και πρόφτασε τον Θανάση Βέγγο, πως τόλμησε να τον κυνηγήσει έστω, προσπάθησε έστω μια φορά να τον προλάβει;

Κι όμως. Για την Εγνατία την εφημερίδα 30 χρόνια πριν και, εγώ τότε, νέος πολύ κι… απερίσκεπτος, το προσπάθησα επί ένα ταραχώδες διάστημα, και κάτι πέτυχα, νομίζω. Αν μη τι άλλο, να του πάρω μια από τις μετρημένες της ζωής του συνεντεύξεις, που, αργότερα, τη συμπεριέλαβα και στην Αππία Οδό μου στον Εξάντα τον εκδοτικό, αλλά και στους Απέναντί μου ακόμα πιο μετά, στου Αδάμ και στου Κίνητρου τα βιβλία.

Δεν πιστεύω, δεν πίστεψα ποτέ, στον μελό ψευτο-τρόπο «ζούμε μαζί με τον συνεντευξιαζόμενο καμιά βδομάδα, κι έτσι κάτι πολύ καλύτερο προκύπτει, πολύ πιο βαθιά πάει το πράγμα». Εγώ ανέκαθεν μόνο λίγη ώρα συγκέντρωσης από το μυαλό εκλεκτών ανθρώπων ήθελα, μου ’φτανε ο διάλογος μαζί τους και για μισή ώρα απλώς, προτιμούσα το πορτρέτο τους αυτό το σύντομο, αλλά μέσω εμού όσο γινόταν πιο διαυγές. Κι έτσι πορεύτηκα στον τομέα μου στα δημοσιογραφικά επίμονα. Με τον Βέγγο όμως άλλαζε το πράγμα. Αλλιώς έπρεπε να γίνει, κι αλλιώς, τι να γίνει, έγινε.

Τον πρωτοβρήκα έξω από το Δελφινάριο τέλος καλοκαιριού, συστημένος από ποιον πια δεν θυμάμαι, ομολογώ. Ο Βέγγος, βέβαια, με όλους φιλικός και γλυκός, φοβήθηκε πως είχα επί τούτου από τη Θεσσαλονίκη κατεβεί, πως είχα ήδη μπει σε τόσον κόπο για ’κείνον, που δεν τ’ άξιζε.

«Έχω τον Βέγγο στις αναμνήσεις μου μέσα, να μου φωνάζει, σαν ταινία μέσα στην ταινία, ακόμα πιο παλαβή, ακόμα πιο Βέγγος: «Είναι αφιλόξενος ο χώρος, Σω-τη-η-ή-ρη!» (Φωτογραφία Γιώργος Τζερτζίνης)

«Έχω τον Βέγγο στις αναμνήσεις μου μέσα, να μου φωνάζει, σαν ταινία μέσα στην ταινία, ακόμα πιο παλαβή, ακόμα πιο Βέγγος: «Είναι αφιλόξενος ο χώρος, Σω-τη-η-ή-ρη!» (Φωτογραφία Γιώργος Τζερτζίνης)

Τον καθησύχασα, ως προς αυτό τουλάχιστον, και λίγο μετά βρισκόμουνα μαζί του στο αυτοκίνητο, ν’ ανεβαίνουμε τη Συγγρού νύχτα ξάστερη, σε ταινία του, κάπου το ’χω ξαναγράψει αυτό, μεμιάς μέσα, και στο κάθε σταμάτημά μας από τα διπλανά αυτοκίνητα ο ενθουσιασμός που τον έβλεπαν για μια φορά από κοντά να ξεπετιέται και να περισσεύει, με κραυγές ανάλογες: «Γεια σου, κύριε Βέγγο, άνθρωπέ μας! Πάντα καλά, πάντα καλά!»

Βγήκα κάπως από το όνειρο, όταν στους Στύλους περίπου του Ολυμπίου Διός, ο Βέγγος έβαλε κασέτα στο μαγνητόφωνο του αυτοκινήτου του, Αλμπινόνι! Αυτό, είπα μέσα μου, δεν θα γινότανε εύκολα σε ταινία του, άρα εδώ είμαστε εκτός έργου, και να δούμε χωρίς καθόλου, μα καθόλου σενάριο, πού θα οδηγηθούμε. «Μόνο αν με κυνηγήσεις μερικές μέρες στα γυρίσματα και στη μουβιόλα του ‘’Μεγάλου Κανονιού’’, που γυρίζουμε τώρα με τον Γλυκοφρύδη, κάτι μπορεί να βγάλεις. Μόνο έτσι. Χρόνος δεν υπάρχει, δεν υ-πάρ-χει, Σω-τη-η-ή-ρη!»

«Βγήκα κάπως από το όνειρο, όταν στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, ο Βέγγος έβαλε κασέτα στο μαγνητόφωνο του αυτοκινήτου του, Αλμπινόνι!»

Δεν έκανα πίσω. Βέγγος ήταν αυτός. Πολυαγαπημένος μου κι απ’ τα πριν. Δικός μου παλαιόθεν. Από το σινεμά Ρέο στην Ιλισίων, το μετά θέατρο του Ποταμίτη, που με πήγε ο πατέρας μου επτά χρονών, και τον πρωτοείδα, στο «Τύφλα να ’χει ο Μάρλον Μπράντο». Και το κυνηγητό το μεγάλο μες στο «Μεγάλο Κανόνι» του ξεκίνησε, από την επόμενη κιόλας μέρα. Και στα γυρίσματα και στη μουβιόλα, όπου κοβότανε ταυτόχρονα η ταινία. Έχω κασέτες –αχ, να μη σβηστούν! – με τον Βέγγο να μιλάει πάνω στον εαυτό του στο φιλμ, να φωνάζει σαν Βέγγος δεύτερος στον άλλον, να τον σχολιάζει, να του απευθύνεται, να συγκινείται απροόπτως, να φλυαρεί εκτάκτως και παραδόξως δημόσια. Έχω και κασέτα με τον Βέγγο να φωνάζει «Πού είναι η ζύμη; Γιατί αργεί η ζύμη; Να ειδοποιηθεί η ζύμη!», στα δεκαπέντε (!) γυρίσματα της ίδιας σουρεαλιστικής σκηνής εκείνου του έργου, που φουρνίζει ομοίωμα του Χίτλερ παρανοϊκά, που τον ψήνει ως ψωμί μεταχρονολογημένα, όλο πάθος και καημό.

Διαβάστε ακόμα: «Τη μέρα που έχασα τον πατέρα μου»

Μα πιο πολύ έχω, μαζί με το σπάνιο φωτογραφικό υλικό του φίλου μου του Γιώργου του Τζερτζίνη –που βλέπετε κι εσείς εδώ τώρα–, που με είχε ακολουθήσει εκείνη τη μέρα στο Λόφο του Φιλοπάππου, έχω τον Βέγγο στις αναμνήσεις μου μέσα, να τρέχει από ύψωμα σε ύψωμα, να χάνεται και να φαίνεται εν ριπή οφθαλμού, και να μου φωνάζει σαν Βέγγος κωμικά κι αμίμητα, σαν ταινία μέσα στην ταινία ακόμα πιο τρελή, ακόμα πιο παλαβή, ακόμα πιο Βέγγος: «Είναι αφιλόξενος ο χώρος, Σω-τη-η-ή-ρη! Δεν μπορώ να σε απομονώσω, να με απομονώσεις! Τι να σας προσφέρουμε, παιδιά; Τι να σας δώσουμε εδώ πέρα στα κατσάβραχα;»

«Έχω και κασέτα –αχ, να μη σβηστεί!– με τον Βέγγο να φωνάζει ‘’Πού είναι η ζύμη; Γιατί αργεί η ζύμη; Να ειδοποιηθεί η ζύμη!’’, στα δεκαπέντε (!) γυρίσματα της ίδιας σουρεαλιστικής σκηνής της ταινίας Το Μεγάλο Κανόνι». (Φωτογραφία: Γιώργος Τζερτζίνης)

«Έχω και κασέτα –αχ, να μη σβηστεί!– με τον Βέγγο να φωνάζει ‘’Πού είναι η ζύμη; Γιατί αργεί η ζύμη; Να ειδοποιηθεί η ζύμη!’’, στα δεκαπέντε (!) γυρίσματα της ίδιας σουρεαλιστικής σκηνής της ταινίας Το Μεγάλο Κανόνι». (Φωτογραφία: Γιώργος Τζερτζίνης)

Κι έτσι πήγε. Τόσο υπέροχα, τόσο για μένα μαγικά. Και το ψαχνό της συνέντευξής του τελικά υπήρξε, και δημοσιεύτηκε αργότερα ταυτόχρονα με το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, στη σειρά που είχα εγκαινιάσει με Χατζιδάκι, και Τσαρούχη, και Χουλιαρά, και Σαββόπουλο, και μίλησε τότε ο Βέγγος για όλους με σεβασμό, αλλά και για τον Κιούμπρικ, για τον Τζέρι Λούις, για τον Άλαν Άρκιν, και γι’ άλλους, και γι’ άλλα πολλά.

Και χάρηκε μάλιστα κι ο ίδιος μετά, κι ένιωσα πως είχαμε γίνει πια φίλοι, παρόλο που λίγες φορές ξαναβρισκόμασταν. Όπως π.χ. τότε μετά, που ήμουνα στου Νίκου του Κούνδουρου το σπίτι και ήρθε ο Βέγγος, κι από πολύ μακριά, από την πόρτα απέξω, μ’ εμένα να φαίνομαι μόνο πλάτη στο βάθος, τον άκουσα να φωνάζει χαρούμενος, ο καλός μου: «Ο Κα-κι-ι-ί-σης!» Ή, όταν πήγαμε με τον Τζίμη τον Πανούση σ’ ένα άλλο Δελφινάριο, κάποια χρόνια μετά να τον απολαύσουμε, και μας έστελνε ποτά στις κερκίδες να μας κεράσει, κι ύστερα, με νοήματα από σκηνής μας ξανάλεγε: «Φύγετε, φύγετε! Δεν είναι καλά εδώ. Δεν θέλω να με βλέπετε εδώ…»

Όσο κι αθάνατος να είναι, η αλήθεια είναι πως ο Θανάσης Βέγγος δεν υπάρχει πια. Ένας λαός ολόκληρος ακόμα πίνει, και θα πίνει, νερό στ’ όνομά του, θα γελάει μέχρι δακρύων με τα παθήματά του στις ταινίες, θα νιώθει της ολοκάθαρης ψυχής του το δρόμο, την επί της Γης φωτεινή για όλους μας παρουσία της, παρουσία του.

Κι επειδή εγώ πρόσφατα καθόμουνα και τον ξανάβλεπα, έτσι σαν ντοκιμαντέρ νέας μας εκτός χρόνου συνύπαρξης, στο σήριαλ της Κέρκυρας «Περί Ανέμων και Υδάτων», έτσι, με τα μάτια να τον χορταίνω λίγο πέρα από τον ορισμένο περίγυρο των κωμωδιών και του Θου-Βου του, αυτό σκέφτομαι, αυτό φαίνεται ξανακάνω κι εδώ σήμερα, στα γενέθλιά του: με την επιστροφή μου τη νοητική εκεί, με τις φωτογραφίες του επίσης, να τον ξαναϋψώσω επιθυμώ, να τον ξανάβλεπα εν ζωή και τώρα. Μη με παρεξηγείτε.

Vakxikon: «Ο Βέγγος δεν είναι κιτς, ο Χάρρυ Κλυνν, δυστυχώς είναι»:

oxy-moron: Μικρό Αφιέρωμα στον Θανάση Βέγγο.

 

Διαβάστε ακόμα: Τζίμης Πανούσης: «Τέρμα η σάτιρα!»

«Έχω τον Βέγγο στις αναμνήσεις μου μέσα, να μου φωνάζει, σαν ταινία μέσα στην ταινία, ακόμα πιο παλαβή, ακόμα πιο Βέγγος: «Είναι αφιλόξενος ο χώρος, Σω-τη-η-ή-ρη!»

Ο Σωτήρης Κακίσης με τον Θανάση Βέγγο στο Δελφινάριο (Φωτογραφία: Τζίμης Πανούσης).

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top