Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου.

– Φέτος στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών σκηνοθετείτε την Ηλέκτρα, του Σοφοκλή, ενώ η προγενέστερη τριλογία σας «Carnage» στηρίζεται στην «Ορέστεια» του Αισχύλου. Φαίνεται να μελετάτε βαθιά τον κύκλο των Ατρειδών.
Η σχέση μου με την οικογένεια των Ατρειδών κρατάει χρόνια, συνεπώς η τρέχουσα ανάθεση ενός έργου αρχαίου δράματος είναι λογική συνέχεια των αναζητήσεών μου στο θέατρο.

Η βασική μου κατεύθυνση με ό,τι κι αν ασχολούμαι είναι η λειτουργία του μύθου. Η χρήση δηλαδή μιας αφηγηματικής παραβολής για να συνδιαλλαγείς με το τί σημαίνει να είσαι άνθρωπος και να ζεις μες στον κόσμο. Συγκεκριμένα, ο μύθος των Ατρειδών, όπως τον προσέγγισε ο Αισχύλος κι όπως συνομίλησα εγώ μαζί του στην τριλογία «Carnage», αποτύπωσε το πέρασμα από έναν οργανωμένο κόσμο σε μια κοινωνία αυτοδικίας.

Υπάρχει, προφανώς, κάτι σ’ αυτή την ιστορία που με απασχολεί πολύ. Κι αυτό, πιστεύω, είναι, πως ο άνθρωπος – όσο και να προχωρήσει, όσο και να εξελιχθεί και να προοδεύσει – δεν πρόκειται ν’ απαλλαγεί ποτέ από το «κακό» αίμα που κουβαλάει μέσα του σαν κληρονομιά. Υπάρχει ένας εξαιρετικά άγριος πυρήνας που, λόγω «ευπρέπειας» και λοιπών κοινωνικών συμβάσεων, έχει θαφτεί κάπου πολύ βαθιά μέσα μας. Είναι όμως εκεί. Δοθείσης της ευκαιρίας πάντα θα οδηγούμαστε σε μια έκρηξη καταστροφική για μας και για τον κόσμο γύρω μας.

Γράφοντας τις τραγωδίες, οι αρχαίοι το γνώριζαν αυτό. Το ονόμαζαν και θεό και προς τιμή του θυσίαζαν κι έκαναν τελετουργικά όργια. Ο σύγχρονος κόσμος βέβαια αποστρέφεται οποιαδήποτε παρόρμηση εκπίπτει της αποδεκτής νόρμας. Επειδή δεν έχει κάποια ιδιαίτερη παραγωγική αξία.

«Η Ηλέκτρα είναι τόσο βαθιά ποτισμένη από το πένθος, το μίσος και την οργή της, που δεν ξέρω αν γίνεται ποτέ συμπαθής, σίγουρα είναι όμως γοητευτική».

– Τι αλλάζει από τον Αισχύλο στο Σοφοκλή;
Υπό το πρίσμα του Σοφοκλή, ο μύθος λαμβάνει κι άλλες διαστάσεις. Είναι ενδιαφέρον πως εν προκειμένω, μιλάμε για έναν κόσμο χωρίς κανέναν άξονα – η ισορροπία έχει χαθεί εντελώς.

Από τη μία έχουμε μια «πόλη», μια κοινωνία, σ’ ένα τεράστιο θόλωμα σαν ύπνωση κι απ’ την άλλη ένα κεντρικό πρόσωπο, την Ηλέκτρα, τόσο βυθισμένο κι αυτό στη δική του συμφορά που καθίσταται σχεδόν ανάπηρο. Οι μεν δε θέλουν να δουν τί συμβαίνει κι αδρανούν, εκείνη βλέπει τόσο καθαρά και τόσο πολύ που πάλι καταλήγει στην αδράνεια. Σ’ αυτό το πλαίσιο, αυτός που έρχεται να δώσει τη λύση, ο Ορέστης, οδηγεί τα πάντα σ’ ένα τεράστιο αιματοκύλισμα και μάλιστα με τις ευλογίες ενός θεού.

Πρόκειται για ένα σύμπαν τεράστιας αγριότητας, αυτό όμως ήταν πάντα ο κόσμος. Ένα τεράστιο στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Από την παράσταση «Μετατόπιση προς το ερυθρό», του Θάνου Παπακωνσταντίνου.

– Συμπαθείτε την Ηλέκτρα;
Είναι, πιστεύω, ένα εξαιρετικά αρνητικό πρόσωπο. Είναι τόσο βαθιά ποτισμένη από το πένθος, το μίσος και την οργή της. Τόσο, όμως, υπερβολικά πολύ που καταλήγει να γίνεται κωμική, άρα ανθρώπινη. Είναι ενός είδους «μαύρος» κλόουν. Δεν ξέρω αν γίνεται ποτέ συμπαθής, σίγουρα είναι όμως γοητευτική. Πάντα τα άκρα έχουν εξαιρετική γοητεία.

– Τα στοιχεία επικαιρότητας στο μύθο;
Οι μύθοι δεν μας έχουν ανάγκη, εμείς τους χρειαζόμαστε. Μέσα σε κάθε ιστορία έχει αποκρυσταλλωθεί μια παραδοχή για τον άνθρωπο και τον κόσμο, μια αλήθεια που ισχύει πάντα.

Το θέμα είναι ο τρόπος που κάθε δημιουργός επικοινωνεί με τον κάθε μύθο και γεννιέται μια παράσταση. Ζητούμενό μου είναι το να είμαι ειλικρινής σ’ αυτή τη συνομιλία -σύγκρουση αν θέλετε- που αποτυπώνεται στην παράσταση. Αυτή η ειλικρίνεια άλλωστε προσδιορίζει την καλή σκηνοθεσία. Ο μύθος υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει ανεξάρτητα από εμένα ή όποιον άλλο δημιουργό. Οπότε δεν θέλω ούτε να επικαιροποιήσω, ούτε να εκσυγχρονίσω τον μύθο ή το έργο. Απλά θέλω να έρθω κοντά του, να μπω μέσα του, να συνδεθώ.


Διαβάστε ακόμα: Χάρης Φραγκούλης – «Φοβόμαστε, γι αυτό κρίνουμε τόσο έντονα τους άλλους»


– Πως επηρεάζει ο χώρος τη σκηνοθεσία;
Για μένα είναι καθοριστικό στοιχείο. Η κλίμακα, η εγγύτητα, η απόσταση, οι γραμμές, οι άξονες που υπάρχουν ή όχι σ’ ένα χώρο δρουν καταλυτικά στοιχεία στη λειτουργία μιας παράστασης.

Αντιλαμβάνομαι το θέατρο σαν μια ολοκληρωμένη βιωματική εμπειρία και ο χώρος -το «πού» δηλαδή συμβαίνει αυτό που βλέπουμε- δύναται να δημιουργήσει ένα σκηνικό συμβάν από μόνο του. Το θέατρο δεν είναι μόνο λόγος, είναι ένας βιωμένος χρόνος σε έναν συγκεκριμένο χώρο.

– Εξακολουθούν να σας αρέσουν οι b movies;
Χωρίς να έχω αγαπημένη, όποτε πέφτει στα χέρια μου ταινία με βαμπίρ ή με serial killers τη βλέπω χωρίς δεύτερη σκέψη.

Αισθητικές επιρροές: Ο πίνακας «Wanderer above the sea of fog» του Caspar David Friedrich, η ταινία «Ludwig» του Luchino Visconti και το «Illustrations of Paradise Lost» του Gustave Doré.

– Έτερη επιρροή σας ο ρομαντισμός;
Ναι, άλλος ένας δαίμονας που με γοητεύει είναι αυτός ο κόσμος. Ο Kleist, o Shelley, o Byron, o Λουδοβίκος ο Β’ της Βαυαρίας, ο Novalis.

Η επόμενη τριλογία που θέλω να κάνω σχετίζεται με το κίνημα του γερμανικού ρομαντισμού, με την έννοια όμως της πίστης σ’ ένα απόλυτο ιδανικό. Την απόλυτη ομορφιά, τον απόλυτο έρωτα, τον απόλυτο ηγέτη. Για την ανάγκη δημιουργίας καθαρών και απόλυτων συνθηκών μέσα σ’ έναν κόσμο που εξ ορισμού αντιστρατεύεται κάθε καθαρή ποιότητα, αφού είναι γεμάτος από αντιφάσεις και ορίζεται από την τυχαιότητα.

Με απασχολεί το πώς εκφράστηκε η ανάγκη αυτή ιστορικά, λογοτεχνικά, φιλοσοφικά και το πώς οδηγεί στον ολοκληρωτισμό.

– Ποιες πολιτιστικές παραγωγές θέλετε να παρακολουθήσετε οπωσδήποτε μέσα στους επόμενους μήνες;
Θέλω πολύ να δω τη Lucia di Lamermoor της Katie Mitchell που θα έρθει στη Λυρική, τους Godspeed και τους Laibach στο Fuzz.

– Πώς νιώθετε για τη συμμετοχή σας φέτος στο Φεστιβάλ Αθηνών;
Είναι πάντα μεγάλη χαρά να βρίσκεσαι μέσα σε θεσμούς που διαθέτουν και την οργάνωση και τις δυνατότητες παραγωγής για να επιτευχθεί ένα σωστό αποτέλεσμα. Το Φεστιβάλ Αθηνών είναι ένας απ’ τους ελάχιστους θεσμούς σήμερα στην Ελλάδα όπου γίνεται μια οργανωμένη προσπάθεια να υπάρξει ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα αξιώσεων.

«Ο καλλιτέχνης μπορεί και πρέπει να είναι εμμονικός, ο κριτικός όχι».

– Σας ενδιαφέρει η εμπορική επιτυχία;
Αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο είναι να υπάρχει ροή στις δουλειές που κάνω και να έχω πραγματικά κάτι να καταθέσω κάθε φορά. Να μπορώ να αμείβονται και οι συνεργάτες μου κι εγώ αξιοπρεπώς και να έχω ένα αξιοπρεπές πλαίσιο παραγωγής. Να είμαι ειλικρινής και συνεπής με τον εαυτό μου, με τους ανθρώπους που συνεργάζομαι και άρα και με τον κόσμο που θα παρακολουθήσει τη δουλειά μας. Αν μέσα από αυτό το πλαίσιο προκύψει και η επιτυχία, σαφώς, καλώς να ορίσει.

– Αν υποθέσουμε πως δημιουργείτε κάτι εντελώς ελεύθερα και πέρα από τις απαιτήσεις της πραγματικότητας, τι θα ήταν αυτό;
Αυτά που κάνω θα έκανα και πάλι, πιστεύω. Απλά θα ήθελα να έχω ένα τεράστιο καταπίστευμα σε μια τράπεζα κάπου, να μην έχω ανάγκη ούτε θεσμούς, ούτε παραγωγούς.

Από την παράσταση «Venison» του Θάνου Παπακωνσταντίνου.

– Ποια είναι η καλύτερη και ποια η χειρότερη κριτική που έχετε λάβει; Πως λειτουργεί στην ιδιοσυγκρασία σας;
Έχω ακούσει τα πάντα, από το ότι κάνω εξαιρετικές παραστάσεις, μέχρι το ότι δεν έχω κανένα σκηνοθετικό χάρισμα ή ακόμα ότι χρειάζομαι ψυχιατρική παρακολούθηση. Αυτά όμως είναι αστεία πράγματα. Πιστεύω στον κριτικό λόγο, είναι απαραίτητος και για τον καλλιτέχνη και για τον θεατή. Δυναμικά, έχει την ικανότητα όχι μόνο να φωτίσει μια παράσταση, αλλά να βοηθήσει επίσης τον καλλιτέχνη και τον θεατή παρέχοντάς τους υλικό προς σκέψη. Δε σημαίνει επίσης πως μια θετική κριτική είναι βοηθητική και μια αρνητική όχι.

Δυστυχώς, βέβαια, η συντριπτική πλειοψηφία κριτικών περιστρέφονται γύρω από ένα «μου αρέσει – δεν μου αρέσει», το οποίο όχι μόνο κριτικός λόγος δεν είναι, αλλά είναι εντελώς καταστροφικό και λάθος. Αυτό που, πιστεύω, οφείλει ένας κριτικός είναι καταρχήν να συνομιλήσει με την παράσταση που βλέπει – όχι με αυτήν που θα μπορούσε ή που θα ήθελε να δει. Αυτό δεν αφορά κανέναν πέρα από τους φίλους του ίσως. Κάθε φορά πρέπει να αναλυθεί και να εξεταστεί το αν λειτούργησε μια συγκεκριμένη καλλιτεχνική πρόταση ή όχι, σύμφωνα όμως με παραστασιακά κριτήρια και όχι με προσωπικές εμμονές. Ο καλλιτέχνης μπορεί και πρέπει να είναι εμμονικός, ο κριτικός όχι.

– Ως ηθοποιός ποιος ήταν ο αγαπημένος σας ρόλος;
Τον ρόλο που απόλαυσα όσο τίποτα άλλο, ήταν του Γιόζεφ Γκαίμπελς στη «Μάγκντα Γκαίμπελς» της Άντζελας Μπρούσκου. Πέραν του ότι ήταν ένα θηριώδες υπαρκτό πρόσωπο, οι ενεργειακές και σωματικές απαιτήσεις που ζητήθηκαν σκηνοθετικά ήταν για μένα μια πολύ έντονη κι ευχάριστη πρόκληση.

– Σήμερα μπορείτε να φανταστείτε τον εαυτό σας οτιδήποτε άλλο εκτός από σκηνοθέτη;
Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, όχι.

 

Διαβάστε ακόμα: Λαέρτης Αντώνιος Βασιλείου – «Όσοι μπορούν, να φύγουν για λίγα χρόνια από την Ελλάδα»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top